κοπώδης: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kopodis | |Transliteration C=kopodis | ||
|Beta Code=kopw/dhs | |Beta Code=kopw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=κοπῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[wearying]], [[wearing]], [[πυρετοί]] [[varia lectio|v.l.]] in Hp.''Prorrh.''1.142; βάρη Arist.''Pr.''881a19 (Comp.); <b class="b3">βαρὺ καὶ κ.</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὸ ὕδωρ</b>) [[causing pain]], Alex.198; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί Procop. ''Arc.''13: c.gen., <b class="b3">κ. ὑποχονδρίων</b> [[causing pain in]]... Hp.''Acut.''16.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[wearisome]], [[boring]], D.H.''Dem.''58, Plu.2.47f; [[φράσις]] ib. 1011a.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[wearied]], [[worn out]], Hp.''Prorrh.''1.38, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1484.png Seite 1484]] [[ermüdend]], [[mühselig]]; Arist. probl. 5, 7; Sp.; Alexis bei Ath. III, 122 f; von Personen, καὶ ἀηδεῖς Plut. de aud. 10 M.; vom Styl, qu. Plat. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1484.png Seite 1484]] [[ermüdend]], [[mühselig]]; Arist. probl. 5, 7; Sp.; Alexis bei Ath. III, 122 f; von Personen, καὶ ἀηδεῖς Plut. de aud. 10 M.; vom Styl, qu. Plat. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />[[fatigant]].<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κοπώδης -ες [κοπός] act. vermoeiend. pass. uitgeput. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοπώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[утомительный]], [[обременительный]] (βάρη Arst.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[тяжелый]], [[тяжеловесный]] ([[φράσις]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) κοπιαστικός, [[φορτικός]], [[ὀχληρός]], κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ [[ὕδωρ]]) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· | |lstext='''κοπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) κοπιαστικός, [[φορτικός]], [[ὀχληρός]], κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ [[ὕδωρ]]) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· μετὰ γεν., κ. ὑποχονδρίων, προξενῶν πόνον εἰς…, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386. 2) μεταφ., κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, [[βαρύς]], Λατ. molestus, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Πλούτ. 2. 47F· καὶ ἐπὶ γλωσσῶν, αὐτόθ. 1011Α. ΙΙ. Παθ., κεκοπιακώς, κατατρυχόμενος, Ἱππ. 70D, Γαλην. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπώδης]], -ες (Α) [[κόπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί κόπο, [[κοπιαστικός]], [[επίπονος]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε [[κάτι]] («[[κοπώδης]] υποχοδρίων», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενοχλητικός]], [[φορτικός]], [[βαρύς]] («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) καταπονημένος, κουρασμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπωδέστερον</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — [[είμαι]] περισσότερο καταπονημένος. | |mltxt=[[κοπώδης]], -ες (Α) [[κόπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί κόπο, [[κοπιαστικός]], [[επίπονος]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε [[κάτι]] («[[κοπώδης]] υποχοδρίων», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενοχλητικός]], [[φορτικός]], [[βαρύς]] («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) καταπονημένος, κουρασμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπωδέστερον</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — [[είμαι]] περισσότερο καταπονημένος. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[toilsome]]=== | ||
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: [[bewerkelijk]], [[arbeidsintensief]], [[laborieus]]; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: [[arbeitsintensiv]], [[mühselig]], [[mühsam]], [[anstrengend]], [[schwer]]; Ancient Greek: [[ἀτμένιος]], [[βαρύμοχθος]], [[διάπονος]], [[δυσπονής]], [[δύσπονος]], [[ἔμμοχθος]], [[ἔμπονος]], [[ἐπίμοχθος]], [[ἐπίπονος]], [[εὔπονος]], [[καματηρός]], [[καματῶδες]], [[καματώδης]], [[μογερός]], [[ὀιζυρός]], [[ὀϊζυρός]], [[πολύμοχθος]], [[πολύπονος]], [[πονηρός]], [[πονικός]], [[πονόεις]], [[ταλαπενθής]], [[φιλόπονος]]; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: [[laboriosus]]; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: [[laborioso]], [[trabalhoso]]; Romanian: laborios; Russian: [[трудоёмкий]], [[трудный]], [[тяжёлый]], [[напряжённый]], [[утомительный]]; Spanish: [[laborioso]]; Swedish: mödosam, tung | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:00, 1 November 2023
English (LSJ)
κοπῶδες,
A wearying, wearing, πυρετοί v.l. in Hp.Prorrh.1.142; βάρη Arist.Pr.881a19 (Comp.); βαρὺ καὶ κ. (sc. τὸ ὕδωρ) causing pain, Alex.198; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί Procop. Arc.13: c.gen., κ. ὑποχονδρίων causing pain in... Hp.Acut.16.
2 metaph., wearisome, boring, D.H.Dem.58, Plu.2.47f; φράσις ib. 1011a.
II Pass., wearied, worn out, Hp.Prorrh.1.38, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c.
German (Pape)
[Seite 1484] ermüdend, mühselig; Arist. probl. 5, 7; Sp.; Alexis bei Ath. III, 122 f; von Personen, καὶ ἀηδεῖς Plut. de aud. 10 M.; vom Styl, qu. Plat. 4.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
fatigant.
Étymologie: κόπος, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπώδης -ες [κοπός] act. vermoeiend. pass. uitgeput.
Russian (Dvoretsky)
κοπώδης:
1 утомительный, обременительный (βάρη Arst.);
2 перен. тяжелый, тяжеловесный (φράσις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κοπώδης: -ες, (εἶδος) κοπιαστικός, φορτικός, ὀχληρός, κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ ὕδωρ) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· μετὰ γεν., κ. ὑποχονδρίων, προξενῶν πόνον εἰς…, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386. 2) μεταφ., κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, βαρύς, Λατ. molestus, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Πλούτ. 2. 47F· καὶ ἐπὶ γλωσσῶν, αὐτόθ. 1011Α. ΙΙ. Παθ., κεκοπιακώς, κατατρυχόμενος, Ἱππ. 70D, Γαλην.
Greek Monolingual
κοπώδης, -ες (Α) κόπος
1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος
2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτι («κοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.)
3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)
4. (με παθ. σημ.) καταπονημένος, κουρασμένος.
επίρρ...
κοπωδέστερον (Α)
φρ. (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — είμαι περισσότερο καταπονημένος.
Translations
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung