Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποβρύχιος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὑποβρύχιος
|Full diacritics=ῠ̔ποβρύχιος
|Medium diacritics=ὑποβρύχιος
|Medium diacritics=ὑποβρύχιος
|Low diacritics=υποβρύχιος
|Low diacritics=υποβρύχιος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypovrychios
|Transliteration C=ypovrychios
|Beta Code=u(pobru/xios
|Beta Code=u(pobru/xios
|Definition=[ῠχ], ον, also α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">under water</b>, τὴν δ' ἄνεμος . . καὶ κῦμα θαλάσσης θῆκαν ὑποβρυχίην <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>33.12</span>; <b class="b3">ὑποβρύχιον . . φέρων</b> (sc. <b class="b3">τὸν ἵππον</b>) <span class="bibl">Hdt.1.189</span>; ὑ. θάνατοι <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.161: metaph., ἡ Ἑλλὰς ὑ. φερομένη <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>23(42).46</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">below the surface</b>, ὑποβρύχιαι συμπεριφέρονται <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>248a</span>; opp. <b class="b3">ἐπιπολάζων</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dips.</span>3</span>; <b class="b2">deep-seated</b>, ἐκπυήσιες <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>12</span>; <b class="b3">ὑ. πυρετός</b> a [[hidden]] fever, one <b class="b2">that shows itself by degrees</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.25</span> (so Littré with Gal.9.560; <b class="b3">ἄρχεται μαλακῶς καὶ ὑποβρύχια</b> [Adv.] codd., Kühl.); πυρετοὶ -ιοι <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.9</span>; <b class="b3">ὀφθαλμῶν ὑ. πόνος</b> ib.<span class="bibl">1.2</span>; πῦρ <span class="bibl">Id.<span class="title">SA</span>2.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[deep]], <b class="b3">θάλασσα, βυσσός</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.49</span>, <span class="bibl">5.159</span>.—Cf. <b class="b3">βρύχιος, περιβρύχιος</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[ὑποβρυχώμενος]], of oxen, <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>116</span>.</span>
|Definition=[ῠχ], ον, also α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[under water]], τὴν δ' [[ἄνεμος]].. καὶ [[κῦμα]] θαλάσσης θῆκαν ὑποβρυχίην ''h.Hom.''33.12; <b class="b3">ὑποβρύχιον.. φέρων</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὸν ἵππον</b>) [[Herodotus|Hdt.]]1.189; ὑ. θάνατοι ''Cat.Cod.Astr.''2.161: metaph., ἡ Ἑλλὰς ὑ. φερομένη Aristid.''Or.''23(42).46.<br><span class="bld">II</span> [[below the surface]], ὑποβρύχιαι συμπεριφέρονται [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''248a; opp. [[ἐπιπολάζων]], Luc.''Dips.''3; [[deep-seated]], ἐκπυήσιες Hp.''Art.''12; ὑποβρύχιος [[πυρετός]] a [[hidden]] [[fever]], one [[that shows itself by degrees]], Id.''Epid.''1.25 (so Littré with Gal.9.560; <b class="b3">ἄρχεται μαλακῶς καὶ ὑποβρύχια</b> [Adv.] codd., Kühl.); πυρετοὶ ὑποβρύχιοι Aret.''SD''2.9; <b class="b3">ὀφθαλμῶν ὑποβρύχιος πόνος</b> ib.1.2; πῦρ Id.''SA''2.7.<br><span class="bld">2</span> [[deep]], [[θάλασσα]], [[βυσσός]], Opp.''H.''1.49, 5.159.—Cf. [[βρύχιος]], [[περιβρύχιος]].<br><span class="bld">III</span> = [[ὑποβρυχώμενος]], of [[ox]]en, ''h.Merc.''116.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1212.png Seite 1212]] etwas brüllend, ist f. L. im H. h. Merc. 116. auch 3 Endgn, wie H. h. 33, 12 u. Plat. a. a. O., unter Wasser; Her. 1, 189; Plat. Phaedr. 