Οἰδίπους: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Oidipous
|Transliteration C=Oidipous
|Beta Code=&#42;oi)di/pous
|Beta Code=&#42;oi)di/pous
|Definition=[ῐ], ὁ, (οἰδέω, πούς) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Oedipus]], i. e. <b class="b2">the swollen-footed</b>. cf. <span class="bibl">E. <span class="title">Ph.</span>27</span> : gen. Οἰδίποδος <span class="bibl">Apollod.3.6.3</span> (but in Trag. always [[Οἰδίπου]], as if from [[Οἰδίπος]], which occurs in <span class="title">AP</span>7.429 (Alc.)) : acc. [[Οἰδίπουν]] Trag., later Οἰδίποδα Plu.2.193d, <span class="bibl">Paus.9.2.4</span>, etc. : voc. Οἰδίπου <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span> 405</span>, <span class="bibl"><span class="title">OC</span>557</span>, cf. <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>1.210</span> H., and Οἰδίπους <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>740</span>, al., Choerob. l.c. :—collat. form Οἰδιπόδης, ὁ, gen. Οἰδιπόδαο <span class="bibl">Il.23.679</span>, <span class="bibl">Od.11.271</span>, <span class="bibl">Hes. <span class="title">Op.</span>163</span> ; Dor. contr. Οἰδιπόδα <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.263</span>, and in lyr. passages of Trag., <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>725</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>496</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ant.</span>380</span> ; Ion. Οἰδιπόδεω <span class="bibl">Hdt.4.149</span> : acc. [[Οἰδιπόδαν]] in lyr., <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>752</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>222</span> : dat. Οἰδιπόδῃ <span class="bibl">Thebaïs 2</span> : voc. Οἰδιπόδα <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1195</span> (lyr.) :—Adj. Οἰδιπόδειος, α, ον, or ος, ον, [[of Oedipus]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>19</span>, <span class="bibl">Paus.9.18.5</span> (ubi vulg. <b class="b3">-ποδία</b>): [[Οἰδιπόδεια]] (vulg. <b class="b3">-ια</b>), τά, [[the tale of Oedipus]], <span class="bibl">Id.9.5.11</span> ; or <b class="b3">Οἰδιπόδεια, ἡ,</b> <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>628</span>, <span class="title">IG</span>14.1292ii 11, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1760</span>.</span>
|Definition=[ῐ], ὁ, ([[οἰδέω]], [[πούς]]) [[Oedipus]], i.e. [[the swollen-footed]]. cf. E. ''Ph.''27: gen. Οἰδίποδος Apollod.3.6.3 (but in Trag. always [[Οἰδίπου]], as if from [[Οἰδίπος]], which occurs in ''AP''7.429 (Alc.)): acc. [[Οἰδίπουν]] Trag., later Οἰδίποδα Plu.2.193d, Paus.9.2.4, etc.: voc. Οἰδίπου [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]'' 405, ''OC''557, cf. Choerob. ''in Theod.''1.210 H., and Οἰδίπους [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''740, al., Choerob. [[l.c.]]:—collat. form Οἰδιπόδης, ὁ, gen. Οἰδιπόδαο Il.23.679, Od.11.271, Hes. ''Op.''163; Dor. contr. Οἰδιπόδα Pi.''P.''4.263, and in lyr. passages of Trag., A.''Th.''725, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''496, ''Ant.''380; Ion. [[Οἰδιπόδεω]] [[Herodotus|Hdt.]]4.149: acc. [[Οἰδιπόδαν]] in lyr., A.''Th.''752, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''222: dat. Οἰδιπόδῃ Thebaïs 2: voc. Οἰδιπόδα [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1195 (lyr.):—Adj. Οἰδιπόδειος, α, ον, or ος, ον, [[of Oedipus]], Plu.''Sull.''19, Paus.9.18.5 (ubi vulg. -ποδία): [[Οἰδιπόδεια]] (vulg. -ια), τά, [[the tale of Oedipus]], Id.9.5.11; or <b class="b3">Οἰδιπόδεια, ἡ,</b> Arist.''Fr.''628, ''IG''14.1292ii 11, Sch.E.''Ph.''1760.
}}
{{bailly
