ὁμόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omofonos
|Transliteration C=omofonos
|Beta Code=o(mo/fwnos
|Beta Code=o(mo/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[speaking the same language with]], <b class="b3">ἔθνεα οὐκ ὁ. σφίσι</b> (= [[ἀλλήλοις]]) <span class="bibl">Hdt.3.98</span>, cf. <span class="bibl">Th.4.3</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.4.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[of the same sound]] or [[tone]], [[in unison with]], τισι <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>158</span>(lyr.). Adv. <b class="b3">-νως</b> [[having the same name with]], τινι <span class="bibl">Str.9.2.29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in Music, <b class="b2">on the same note, in unison</b>, opp. [[σύμφωνος]] (in concord), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>921a7</span>, al., <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span>11.5</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Harm.</span>1.7</span>. Adv. -νως <b class="b2">with one voice (accord)</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Galb.</span>5</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.239</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> Gramm., [[having the same sound]] (e.g. of voc. and nom. [[πόλις]]), Hdn. Gr.<span class="bibl">2.628</span>.</span>
|Definition=ὁμόφωνον,<br><span class="bld">A</span> [[speak]]ing the [[same]] [[language]] [[with]], ἔθνεα οὐκ ὁμόφωνά σφίσι (= [[ἀλλήλοις]]) [[Herodotus|Hdt.]]3.98, cf. Th.4.3, X.Mem.4.4.19.<br><span class="bld">II</span> of the [[same]] [[sound]] or [[tone]], [[in unison with]], τισι A.Ag.158(lyr.). Adv. [[ὁμοφώνως]] = [[having the same name with]], τινι Str.9.2.29.<br><span class="bld">2</span> in Music, [[on the same note]], [[in unison]], opp. [[σύμφωνος]] (in concord), Arist.Pr.921a7, al., Nicom.Harm.11.5, Ptol.Harm.1.7. Adv. [[ὁμοφώνως]] = [[with one voice]] ([[accord]]), Plu.Galb.5, S.E.P.3.239.<br><span class="bld">3</span> Gramm., [[having the same sound]] (e.g. of voc. and nom. [[πόλις]]), Hdn. Gr.2.628.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] dieselbe Sprache redend, τινί, mit Einem, Her. 3, 98; Thuc. 4, 3. 41; gleich an Klang, dazu-, übereinstimmend, τοῖς δ' ὁμόφωνον [[αἴλινον]] εἰπέ, Aesch. Ag. 153; [[γένος]] ὁμ. καὶ ὁμόνομον, Plat. Legg. IV, 708 c; Sp., auch adv. ὁμ οφώνως, S. Emp. pyrrh. 3, 239. – In der Musik = im Einklange singend, vgl. Arist. probl. 19, 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] dieselbe Sprache redend, τινί, mit Einem, Her. 3, 98; Thuc. 4, 3. 41; gleich an Klang, dazu-, übereinstimmend, τοῖς δ' ὁμόφωνον [[αἴλινον]] εἰπέ, Aesch. Ag. 153; [[γένος]] ὁμ. καὶ ὁμόνομον, Plat. Legg. IV, 708 c; Sp., auch adv. ὁμ οφώνως, S. Emp. pyrrh. 3, 239. – In der Musik = im Einklange singend, vgl. Arist. probl. 19, 39.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui parle la même langue que, τινι;<br /><b>2</b> qui rend le même son, qui est d'accord, à l'unisson.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόφωνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[говорящий на одинаковом языке]] (τινι Her., Thuc.; [[γένος]] ὁμόφωνον καὶ ὁμόνομον Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[звучащий в унисон]], [[однотонный]] или [[однозвучный]] ([[αἴλινος]] Aesch.; ἥδιόν ἐστι τὸ [[σύμφωνον]] τοῦ ὁμοφώνου Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόφωνος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν μετά τινος, ἔνθεα οὐχ ὁμ. σφισι (= ἀλλλήλοις) Ἡρόδ. 3. 98, πρβλ. Θουκ. 4. 3, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἦχον ἢ τόνον, τινι Αἰσχλυλ. Ἀγ. 158· - Ἐπίρρ. -νως, ὁμωνύμως, τινὶ Στράβ. 411. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ μὲ τὸν αὐτὸν τόνον, ἐν ὁμοφωνίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σύμφωνος]] (ἐν ἁρμονίᾳ), ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1. - Ἐπίρρ. -νως, μιᾷ φωνῇ, Πλουτ. Γάλβ. 5.