248 a; ὑποβρύχια ἐγένετο τὰ πλοῖα Pol. 1, 37, 2; Sp., wie Luc. Tim. 3; übh. in der Tiefe, auch unter der Erdoberfläche, Ggstz ἐπιπολάζων, Luc. Dipsad. 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1212.png Seite 1212]] etwas brüllend, ist f. L. im H. h. Merc. 116. auch 3 Endgn, wie H. h. 33, 12 u. Plat. a. a. O., unter Wasser; Her. 1, 189; Plat. Phaedr. 248 a; ὑποβρύχια ἐγένετο τὰ πλοῖα Pol. 1, 37, 2; Sp., wie Luc. Tim. 3; übh. in der Tiefe, auch unter der Erdoberfläche, <span class="ggns">Gegensatz</span> ἐπιπολάζων, Luc. Dipsad. 3.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> [[enfoncé sous l'eau]], [[submergé]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> enfoncé (sous le sable, sous la terre, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βρύχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποβρύχιος:''' (ρῠ)<br /><b class="num">1</b> [[находящийся под водой]], [[потопленный]] Her.: ὑποβρύχιον θεῖναί τι HH утопить что-л.; ὑ. [[γενέσθαι]] Polyb. затонуть; ὑποβρύχιοι συμπεριφέρονται Plat. они кружатся под водой;<br /><b class="num">2</b> [[зарывшийся в песок]] (ἑρπετά Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποβρύχιος''': [ῠ], -ον, καὶ α, ον· - ὁ ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]], τὴν δ’ [[ἄνεμος]]... καὶ [[κῦμα]] θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην Ὕμν. Ὁμ. 33. 12· ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον Ἡρόδ. 1. 189· ὑποβρύχιαι ξυμπεριφέρονται Πλάτ. Φαῖδρ. 248A. ΙΙ. ὁ ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀντίθετον τῷ ἐπιπολάζων, Λουκ. Διψάδ. 3· - ὁ εἰς [[βάθος]] εὑρισκόμενος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 789· ὑπ. [[πυρετός]], κεκρυμμένος, κατ’ ὀλίγον ἀναφαινόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄ 963· πῦρ Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7. ΙΙ. [[βαθύς]], [[θάλασσα]], βυθὸς Ὀππ. Ἁλ. 1. 49., 5. 159. - Πρβλ. [[βρύχιος]], [[περιβρύχιος]].
|lstext='''ὑποβρύχιος''': [ῠ], -ον, καὶ α, ον· - ὁ ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]], τὴν δ’ [[ἄνεμος]]... καὶ [[κῦμα]] θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην Ὕμν. Ὁμ. 33. 12· ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον Ἡρόδ. 1. 189· ὑποβρύχιαι ξυμπεριφέρονται Πλάτ. Φαῖδρ. 248A. ΙΙ. ὁ ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀντίθετον τῷ ἐπιπολάζων, Λουκ. Διψάδ. 3· - ὁ εἰς [[βάθος]] εὑρισκόμενος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 789· ὑπ. [[πυρετός]], κεκρυμμένος, κατ’ ὀλίγον ἀναφαινόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄ 963· πῦρ Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7. ΙΙ. [[βαθύς]], [[θάλασσα]], βυθὸς Ὀππ. Ἁλ. 1. 49., 5. 159. - Πρβλ. [[βρύχιος]], [[περιβρύχιος]].
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> enfoncé sous l’eau, submergé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> enfoncé (sous le sable, sous la terre, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βρύχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποβρύχιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος και ιων. τ. -ίη, Α<br />αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού, [[κυρίως]] στη [[θάλασσα]] (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «τὴν δ' [[ἄνεμος]] καὶ κῡμα θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην», <b>Ομ.</b> Ύμν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υποβρύχιο]]<br />(ναυτ.-στρ.) [[πλοίο]] [[κυρίως]] πολεμικό, ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο, το οποίο μπορεί να πλέει και να μάχεται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ατομικό [[υποβρύχιο]]» ή «πυρηνικό [[υποβρύχιο]]»<br />(ναυτ.