|btext=Οἰδίποδος (ὁ) ; <i>voc.</i> [[Οἰδίπους]] <i>ou</i> Οἰδίπου, <i>dat.</i> Οἰδίποδι, <i>acc.</i> Οἰδίπουν <i>ou</i> Οἰδίποδα;<br />Œdipe, <i>fils de Laïos et de Jocaste</i>.<br />'''Étymologie:''' [[οἰδέω]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''Οἰδίπους:''' ποδος, эп. που, πόδᾱ, πόδᾱο, ион. πόδεω ὁ (acc. Οἰδίποδα и Οἰδίπουν, voc. [[Οἰδίπους]] и Οἰδίπου) Эдип (сын фиванского царя Лаия и Иокасты - у Hom. Эпикасты, - невольно убивший отца и женившийся на своей матери; отец Этеокла, Полиника, Антигоны и Исмены) Hom. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Οἰδίπους''': [ῐ]. ὁ, ([[οἰδέω]], ποὺς) ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἐξῳδηκότας, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 718, Εὐρ. Φοίν. 25. - γεν. Οἰδίποδος, (ἀλλὰ παρὰ τραγ. ἀείποτε Οἰδίπου, ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. Οἴδιπος, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 429), αἰτ. Οἰδίπουν, Τραγ., μεταγ. Οἰδίποδα Παυσ. 9. 2, 4, Πλούτ., κτλ· κλητ. [[Οἰδίπους]] (Οἰδίπου [[ὡσαύτως]] μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Χοιροβοσκοῦ καὶ ὑπάρχει ἔν τισι τῶν τραγ. χωρίων ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, [[οἷον]] Σοφ. Ο. Τ. 405, Ο. Κ. 557, ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] ἀπαιτεῖ αὐτὴν τὸ [[μέτρον]])· - ἰσοδύναμός τις [[τύπος]] Οἰδῐπόδης, ου, ὁ, [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ γεν. Οἰδιπόδαο· Δωρ. Οἰδιπόδα Πίνδ. καὶ ἐν λυρ. χωρίοις τῶν τραγ. Αἰσχύλ. Θήβ. 725, Σοφ. Ο. Τ. 495, Ἀντ. 380· Ἰων. Οἰδιπόδεω Ἡρόδ.· αἰτ. Οἰδιπόδαν ἐν δακτυλικοῖς, Αἰσχύλ. Θήβ. 752, Σοφ. Ο. Κ. 222· κλητ. Οἰδιπόδα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1195 Λυρ.· - ἐπίθ. Οἰδιπόδειος, α, ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Οἰδίπουν, Πλουτ. Σύλλ. 19, Παυσ. 9. 18, 5 ([[ἔνθα]] κοινῶς -πόδιος)· Οἰδιπόδεια (κοινῶς ῑα), τὰ, ὁ [[μῦθος]] τοῦ Οἰδίποδος, ὁ αὐτ. 9, 5, 11· ἢ Οἰδιπόδεια, ἡ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 585, Συλλ. Ἑπιγρ. 6129Β. 11, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1760.
|lstext='''Οἰδίπους''': [ῐ]. ὁ, ([[οἰδέω]], ποὺς) ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἐξῳδηκότας, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 718, Εὐρ. Φοίν. 25. - γεν. Οἰδίποδος, (ἀλλὰ παρὰ τραγ. ἀείποτε Οἰδίπου, ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. Οἴδιπος, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 429), αἰτ. Οἰδίπουν, Τραγ., μεταγ. Οἰδίποδα Παυσ. 9. 2, 4, Πλούτ., κτλ· κλητ. [[Οἰδίπους]] (Οἰδίπου [[ὡσαύτως]] μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Χοιροβοσκοῦ καὶ ὑπάρχει ἔν τισι τῶν τραγ. χωρίων ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, [[οἷον]] Σοφ. Ο. Τ. 405, Ο. Κ. 557, ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] ἀπαιτεῖ αὐτὴν τὸ [[μέτρον]])· - ἰσοδύναμός τις [[τύπος]] Οἰδῐπόδης, ου, ὁ, [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ γεν. Οἰδιπόδαο· Δωρ. Οἰδιπόδα Πίνδ. καὶ ἐν λυρ. χωρίοις τῶν τραγ. Αἰσχύλ. Θήβ. 725, Σοφ. Ο. Τ. 495, Ἀντ. 380· Ἰων. Οἰδιπόδεω Ἡρόδ.· αἰτ. Οἰδιπόδαν ἐν δακτυλικοῖς, Αἰσχύλ. Θήβ. 752, Σοφ. Ο. Κ. 222· κλητ. Οἰδιπόδα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1195 Λυρ.· - ἐπίθ. Οἰδιπόδειος, α, ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Οἰδίπουν, Πλουτ. Σύλλ. 19, Παυσ. 9. 18, 5 ([[ἔνθα]] κοινῶς -πόδιος)· Οἰδιπόδεια (κοινῶς ῑα), τὰ, ὁ [[μῦθος]] τοῦ Οἰδίποδος, ὁ αὐτ. 9, 5, 11· ἢ Οἰδιπόδεια, ἡ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 585, Συλλ. Ἑπιγρ. 6129Β. 11, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1760.
}}
{{bailly