|lstext='''ὁμόφωνος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν μετά τινος, ἔνθεα οὐχ ὁμ. σφισι (= ἀλλλήλοις) Ἡρόδ. 3. 98, πρβλ. Θουκ. 4. 3, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἦχον ἢ τόνον, τινι Αἰσχλυλ. Ἀγ. 158· - Ἐπίρρ. -νως, ὁμωνύμως, τινὶ Στράβ. 411. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ μὲ τὸν αὐτὸν τόνον, ἐν ὁμοφωνίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σύμφωνος]] (ἐν ἁρμονίᾳ), ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1. - Ἐπίρρ. -νως, μιᾷ φωνῇ, Πλουτ. Γάλβ. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui parle la même langue que, τινι;<br /><b>2</b> qui rend le même son, qui est d’accord, à l’unisson.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φωνή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με άλλον, [[ομόγλωσσος]] («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῑον καὶ ὁμοφώνους τοῑς Λακεδαιμονίοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]] με άλλον, [[ομόγνωμος]], [[σύμφωνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκφράζεται ή γίνεται με σύμφωνη [[γνώμη]] όλων («ομόφωνη [[απόφαση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται από πολλούς με όμοια [[φωνή]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> (για [[λέξη]]) αυτός που έχει τον ίδιο τύπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοφώνως</i> και <i>ομόφωνα</i> (ΑΜ ὁμοφώνως)<br />με σύμφωνη [[γνώμη]], με [[ομοφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br />με το ίδιο όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φωνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με άλλον, [[ομόγλωσσος]] («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῖον καὶ ὁμοφώνους τοῖς Λακεδαιμονίοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]] με άλλον, [[ομόγνωμος]], [[σύμφωνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκφράζεται ή γίνεται με σύμφωνη [[γνώμη]] όλων («ομόφωνη [[απόφαση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται από πολλούς με όμοια [[φωνή]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> (για [[λέξη]]) αυτός που έχει τον ίδιο τύπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοφώνως</i> και <i>ομόφωνα</i> (ΑΜ ὁμοφώνως)<br />με σύμφωνη [[γνώμη]], με [[ομοφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br />με το ίδιο όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μιλάει την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει τον ίδιο ήχο ή τον ίδιο τόνο, σε [[συνήχηση]], σε [[ταυτοφωνία]] με, <i>τινι</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὁμόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μιλάει την [[ίδια]] [[γλώσσα]] με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει τον ίδιο ήχο ή τον ίδιο τόνο, σε [[συνήχηση]], σε [[ταυτοφωνία]] με, <i>τινι</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόφωνος:'''<br /><b class="num">1)</b> говорящий на одинаковом языке (τινι Her., Thuc.; [[γένος]] ὁμόφωνον καὶ ὁμόνομον Plat.);<br /><b class="num">2)</b> звучащий в унисон, однотонный или однозвучный ([[αἴλινος]] Aesch.; ἥδιόν ἐστι τὸ [[σύμφωνον]] τοῦ ὁμοφώνου Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[speaking the same dialect as]], [[speaking the same language as]]
|woodrun=[[speaking the same dialect as]], [[speaking the same language as]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[eadem lingua utens]]'', [[using the same language]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.3.3/ 4.3.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.41.2/ 4.41.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόφωνος Medium diacritics: ὁμόφωνος Low diacritics: ομόφωνος Capitals: ΟΜΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: homóphōnos Transliteration B: homophōnos Transliteration C: omofonos Beta Code: o(mo/fwnos