-στρ.) [[υποβρύχιο]] που κινείται με πυρηνική [[ενέργεια]]<br />β) «[[υποβρύχιο]] [[καλώδιο]]»<br />(ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) [[σύνολο]] από αγωγούς οι οποίοι περικλείονται σε [[περίβλημα]] και ποντίζονται στον βυθό της θάλασσας με σκοπό τη [[μετάδοση]] σημάτων<br />γ) «υποβρύχια [[δραστηριότητα]]» — [[κάθε]] [[δραστηριότητα]] που διεξάγεται ή [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού ή στον βυθό, όπως [[είναι]] το [[υποβρύχιο]] [[ψάρεμα]], η υποβρύχια [[έρευνα]] και η [[κατάδυση]] σε μεγάλο [[βάθος]]<br />δ) «υποβρύχια [[καταστροφή]]» — [[καταστροφή]] εχθρικού στόχου [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας ή [[καταστροφή]] του βυθού ή της θαλάσσιας ζωής από ανθρώπινες ενέργειες ή από [[φυσικά]] αίτια, όπως σεισμούς, κατακρημνίσεις, ισχυρά ρεύματα κ.ά.<br />ε) «υποβρύχια [[άμυνα]]»<br />(ναυτ.-στρ.) το [[σύνολο]] τών υποβρυχίων και τών ναρκών που χρησιμοποιούνται για την [[άμυνα]] μιας χώρας ή μιας περιοχής<br />στ) «Ομάδες Υποβρύχιων Καταστροφών»<br /><b>στρ.</b> ομάδες [[κατάλληλα]] εκπαιδευμένες για να καταστρέφουν πλοία, υποβρύχια ή εγκαταστάσεις, τοποθετώντας εκρηκτικούς μηχανισμούς σε [[σημεία]] που βρίσκονται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[βάθος]], ο [[βαθύς]] («[[υποβρύχιος]] [[βυσσός]]», Οππ.)<br /><b>2.</b> (για [[σημεία]] και όργανα του σώματος) αυτός που βρίσκεται αρκετά [[κάτω]] από το [[δέρμα]] (α. «ὑποβρύχιοι ἐκπυήσιες», Ιπποκρ.<br />β. «ὀφθαλμῶν [[ὑποβρύχιος]] [[πόνος]]» — [[πόνος]] εντοπισμένος στο [[βάθος]] του ματιού, Αρετ.)<br /><b>3.</b> (για ταύρο) αυτός που μουγκρίζει [[σιγά]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> σκεπασμένος, καλυμμένος («[[ὑποβρύχιος]] ὑπὸ τοῡ πάθους», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑποβρύχιος]] [[πυρετός]]» — [[κρυφός]] [[πυρετός]], [[πυρετός]] που ανεβαίνει [[σιγά]] [[σιγά]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποβρυχίως</i> / <i>ὑποβρυχίως</i> ΝΜΑ, και <i>υποβρύχια</i> Ν<br />[[κάτω]] σπό την [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> με δόλιο τρόπο, ύπουλα («ενεργεί [[πάντα]] υποβρυχίως»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον πυρετό) ανεβαίνοντας [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βρύχιος]].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποβρύχιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος και ιων. τ. -ίη, Α<br />αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού, [[κυρίως]] στη [[θάλασσα]] (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «τὴν δ' [[ἄνεμος]] καὶ κῡμα θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην», <b>Ομ.</b> Ύμν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υποβρύχιο]]<br />(ναυτ.-στρ.) [[πλοίο]] [[κυρίως]] πολεμικό, ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο, το οποίο μπορεί να πλέει και να μάχεται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ατομικό [[υποβρύχιο]]» ή «πυρηνικό [[υποβρύχιο]]»<br />(ναυτ.-στρ.) [[υποβρύχιο]] που κινείται με πυρηνική [[ενέργεια]]<br />β) «[[υποβρύχιο]] [[καλώδιο]]»<br />(ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) [[σύνολο]] από αγωγούς οι οποίοι περικλείονται σε [[περίβλημα]] και ποντίζονται στον βυθό της θάλασσας με σκοπό τη [[μετάδοση]] σημάτων<br />γ) «υποβρύχια [[δραστηριότητα]]» — [[κάθε]] [[δραστηριότητα]] που διεξάγεται ή [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού ή στον βυθό, όπως [[είναι]] το [[υποβρύχιο]] [[ψάρεμα]], η υποβρύχια [[έρευνα]] και η [[κατάδυση]] σε μεγάλο [[βάθος]]<br />δ) «υποβρύχια [[καταστροφή]]» — [[καταστροφή]] εχθρικού στόχου [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας ή [[καταστροφή]] του βυθού ή της θαλάσσιας ζωής από ανθρώπινες ενέργειες ή από [[φυσικά]] αίτια, όπως σεισμούς, κατακρημνίσεις, ισχυρά ρεύματα κ.