περικλύζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periklyzo
|Transliteration C=periklyzo
|Beta Code=periklu/zw
|Beta Code=periklu/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wash all round]], τὸ παιδίον ὕδατι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>837b21</span>:— Pass., to [[be washed all round]] by the sea, of an island, <span class="bibl">Th.6.3</span> ; of a boat, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>36</span>; <b class="b3">μὴ περικλύζοιο θαλάσσῃ</b>, i.e. venture not on the sea, <span class="bibl">Arat.287</span>: metaph., [[to be overwhelmed]], κακοῖς <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>30.61</span>; τῷ πλήθει τῶν σκοπῶν Gal.15.584.</span>
|Definition=[[wash all round]], τὸ παιδίον ὕδατι Arist.''Mir.''837b21:—Pass., to [[be washed all round]] by the sea, of an island, Th.6.3; of a boat, Plu.''Mar.''36; <b class="b3">μὴ περικλύζοιο θαλάσσῃ</b>, i.e. venture not on the sea, Arat.287: metaph., to [[be overwhelmed]], κακοῖς Lib.''Decl.''30.61; τῷ πλήθει τῶν σκοπῶν Gal.15.584.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0580.png Seite 580]] umspülen, pass. vom Meer umgeben sein; Thuc. 6, 3; Luc. V. H. 1, 30; μἡ περικλύζοιο θαλάττῃ, laß dich nicht vom Meer umspülen, d. i. wage dich nicht aufs Meer, Arat. 287; auch περικλύζῃ κακαῖς, Liban.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0580.png Seite 580]] umspülen, pass. vom Meer umgeben sein; Thuc. 6, 3; Luc. V. H. 1, 30; μἡ περικλύζοιο θαλάττῃ, laß dich nicht vom Meer umspülen, d. i. wage dich nicht aufs Meer, Arat. 287; auch περικλύζῃ κακαῖς, Liban.
}}
{{bailly
|btext=[[baigner tout autour]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-κλύζω overstromen, overspoelen; pass.. οὔτε τὸ πορθμεῖον ἐδόκει περικλυζόμενον ἀνθέξειν de veerboot leek niet bestand tegen de overslaande golven Plut. Mar. 36.2.
}}
{{elru
|elrutext='''περικλύζω:''' [[омывать со всех сторон]] (τὸ [[παιδίον]] ὕδατι Arst.): ἡ [[νῆσος]] περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περικλύζω''': [[λούω]] χύνων [[ὕδωρ]] ὁλόγυρα, [[περιλούω]], τὸ [[παιδίον]] ὕδατι π. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91· - Παθ., περιβρέχομαι, ἐπὶ νήσου, Θουκ. 6. 3· ἐπὶ πορθμοῦ, Πλουτ. Μαρ. 36· μὴ περικλύζοιο θαλάσσης πεπταμένῳ πελάγει, δηλ. μὴ ἀποτόλμα νὰ ἐξέλθῃς εἰς ἀνοικτὸν [[πέλαγος]], Ἄρατ. 287.
|lstext='''περικλύζω''': [[λούω]] χύνων [[ὕδωρ]] ὁλόγυρα, [[περιλούω]], τὸ [[παιδίον]] ὕδατι π. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91· - Παθ., περιβρέχομαι, ἐπὶ νήσου, Θουκ. 6. 3· ἐπὶ πορθμοῦ, Πλουτ. Μαρ. 36· μὴ περικλύζοιο θαλάσσης πεπταμένῳ πελάγει, δηλ. μὴ ἀποτόλμα νὰ ἐξέλθῃς εἰς ἀνοικτὸν [[πέλαγος]], Ἄρατ. 287.
}}
{{bailly
|btext=baigner tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>περικλύζομαι</i><br /><b>1.</b> κατακλύζομαι από την [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερκαλύπτομαι από [[κάτι]], σκεπάζομαι [[τελείως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βρέχω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], σε όλη την επιφάνειά του, [[περιλούζω]]<br /><b>2.</b> [[πλένω]] κάποιον χύνοντας [[νερό]]<br /><b>3.</b> [[βαπτίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για [[νησί]], πορθμό, [[πόλη]]) περιβάλλομαι από [[θάλασσα]], περιβρέχομαι<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτολμώ]] και [[εξέρχομαι]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], [[ριψοκινδυνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[περιβρέχω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>περικλύζομαι</i><br /><b>1.</b> κατακλύζομαι από την [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερκαλύπτομαι από [[κάτι]], σκεπάζομαι [[τελείως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βρέχω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], σε όλη την επιφάνειά του, [[περιλούζω]]<br /><b>2.</b> [[πλένω]] κάποιον χύνοντας [[νερό]]<br /><b>3.</b> [[βαπτίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για [[νησί]], πορθμό, [[πόλη]]) περιβάλλομαι από [[θάλασσα]], περιβρέχομαι<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτολμώ]] και [[εξέρχομαι]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], [[ριψοκινδυνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[περιβρέχω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''περικλύζω:''' омывать со всех сторон (τὸ [[παιδίον]] ὕδατι Arst.): ἡ [[νῆσος]] περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-κλύζω overstromen, overspoelen; pass.. οὔτε τὸ πορθμεῖον ἐδόκει περικλυζόμενον ἀνθέξειν de veerboot leek niet bestand tegen de overslaande golven Plut. Mar. 36.2.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλύζω Medium diacritics: περικλύζω Low diacritics: περικλύζω Capitals: ΠΕΡΙΚΛΥΖΩ
Transliteration A: periklýzō Transliteration B: periklyzō Transliteration C: periklyzo Beta Code: periklu/zw