|btext=Οἰδίποδος (ὁ) ; <i>voc.</i> [[Οἰδίπους]] <i>ou</i> Οἰδίπου, <i>dat.</i> Οἰδίποδι, <i>acc.</i> Οἰδίπουν <i>ou</i> Οἰδίποδα;<br />Œdipe, <i>fils de Laïos et de Jocaste</i>.<br />'''Étymologie:''' [[οἰδέω]], [[πούς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και Οιδίποδας, ο (Α [[Οἰδίπους]] και, παρλλ. τ., Οἰδιπόδης)<br />[[γιος]] του βασιλιά τών Θηβών Λαΐου και της Ιοκάστης, [[περιώνυμος]] [[γιατί]] παντρεύτηκε τη [[μητέρα]] του [[αφού]] σκότωσε τον [[πατέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύμφωνα με την [[παράδοση]], που αναφέρει ότι ο [[Οιδίπους]], [[μωρό]] [[ακόμα]] [[αφού]] τρυπήθηκε στα πόδια και φασκιώθηκε, εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε ακατοίκητη [[περιοχή]] για να πεθάνει, το ανθρωπωνύμιο [[Οιδίπους]] [[πρέπει]] να ανάγεται σε α' συνθετικό <i>οιδι</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>οἰδῶ</i> «[[είμαι]] πρησμένος» ([[κατά]] τον τ. του <i>κυδι</i>-<i>άνειρα</i>, <b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>eittar</i> «[[πύον]]») και β' συνθετικό τη λ. [[πούς]] «[[πόδι]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[οιδώ]])].
|mltxt=και Οιδίποδας, ο (Α [[Οἰδίπους]] και, παρλλ. τ., Οἰδιπόδης)<br />[[γιος]] του βασιλιά τών Θηβών Λαΐου και της Ιοκάστης, [[περιώνυμος]] [[γιατί]] παντρεύτηκε τη [[μητέρα]] του [[αφού]] σκότωσε τον [[πατέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Σύμφωνα με την [[παράδοση]], που αναφέρει ότι ο [[Οιδίπους]], [[μωρό]] [[ακόμα]] [[αφού]] τρυπήθηκε στα πόδια και φασκιώθηκε, εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε ακατοίκητη [[περιοχή]] για να πεθάνει, το ανθρωπωνύμιο [[Οιδίπους]] [[πρέπει]] να ανάγεται σε α' συνθετικό <i>οιδι</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>οἰδῶ</i> «[[είμαι]] πρησμένος» ([[κατά]] τον τ. του <i>κυδι</i>-<i>άνειρα</i>, <b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>eittar</i> «[[πύον]]») και β' συνθετικό τη λ. [[πούς]] «[[πόδι]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[οιδώ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Οἰδίπους:''' [ῐ], ὁ ([[οἰδέω]], [[πούς]]), ο Οιδίποδας, δηλ. αυτός που έχει πρησμένα πόδια (βλ. Σοφ. Ο.Τ. 718, Ευρ. Φοίν. 25)· γεν. <i>Οἰδίποδος</i>, [[αλλά]] στους Τραγ., <i>Οἰδίπου</i> (όπως αν προερχόταν από το <i>Οἴδιπος</i>), αιτ. <i>Οἰδίπουν</i>, κλητ. [[Οἰδίπους]].
|lsmtext='''Οἰδίπους:''' [ῐ], ὁ ([[οἰδέω]], [[πούς]]), ο Οιδίποδας, δηλ. αυτός που έχει πρησμένα πόδια (βλ. Σοφ. Ο.Τ. 718, Ευρ. Φοίν. 25)· γεν. <i>Οἰδίποδος</i>, [[αλλά]] στους Τραγ., <i>Οἰδίπου</i> (όπως αν προερχόταν από το <i>Οἴδιπος</i>), αιτ. <i>Οἰδίπουν</i>, κλητ. [[Οἰδίπους]].
}}
{{elru
|elrutext='''Οἰδίπους:''' ποδος, эп. που, πόδᾱ, πόδᾱο, ион. πόδεω ὁ (acc. Οἰδίποδα и Οἰδίπουν, voc. [[Οἰδίπους]] и Οἰδίπου) Эдип (сын фиванского царя Лаия и Иокасты - у Hom. Эпикасты, - невольно убивший отца и женившийся на своей матери; отец Этеокла, Полиника, Антигоны и Исмены) Hom. etc.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: king of Thebes, son of Laios, who unknowing married his mother Iocaste after he had killed his father.<br />Other forms: (<b class="b3">-πος</b> AP), <b class="b3">-που</b>, <b class="b3">-πουν</b> (Hdt., trag.), <b class="b3">-ποδος</b> (Apollod.), <b class="b3">-ποδα</b> (Plu.); besides after the patronymics as metr. variants of <b class="b3">&#42;Οἰδιπόδας</b>, <b class="b3">-ης</b>: gen. <b class="b3">-πόδαο</b>, <b class="b3">-πόδα</b>, acc. <b class="b3">-πόδαν</b> (ep. poet.), <b class="b3">-πόδεω</b> (Hdt.) etc.; see Schwyzer 582, Fraenkel Nom. ag. 2, 163 f., Sommer Nominalkomp. 38, Egli Heteroklisie 14 a. 17.<br />Derivatives: [[Οἰδιπόδεια]] f. [[the saga of Oidipus]] (Arist.; after <b class="b3">ἡ Όδύσσεια</b>), also <b class="b3">τὰ Οἰ-εια</b> <b class="b2">id.</b> (Paus.) from [[Οἰδιπόδειος]] adj. (Plu., Paus.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Prop. "with swollen foot", with regular change [[i]] : [[ro]] in <b class="b3">Οἰδι-</b> and IE <b class="b2">&#42;oid-ro-</b> in Germ., e.g. OHG [[eittar]], s. [[οἰδέω]]. Improbable on the meaning of the first element Schröder Gymnasium 63, 72 ff. (to OIcl. [[eista]] [[testicle]]); quite hypothetic Kretschmer Glotta 12, 59 f. (chthonic interpretation).