ά.<br />ε) «υποβρύχια [[άμυνα]]»<br />(ναυτ.-στρ.) το [[σύνολο]] τών υποβρυχίων και τών ναρκών που χρησιμοποιούνται για την [[άμυνα]] μιας χώρας ή μιας περιοχής<br />στ) «Ομάδες Υποβρύχιων Καταστροφών»<br /><b>στρ.</b> ομάδες [[κατάλληλα]] εκπαιδευμένες για να καταστρέφουν πλοία, υποβρύχια ή εγκαταστάσεις, τοποθετώντας εκρηκτικούς μηχανισμούς σε [[σημεία]] που βρίσκονται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[βάθος]], ο [[βαθύς]] («[[υποβρύχιος]] [[βυσσός]]», Οππ.)<br /><b>2.</b> (για [[σημεία]] και όργανα του σώματος) αυτός που βρίσκεται αρκετά [[κάτω]] από το [[δέρμα]] (α. «ὑποβρύχιοι ἐκπυήσιες», Ιπποκρ.<br />β. «ὀφθαλμῶν [[ὑποβρύχιος]] [[πόνος]]» — [[πόνος]] εντοπισμένος στο [[βάθος]] του ματιού, Αρετ.)<br /><b>3.</b> (για ταύρο) αυτός που μουγκρίζει [[σιγά]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> σκεπασμένος, καλυμμένος («[[ὑποβρύχιος]] ὑπὸ τοῦ πάθους», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑποβρύχιος]] [[πυρετός]]» — [[κρυφός]] [[πυρετός]], [[πυρετός]] που ανεβαίνει [[σιγά]] [[σιγά]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποβρυχίως</i> / <i>ὑποβρυχίως</i> ΝΜΑ, και <i>υποβρύχια</i> Ν<br />[[κάτω]] σπό την [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> με δόλιο τρόπο, ύπουλα («ενεργεί [[πάντα]] υποβρυχίως»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον πυρετό) ανεβαίνοντας [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βρύχιος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποβρύχιος:''' [ῠ], -α (Ιων. -η), -ον, αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[νερό]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑποβρύχιος:''' [ῠ], -α (Ιων. -η), -ον, αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[νερό]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποβρύχιος:''' (ρῠ)<br /><b class="num">1)</b> находящийся под водой, потопленный Her.: ὑποβρύχιον θεῖναί τι HH утопить что-л.; ὑ. [[γενέσθαι]] Polyb. затонуть; ὑποβρύχιοι συμπεριφέρονται Plat. они кружатся под водой;<br /><b class="num">2)</b> зарывшийся в песок (ἑρπετά Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=under [[water]], Hdt.
|mdlsjtxt=under [[water]], Hdt.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού βρίσκεται [[κάτω]] ἀπό τό νερό). Ἀπό τό [[ὑπό]] + [[βρύχιος]] (=[[βαθύς]]), πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. [[βρύξ]] (=τό [[βάθος]] τῆς θάλασσας).
}}
{{trml
|trtx====[[underwater]]===
Belarusian: падводны; Bulgarian: подводен; Catalan: submarina; Chinese Mandarin: 水下; Czech: podvodní; Dutch: [[onderwater]], [[onderwater-]]; Esperanto: subakva; Finnish: vedenalainen; French: [[sous-marin]]; Georgian: წყალქვეშა; German: [[unter Wasser]], [[Unterwasser-]]; Greek: [[υποθαλάσσιος]]; Ancient Greek: [[ὑποβρύχιος]], [[ὕφυδρος]]; Irish: faoi uisce, faoi thoinn; Italian: [[subacqueo]], [[sottacqua]], [[sott'acqua]]; Japanese: 水中の; Kazakh: су асты; Korean: 수중; Latin: [[summersus]]; Latvian: zemūdens; Navajo: táłtłʼáahdi; Norwegian Nynorsk: undervass-; Polish: podwodny; Portuguese: [[submarino]], [[subaquático]], [[submarinho]]; Russian: [[подводный]]; Spanish: [[sumergido]]; Tamil: நீருக்கடியில்; Ukrainian: підводний; Welsh: tanddwr
}}
}}