English (LSJ)

wash all round, τὸ παιδίον ὕδατι Arist.Mir.837b21:—Pass., to be washed all round by the sea, of an island, Th.6.3; of a boat, Plu.Mar.36; μὴ περικλύζοιο θαλάσσῃ, i.e. venture not on the sea, Arat.287: metaph., to be overwhelmed, κακοῖς Lib.Decl.30.61; τῷ πλήθει τῶν σκοπῶν Gal.15.584.

German (Pape)

[Seite 580] umspülen, pass. vom Meer umgeben sein; Thuc. 6, 3; Luc. V. H. 1, 30; μἡ περικλύζοιο θαλάττῃ, laß dich nicht vom Meer umspülen, d. i. wage dich nicht aufs Meer, Arat. 287; auch περικλύζῃ κακαῖς, Liban.

French (Bailly abrégé)

baigner tout autour.
Étymologie: περί, κλύζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κλύζω overstromen, overspoelen; pass.. οὔτε τὸ πορθμεῖον ἐδόκει περικλυζόμενον ἀνθέξειν de veerboot leek niet bestand tegen de overslaande golven Plut. Mar. 36.2.

Russian (Dvoretsky)

περικλύζω: омывать со всех сторон (τὸ παιδίον ὕδατι Arst.): ἡ νῆσος περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров.

Greek (Liddell-Scott)

περικλύζω: λούω χύνων ὕδωρ ὁλόγυρα, περιλούω, τὸ παιδίον ὕδατι π. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91· - Παθ., περιβρέχομαι, ἐπὶ νήσου, Θουκ. 6. 3· ἐπὶ πορθμοῦ, Πλουτ. Μαρ. 36· μὴ περικλύζοιο θαλάσσης πεπταμένῳ πελάγει, δηλ. μὴ ἀποτόλμα νὰ ἐξέλθῃς εἰς ἀνοικτὸν πέλαγος, Ἄρατ. 287.

Greek Monolingual

ΜΑ
παθ. περικλύζομαι
1. κατακλύζομαι από την θάλασσα
2. μτφ. υπερκαλύπτομαι από κάτι, σκεπάζομαι τελείως
αρχ.
1. βρέχω κάτι γύρω γύρω, σε όλη την επιφάνειά του, περιλούζω
2. πλένω κάποιον χύνοντας νερό
3. βαπτίζω
4. παθ. (για νησί, πορθμό, πόλη) περιβάλλομαι από θάλασσα, περιβρέχομαι
5. μτφ. αποτολμώ και εξέρχομαι στην ανοιχτή θάλασσα, ριψοκινδυνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλύζω «περιβρέχω»].