English (LSJ)

ὁμόφωνον,
A speaking the same language with, ἔθνεα οὐκ ὁμόφωνά σφίσι (= ἀλλήλοις) Hdt.3.98, cf. Th.4.3, X.Mem.4.4.19.
II of the same sound or tone, in unison with, τισι A.Ag.158(lyr.). Adv. ὁμοφώνως = having the same name with, τινι Str.9.2.29.
2 in Music, on the same note, in unison, opp. σύμφωνος (in concord), Arist.Pr.921a7, al., Nicom.Harm.11.5, Ptol.Harm.1.7. Adv. ὁμοφώνως = with one voice (accord), Plu.Galb.5, S.E.P.3.239.
3 Gramm., having the same sound (e.g. of voc. and nom. πόλις), Hdn. Gr.2.628.

German (Pape)

[Seite 342] dieselbe Sprache redend, τινί, mit Einem, Her. 3, 98; Thuc. 4, 3. 41; gleich an Klang, dazu-, übereinstimmend, τοῖς δ' ὁμόφωνον αἴλινον εἰπέ, Aesch. Ag. 153; γένος ὁμ. καὶ ὁμόνομον, Plat. Legg. IV, 708 c; Sp., auch adv. ὁμ οφώνως, S. Emp. pyrrh. 3, 239. – In der Musik = im Einklange singend, vgl. Arist. probl. 19, 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui parle la même langue que, τινι;
2 qui rend le même son, qui est d'accord, à l'unisson.
Étymologie: ὁμός, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόφωνος:
1 говорящий на одинаковом языке (τινι Her., Thuc.; γένος ὁμόφωνον καὶ ὁμόνομον Plat.);
2 звучащий в унисон, однотонный или однозвучный (αἴλινος Aesch.; ἥδιόν ἐστι τὸ σύμφωνον τοῦ ὁμοφώνου Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόφωνος: -ον, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν μετά τινος, ἔνθεα οὐχ ὁμ. σφισι (= ἀλλλήλοις) Ἡρόδ. 3. 98, πρβλ. Θουκ. 4. 3, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἦχον ἢ τόνον, τινι Αἰσχλυλ. Ἀγ. 158· - Ἐπίρρ. -νως, ὁμωνύμως, τινὶ Στράβ. 411. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ μὲ τὸν αὐτὸν τόνον, ἐν ὁμοφωνίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σύμφωνος (ἐν ἁρμονίᾳ), ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1. - Ἐπίρρ. -νως, μιᾷ φωνῇ, Πλουτ. Γάλβ. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόφωνος, -ον)
1. αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον, ομόγλωσσος («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῖον καὶ ὁμοφώνους τοῖς Λακεδαιμονίοις», Θουκ.)
2. μουσ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος, σύμφωνος
2. αυτός που εκφράζεται ή γίνεται με σύμφωνη γνώμη όλων («ομόφωνη απόφαση»)
αρχ.
1. αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται από πολλούς με όμοια φωνή
2. γραμμ. (για λέξη) αυτός που έχει τον ίδιο τύπο.
επίρρ...
ομοφώνως και ομόφωνα (ΑΜ ὁμοφώνως)
με σύμφωνη γνώμη, με ομοφωνία
αρχ.
με το ίδιο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος, πολύ-φωνος].

Greek Monotonic

ὁμόφωνος: -ον (φωνή),
I. αυτός που μιλάει την ίδια γλώσσα με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. αυτός που έχει τον ίδιο ήχο ή τον ίδιο τόνο, σε συνήχηση, σε ταυτοφωνία με, τινι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὁμό-φωνος, ον, φωνή
I. speaking the same language with others, c. dat., Hdt., Thuc., etc.
II. of the same sound or tone, in unison with, τινι Aesch.

English (Woodhouse)

speaking the same dialect as, speaking the same language as

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

eadem lingua utens, using the same language, 4.3.3, 4.41.2.