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: king of Thebes, son of Laios, who unknowing married his mother Iocaste after he had killed his father.<br />Other forms: (<b class="b3">-πος</b> AP), <b class="b3">-που</b>, <b class="b3">-πουν</b> (Hdt., trag.), <b class="b3">-ποδος</b> (Apollod.), <b class="b3">-ποδα</b> (Plu.); besides after the patronymics as metr. variants of <b class="b3">&#42;Οἰδιπόδας</b>, <b class="b3">-ης</b>: gen. <b class="b3">-πόδαο</b>, <b class="b3">-πόδα</b>, acc. <b class="b3">-πόδαν</b> (ep. poet.), <b class="b3">-πόδεω</b> (Hdt.) etc.; see Schwyzer 582, Fraenkel Nom. ag. 2, 163 f., Sommer Nominalkomp. 38, Egli Heteroklisie 14 a. 17.<br />Derivatives: [[Οἰδιπόδεια]] f. [[the saga of Oidipus]] (Arist.; after <b class="b3">ἡ Όδύσσεια</b>), also <b class="b3">τὰ Οἰ-εια</b> <b class="b2">id.</b> (Paus.) from [[Οἰδιπόδειος]] adj. (Plu., Paus.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Prop. "with swollen foot", with regular change [[i]]: [[ro]] in <b class="b3">Οἰδι-</b> and IE <b class="b2">&#42;oid-ro-</b> in Germ., e.g. OHG [[eittar]], s. [[οἰδέω]]. Improbable on the meaning of the first element Schröder Gymnasium 63, 72 ff. (to OIcl. [[eista]] [[testicle]]); quite hypothetic Kretschmer Glotta 12, 59 f. (chthonic interpretation).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''Οἰδίπους''': {Oidípous}<br />'''Forms''': (-πος ''AP''), -που, -πουν (Hdt., Trag.), -ποδος (Apollod.), -ποδα (Plu. u.a.); daneben nach den Patronymika als metr. Wechselformen von *Οἰδιπόδας, -ης : Gen. -πόδαο, -[[πόδα]], Akk. -πόδαν (ep. poet.), -πόδεω (Hdt.) usw.; näheres bei Schwyzer 582, Fraenkel Nom. ag. 2, 163 f., Sommer Nominalkomp. 38, Egli Heteroklisie 14 u. 17.<br />'''Derivative''': Davon Οἰδιπόδεια f. ‘Oidipus-Sage’ (Arist. u.a.; nach ἡ [[Ὀδύσσεια]]), auch τὰ Οἰεια [[ds]] (Paus.) von [[Οἰδιπόδειος]] Adj. (Plu., Paus.).<br />'''Etymology''' : Eig. "mit geschwollenem Fuß", [[Schwellfuß]] mit regelmäßigem Wechsel ''i'' : ''ro'' in Οἰδι- und idg. *''oid''-''ro''- in germ., z.B. ahd. ''eittar'', s. [[οἰδέω]]. Unwahrscheinlich über die Bed. des Vorderglieds Schröder Gymnasium 63, 72 ff. (zu aisl. ''eista'' [[Hode]]); ganz hypothetisch Kretschmer Glotta 12, 59 f. (chthonische Beziehung).<br />'''Page''' 2,358-359
|ftr='''Οἰδίπους''': {Oidípous}<br />'''Forms''': (-πος ''AP''), -που, -πουν (Hdt., Trag.), -ποδος (Apollod.), -ποδα (Plu. u.a.); daneben nach den Patronymika als metr. Wechselformen von *Οἰδιπόδας, -ης: Gen. -πόδαο, -[[πόδα]], Akk. -πόδαν (ep. poet.), -πόδεω (Hdt.) usw.; näheres bei Schwyzer 582, Fraenkel Nom. ag. 2, 163 f., Sommer Nominalkomp. 38, Egli Heteroklisie 14 u. 17.<br />'''Derivative''': Davon Οἰδιπόδεια f. ‘Oidipus-Sage’ (Arist. u.a.; nach ἡ [[Ὀδύσσεια]]), auch τὰ Οἰεια [[ds]] (Paus.) von [[Οἰδιπόδειος]] Adj. (Plu., Paus.).<br />'''Etymology''': Eig. "mit geschwollenem Fuß", [[Schwellfuß]] mit regelmäßigem Wechsel ''i'': ''ro'' in Οἰδι- und idg. *''oid''-''ro''- in germ., z.B. ahd. ''eittar'', s. [[οἰδέω]]. Unwahrscheinlich über die Bed. des Vorderglieds Schröder Gymnasium 63, 72 ff. (zu aisl. ''eista'' [[Hode]]); ganz hypothetisch Kretschmer Glotta 12, 59 f. (chthonische Beziehung).<br />'''Page''' 2,358-359
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Οἰδίπους Medium diacritics: Οἰδίπους Low diacritics: Οιδίπους Capitals: ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Transliteration A: Oidípous Transliteration B: Oidipous Transliteration C: Oidipous Beta Code: *oi)di/pous

