συγκλίνω: Difference between revisions
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygklino | |Transliteration C=sygklino | ||
|Beta Code=sugkli/nw | |Beta Code=sugkli/nw | ||
|Definition=[ῑ], < | |Definition=[ῑ],<br><span class="bld">A</span> [[lay together]]:—Pass., [[lie with]], ([[γυναικί]]) [[Herodotus|Hdt.]]2.181; of the woman, οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε -κλιθήσεται [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''1090.<br><span class="bld">2</span> intr. in Act., [[lean]], [[incline]], ταῖς εὐνοίαις Plb.7.11.4.<br><span class="bld">II</span> [[inflect similarly]], A.D.''Synt.''102.11.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">συγκεκλιμένου τοῦ σκέλεος</b>, = [[συγκεκαμμένου]] (which is v.l.), Hp.''Art.''60. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] (s. [[κλίνω]]), mitneigen, zusammen niederlegen, pass. zusammenliegen; οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε συγκλιθήσεται, Eur. Alc. 1093; γυναικί, Her. 2, 181; – intrans., geneigt sein, τινί, Pol. 7, 12, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] (s. [[κλίνω]]), mitneigen, zusammen niederlegen, pass. zusammenliegen; οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε συγκλιθήσεται, Eur. Alc. 1093; γυναικί, Her. 2, 181; – intrans., geneigt sein, τινί, Pol. 7, 12, 5. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire coucher avec ; <i>Pass.</i> coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλίνω]]. | |btext=faire coucher avec ; <i>Pass.</i> coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλίνω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-κλίνω, alleen pass. gaan liggen bij, naar bed gaan met, met dat. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκλίνω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1</b> [[класть вместе]]: συγκλίνεσθαί τινι Her., Eur. (воз)лечь рядом с кем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[склоняться]], [[переходить на сторону]] (τινί Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[κλίνω]]<br />[[κλίνω]] [[μαζί]] με άλλον [[προς]] το ίδιο [[μέρος]], [[ιδίως]] [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>συγκλίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />α) <b>φυσ.</b> (για αλυσωτή πυρηνική [[αντίδραση]], [[κυρίως]] πυρηνική [[σχάση]]) αυτός που [[είναι]] φθίνοντος ρυθμού, [[δηλαδή]] που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο του χρόνου<br />β) <b>φυσ.</b> (στην [[οπτική]])<br />i) (για [[δέσμη]] φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για [[δέσμη]] ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται [[προς]] την [[κατεύθυνση]] ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων<br />ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να συγκεντρώνει σε ένα [[σημείο]], ονομαζόμενο [[εστία]], τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκλίνουσα [[εξέλιξη]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[φαινόμενο]] της επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω [[κοινών]] προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα<br />β) «συγκλίνων [[στραβισμός]]» — [[περίπτωση]] στραβισμού [[κατά]] την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν [[προς]] τη [[μύτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποχωρώ]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> υπάγομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] στην [[ίδια]] [[κλίση]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκλίνομαι</i><br />[[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με άλλον στην [[ίδια]] [[κλίνη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> κάμπτομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («συγκεκλιμένου | |mltxt=ΝΑ [[κλίνω]]<br />[[κλίνω]] [[μαζί]] με άλλον [[προς]] το ίδιο [[μέρος]], [[ιδίως]] [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>συγκλίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />α) <b>φυσ.</b> (για αλυσωτή πυρηνική [[αντίδραση]], [[κυρίως]] πυρηνική [[σχάση]]) αυτός που [[είναι]] φθίνοντος ρυθμού, [[δηλαδή]] που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο του χρόνου<br />β) <b>φυσ.