Latest revision as of 16:08, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῠ̔ποβρύχιος Medium diacritics: ὑποβρύχιος Low diacritics: υποβρύχιος Capitals: ΥΠΟΒΡΥΧΙΟΣ
Transliteration A: hypobrýchios Transliteration B: hypobrychios Transliteration C: ypovrychios Beta Code: u(pobru/xios

English (LSJ)

[ῠχ], ον, also α, ον,
A under water, τὴν δ' ἄνεμος.. καὶ κῦμα θαλάσσης θῆκαν ὑποβρυχίην h.Hom.33.12; ὑποβρύχιον.. φέρων (sc. τὸν ἵππον) Hdt.1.189; ὑ. θάνατοι Cat.Cod.Astr.2.161: metaph., ἡ Ἑλλὰς ὑ. φερομένη Aristid.Or.23(42).46.
II below the surface, ὑποβρύχιαι συμπεριφέρονται Pl.Phdr.248a; opp. ἐπιπολάζων, Luc.Dips.3; deep-seated, ἐκπυήσιες Hp.Art.12; ὑποβρύχιος πυρετός a hidden fever, one that shows itself by degrees, Id.Epid.1.25 (so Littré with Gal.9.560; ἄρχεται μαλακῶς καὶ ὑποβρύχια [Adv.] codd., Kühl.); πυρετοὶ ὑποβρύχιοι Aret.SD2.9; ὀφθαλμῶν ὑποβρύχιος πόνος ib.1.2; πῦρ Id.SA2.7.
2 deep, θάλασσα, βυσσός, Opp.H.1.49, 5.159.—Cf. βρύχιος, περιβρύχιος.
III = ὑποβρυχώμενος, of oxen, h.Merc.116.