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, (οἰδέω, πούς) Oedipus, i.e. the swollen-footed. cf. E. Ph.27: gen. Οἰδίποδος Apollod.3.6.3 (but in Trag. always Οἰδίπου, as if from Οἰδίπος, which occurs in AP7.429 (Alc.)): acc. Οἰδίπουν Trag., later Οἰδίποδα Plu.2.193d, Paus.9.2.4, etc.: voc. Οἰδίπου S.OT 405, OC557, cf. Choerob. in Theod.1.210 H., and Οἰδίπους S.OC740, al., Choerob. l.c.:—collat. form Οἰδιπόδης, ὁ, gen. Οἰδιπόδαο Il.23.679, Od.11.271, Hes. Op.163; Dor. contr. Οἰδιπόδα Pi.P.4.263, and in lyr. passages of Trag., A.Th.725, S.OT496, Ant.380; Ion. Οἰδιπόδεω Hdt.4.149: acc. Οἰδιπόδαν in lyr., A.Th.752, S.OC222: dat. Οἰδιπόδῃ Thebaïs 2: voc. Οἰδιπόδα S.OT1195 (lyr.):—Adj. Οἰδιπόδειος, α, ον, or ος, ον, of Oedipus, Plu.Sull.19, Paus.9.18.5 (ubi vulg. -ποδία): Οἰδιπόδεια (vulg. -ια), τά, the tale of Oedipus, Id.9.5.11; or Οἰδιπόδεια, ἡ, Arist.Fr.628, IG14.1292ii 11, Sch.E.Ph.1760.