</b> (στην [[οπτική]])<br />i) (για [[δέσμη]] φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για [[δέσμη]] ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται [[προς]] την [[κατεύθυνση]] ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων<br />ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να συγκεντρώνει σε ένα [[σημείο]], ονομαζόμενο [[εστία]], τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκλίνουσα [[εξέλιξη]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[φαινόμενο]] της επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω [[κοινών]] προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα<br />β) «συγκλίνων [[στραβισμός]]» — [[περίπτωση]] στραβισμού [[κατά]] την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν [[προς]] τη [[μύτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποχωρώ]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> υπάγομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] στην [[ίδια]] [[κλίση]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκλίνομαι</i><br />[[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με άλλον στην [[ίδια]] [[κλίνη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> κάμπτομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («συγκεκλιμένου τοῦ σκέλεος», Ιπποκρ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>, [[κλίνω]], [[πλαγιάζω]] [[κάτι]] στον ίδιο [[τόπο]] — Παθ., [[πλαγιάζω]] με κάποιον ή κάποια, με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ. | |lsmtext='''συγκλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>, [[κλίνω]], [[πλαγιάζω]] [[κάτι]] στον ίδιο [[τόπο]] — Παθ., [[πλαγιάζω]] με κάποιον ή κάποια, με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συγκλίνω''': [ῑ], [[κλίνω]] τι εἰς τὸ αὐτό, [[συνευνάζω]]. ― Παθ., κατακλίνομαι, [[πλαγιάζω]] μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 2. 181˙ ἐπὶ γυναικός, Εὐρ. Ἀλκ. 1090. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., προσκλίνομαι, «ἀκκουμβῶ» [[ὁμοῦ]], Πολύβ. 7. 12, 4. ΙΙ. [[κλίνω]] κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 107. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -κλῐνῶ<br />to lay [[together]]:—Pass. to lie with [[another]], c. dat., Hdt., Eur. | |mdlsjtxt=fut. -κλῐνῶ<br />to lay [[together]]:—Pass. to lie with [[another]], c. dat., Hdt., Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:01, 25 October 2024
English (LSJ)
[ῑ],
A lay together:—Pass., lie with, (γυναικί) Hdt.2.181; of the woman, οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε -κλιθήσεται E.Alc.1090.
2 intr. in Act., lean, incline, ταῖς εὐνοίαις Plb.7.11.4.
II inflect similarly, A.D.Synt.102.11.
III συγκεκλιμένου τοῦ σκέλεος, = συγκεκαμμένου (which is v.l.), Hp.Art.60.
German (Pape)
[Seite 968] (s. κλίνω), mitneigen, zusammen niederlegen, pass. zusammenliegen; οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε συγκλιθήσεται, Eur. Alc. 1093; γυναικί, Her. 2, 181; – intrans., geneigt sein, τινί, Pol. 7, 12, 5.
French (Bailly abrégé)
faire coucher avec ; Pass. coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κλίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κλίνω, alleen pass. gaan liggen bij, naar bed gaan met, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συγκλίνω: (ῑ)
1 класть вместе: συγκλίνεσθαί τινι Her., Eur. (воз)лечь рядом с кем-л.;
2 склоняться, переходить на сторону (τινί Polyb.).
Greek Monolingual
ΝΑ κλίνω
κλίνω μαζί με άλλον προς το ίδιο μέρος, ιδίως προς τα μέσα
νεοελλ.
1. συγκατανεύω, συμφωνώ
2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συγκλίνων, -ουσα, -ον
α) φυσ. (για αλυσωτή πυρηνική αντίδραση, κυρίως πυρηνική σχάση) αυτός που είναι φθίνοντος ρυθμού, δηλαδή που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο του χρόνου
β) φυσ. (στην οπτική)
i) (για δέσμη φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για δέσμη ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται προς την κατεύθυνση ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων
ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την ιδιότητα να συγκεντρώνει σε ένα σημείο, ονομαζόμενο εστία, τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες
3. φρ. α) «συγκλίνουσα εξέλιξη»
βιολ. το φαινόμενο της επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω κοινών προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα
β) «συγκλίνων στραβισμός» — περίπτωση στραβισμού κατά την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν προς τη μύτη
αρχ.
1. υποχωρώ σε κάποιον ή σε κάτι
2. γραμμ. υπάγομαι μαζί με κάτι άλλο στην ίδια κλίση
3. παθ. συγκλίνομαι
κοιμάμαι μαζί με άλλον στην ίδια κλίνη
4. μέσ. κάμπτομαι μαζί με κάτι άλλο («συγκεκλιμένου τοῦ σκέλεος», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
συγκλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, κλίνω, πλαγιάζω κάτι στον ίδιο τόπο — Παθ., πλαγιάζω με κάποιον ή κάποια, με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλίνω: [ῑ], κλίνω τι εἰς τὸ αὐτό, συνευνάζω. ― Παθ., κατακλίνομαι, πλαγιάζω μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 2. 181˙ ἐπὶ γυναικός, Εὐρ. Ἀλκ. 1090. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., προσκλίνομαι, «ἀκκουμβῶ» ὁμοῦ, Πολύβ. 7. 12, 4. ΙΙ. κλίνω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. σ. 107.
Middle Liddell
fut. -κλῐνῶ
to lay together:—Pass. to lie with another, c. dat., Hdt., Eur.