German (Pape)

[Seite 1212] etwas brüllend, ist f. L. im H. h. Merc. 116. auch 3 Endgn, wie H. h. 33, 12 u. Plat. a. a. O., unter Wasser; Her. 1, 189; Plat. Phaedr. 248 a; ὑποβρύχια ἐγένετο τὰ πλοῖα Pol. 1, 37, 2; Sp., wie Luc. Tim. 3; übh. in der Tiefe, auch unter der Erdoberfläche, Gegensatz ἐπιπολάζων, Luc. Dipsad. 3.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 enfoncé sous l'eau, submergé;
2 p. ext. enfoncé (sous le sable, sous la terre, etc.).
Étymologie: ὑπό, βρύχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποβρύχιος: (ρῠ)
1 находящийся под водой, потопленный Her.: ὑποβρύχιον θεῖναί τι HH утопить что-л.; ὑ. γενέσθαι Polyb. затонуть; ὑποβρύχιοι συμπεριφέρονται Plat. они кружатся под водой;
2 зарывшийся в песок (ἑρπετά Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποβρύχιος: [ῠ], -ον, καὶ α, ον· - ὁ ὑπὸ τὸ ὕδωρ, τὴν δ’ ἄνεμος... καὶ κῦμα θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην Ὕμν. Ὁμ. 33. 12· ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον Ἡρόδ. 1. 189· ὑποβρύχιαι ξυμπεριφέρονται Πλάτ. Φαῖδρ. 248A. ΙΙ. ὁ ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀντίθετον τῷ ἐπιπολάζων, Λουκ. Διψάδ. 3· - ὁ εἰς βάθος εὑρισκόμενος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 789· ὑπ. πυρετός, κεκρυμμένος, κατ’ ὀλίγον ἀναφαινόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄ 963· πῦρ Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7. ΙΙ. βαθύς, θάλασσα, βυθὸς Ὀππ. Ἁλ. 1. 49., 5. 159. - Πρβλ. βρύχιος, περιβρύχιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποβρύχιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος και ιων. τ. -ίη, Α
αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από την επιφάνεια του νερού, κυρίως στη θάλασσα (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», Ηρόδ.
γ. «τὴν δ' ἄνεμος καὶ κῡμα θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην», Ομ. Ύμν.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το υποβρύχιο
(ναυτ.-στρ.) πλοίο κυρίως πολεμικό, ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο, το οποίο μπορεί να πλέει και να μάχεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας
2. φρ. α) «ατομικό υποβρύχιο» ή «πυρηνικό υποβρύχιο»
(ναυτ.-στρ.) υποβρύχιο που κινείται με πυρηνική ενέργεια
β) «υποβρύχιο καλώδιο»
(ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) σύνολο από αγωγούς οι οποίοι περικλείονται σε περίβλημα και ποντίζονται στον βυθό της θάλασσας με σκοπό τη μετάδοση σημάτων
γ) «υποβρύχια δραστηριότητα» — κάθε δραστηριότητα που διεξάγεται ή κάτω από την επιφάνεια του νερού ή στον βυθό, όπως είναι το υποβρύχιο ψάρεμα, η υποβρύχια έρευνα και η κατάδυση σε μεγάλο βάθος
δ) «υποβρύχια καταστροφή» — καταστροφή εχθρικού στόχου κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ή καταστροφή του βυθού ή της θαλάσσιας ζωής από ανθρώπινες ενέργειες ή από φυσικά αίτια, όπως σεισμούς, κατακρημνίσεις, ισχυρά ρεύματα κ.ά.
ε) «υποβρύχια άμυνα»
(ναυτ.-στρ.) το σύνολο τών υποβρυχίων και τών ναρκών που χρησιμοποιούνται για την άμυνα μιας χώρας ή μιας περιοχής
στ) «Ομάδες Υποβρύχιων Καταστροφών»
στρ. ομάδες κατάλληλα εκπαιδευμένες για να καταστρέφουν πλοία, υποβρύχια ή εγκαταστάσεις, τοποθετώντας εκρηκτικούς μηχανισμούς σε σημεία που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του νερού
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στο βάθος, ο βαθύςυποβρύχιος βυσσός», Οππ.)
2. (για σημεία και όργανα του σώματος) αυτός που βρίσκεται αρκετά κάτω από το δέρμα (α. «ὑποβρύχιοι ἐκπυήσιες», Ιπποκρ.
β. «ὀφθαλμῶν ὑποβρύχιος πόνος» — πόνος εντοπισμένος στο βάθος του ματιού, Αρετ.)
3. (για ταύρο) αυτός που μουγκρίζει σιγά
4. μτφ. σκεπασμένος, καλυμμένος («ὑποβρύχιος ὑπὸ τοῦ πάθους», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. φρ. «ὑποβρύχιος πυρετός» — κρυφός πυρετός, πυρετός που ανεβαίνει σιγά σιγά (Ιπποκρ.).
επίρρ...
υποβρυχίως / ὑποβρυχίως ΝΜΑ, και υποβρύχια Ν
κάτω σπό την επιφάνεια του νερού
νεοελλ.
μτφ. με δόλιο τρόπο, ύπουλα («ενεργεί πάντα υποβρυχίως»)
αρχ.
(για τον πυρετό) ανεβαίνοντας σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύχιος.

Greek Monotonic

ὑποβρύχιος: [ῠ], -α (Ιων. -η), -ον, αυτός που βρίσκεται κάτω από το νερό, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

under water, Hdt.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού βρίσκεται κάτω ἀπό τό νερό). Ἀπό τό ὑπό + βρύχιος (=βαθύς), πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. βρύξ (=τό βάθος τῆς θάλασσας).

Translations

underwater

Belarusian: падводны; Bulgarian: подводен; Catalan: submarina; Chinese Mandarin: 水下; Czech: podvodní; Dutch: onderwater, onderwater-; Esperanto: subakva; Finnish: vedenalainen; French: sous-marin; Georgian: წყალქვეშა; German: unter Wasser, Unterwasser-; Greek: υποθαλάσσιος; Ancient Greek: ὑποβρύχιος, ὕφυδρος; Irish: faoi uisce, faoi thoinn; Italian: subacqueo, sottacqua, sott'acqua; Japanese: 水中の; Kazakh: су асты; Korean: 수중; Latin: summersus; Latvian: zemūdens; Navajo: táłtłʼáahdi; Norwegian Nynorsk: undervass-; Polish: podwodny; Portuguese: submarino, subaquático, submarinho; Russian: подводный; Spanish: sumergido; Tamil: நீருக்கடியில்; Ukrainian: підводний; Welsh: tanddwr