French (Bailly abrégé)

Οἰδίποδος (ὁ) ; voc. Οἰδίπους ou Οἰδίπου, dat. Οἰδίποδι, acc. Οἰδίπουν ou Οἰδίποδα;
Œdipe, fils de Laïos et de Jocaste.
Étymologie: οἰδέω, πούς.

Russian (Dvoretsky)

Οἰδίπους: ποδος, эп. που, πόδᾱ, πόδᾱο, ион. πόδεω ὁ (acc. Οἰδίποδα и Οἰδίπουν, voc. Οἰδίπους и Οἰδίπου) Эдип (сын фиванского царя Лаия и Иокасты - у Hom. Эпикасты, - невольно убивший отца и женившийся на своей матери; отец Этеокла, Полиника, Антигоны и Исмены) Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Οἰδίπους: [ῐ]. ὁ, (οἰδέω, ποὺς) ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἐξῳδηκότας, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 718, Εὐρ. Φοίν. 25. - γεν. Οἰδίποδος, (ἀλλὰ παρὰ τραγ. ἀείποτε Οἰδίπου, ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. Οἴδιπος, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 429), αἰτ. Οἰδίπουν, Τραγ., μεταγ. Οἰδίποδα Παυσ. 9. 2, 4, Πλούτ., κτλ· κλητ. Οἰδίπους (Οἰδίπου ὡσαύτως μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Χοιροβοσκοῦ καὶ ὑπάρχει ἔν τισι τῶν τραγ. χωρίων ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, οἷον Σοφ. Ο. Τ. 405, Ο. Κ. 557, ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἀπαιτεῖ αὐτὴν τὸ μέτρον)· - ἰσοδύναμός τις τύπος Οἰδῐπόδης, ου, ὁ, εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ γεν. Οἰδιπόδαο· Δωρ. Οἰδιπόδα Πίνδ. καὶ ἐν λυρ. χωρίοις τῶν τραγ. Αἰσχύλ. Θήβ. 725, Σοφ. Ο. Τ. 495, Ἀντ. 380· Ἰων. Οἰδιπόδεω Ἡρόδ.· αἰτ. Οἰδιπόδαν ἐν δακτυλικοῖς, Αἰσχύλ. Θήβ. 752, Σοφ. Ο. Κ. 222· κλητ. Οἰδιπόδα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1195 Λυρ.· - ἐπίθ. Οἰδιπόδειος, α, ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Οἰδίπουν, Πλουτ. Σύλλ. 19, Παυσ. 9. 18, 5 (ἔνθα κοινῶς -πόδιος)· Οἰδιπόδεια (κοινῶς ῑα), τὰ, ὁ μῦθος τοῦ Οἰδίποδος, ὁ αὐτ. 9, 5, 11· ἢ Οἰδιπόδεια, ἡ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 585, Συλλ. Ἑπιγρ. 6129Β. 11, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1760.

Greek Monolingual

και Οιδίποδας, ο (Α Οἰδίπους και, παρλλ. τ., Οἰδιπόδης)
γιος του βασιλιά τών Θηβών Λαΐου και της Ιοκάστης, περιώνυμος γιατί παντρεύτηκε τη μητέρα του αφού σκότωσε τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Σύμφωνα με την παράδοση, που αναφέρει ότι ο Οιδίπους, μωρό ακόμα αφού τρυπήθηκε στα πόδια και φασκιώθηκε, εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε ακατοίκητη περιοχή για να πεθάνει, το ανθρωπωνύμιο Οιδίπους πρέπει να ανάγεται σε α' συνθετικό οιδι- < οἰδῶ «είμαι πρησμένος» (κατά τον τ. του κυδι-άνειρα, πρβλ. αρχ. άνω γερμ. eittar «πύον») και β' συνθετικό τη λ. πούς «πόδι» (βλ. και λ. οιδώ)].

Greek Monotonic

Οἰδίπους: [ῐ], ὁ (οἰδέω, πούς), ο Οιδίποδας, δηλ. αυτός που έχει πρησμένα πόδια (βλ. Σοφ. Ο.Τ. 718, Ευρ. Φοίν. 25)· γεν. Οἰδίποδος, αλλά στους Τραγ., Οἰδίπου (όπως αν προερχόταν από το Οἴδιπος), αιτ. Οἰδίπουν, κλητ. Οἰδίπους.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: king of Thebes, son of Laios, who unknowing married his mother Iocaste after he had killed his father.
Other forms: (-πος AP), -που, -πουν (Hdt., trag.), -ποδος (Apollod.), -ποδα (Plu.); besides after the patronymics as metr. variants of *Οἰδιπόδας, -ης: gen. -πόδαο, -πόδα, acc. -πόδαν (ep. poet.), -πόδεω (Hdt.) etc.; see Schwyzer 582, Fraenkel Nom. ag. 2, 163 f., Sommer Nominalkomp. 38, Egli Heteroklisie 14 a. 17.
Derivatives: Οἰδιπόδεια f. the saga of Oidipus (Arist.; after ἡ Όδύσσεια), also τὰ Οἰ-εια id. (Paus.) from Οἰδιπόδειος adj. (Plu., Paus.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "with swollen foot", with regular change i: ro in Οἰδι- and IE *oid-ro- in Germ., e.g. OHG eittar, s. οἰδέω. Improbable on the meaning of the first element Schröder Gymnasium 63, 72 ff. (to OIcl. eista testicle); quite hypothetic Kretschmer Glotta 12, 59 f. (chthonic interpretation).

Middle Liddell

Οἰ˘δί-πους, οἰδέω, πούς
Oedipus, i. e. the swollen footed (v. Soph. O. T. 718, Eur. Phoen. 25):—gen. Οἰδίποδος, but in Trag. Οἰδίπου (as if from Οἴδιποσ), acc. Οἰδίπουν: voc. Οἰδίπους.

Frisk Etymology German

Οἰδίπους: {Oidípous}
Forms: (-πος AP), -που, -πουν (Hdt., Trag.), -ποδος (Apollod.), -ποδα (Plu. u.a.); daneben nach den Patronymika als metr. Wechselformen von *Οἰδιπόδας, -ης: Gen. -πόδαο, -πόδα, Akk. -πόδαν (ep. poet.), -πόδεω (Hdt.) usw.; näheres bei Schwyzer 582, Fraenkel Nom. ag. 2, 163 f., Sommer Nominalkomp. 38, Egli Heteroklisie 14 u. 17.
Derivative: Davon Οἰδιπόδεια f. ‘Oidipus-Sage’ (Arist. u.a.; nach ἡ Ὀδύσσεια), auch τὰ Οἰεια ds (Paus.) von Οἰδιπόδειος Adj. (Plu., Paus.).
Etymology: Eig. "mit geschwollenem Fuß", Schwellfuß mit regelmäßigem Wechsel i: ro in Οἰδι- und idg. *oid-ro- in germ., z.B. ahd. eittar, s. οἰδέω. Unwahrscheinlich über die Bed. des Vorderglieds Schröder Gymnasium 63, 72 ff. (zu aisl. eista Hode); ganz hypothetisch Kretschmer Glotta 12, 59 f. (chthonische Beziehung).
Page 2,358-359