κόσμημα: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kosmima
|Transliteration C=kosmima
|Beta Code=ko/smhma
|Beta Code=ko/smhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ornament]], [[decoration]], esp. in dress, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.3.7</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>32</span>, etc.; τὰ πολέμου κ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>956</span> b; of [[adornments]] buried with the dead, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1024</span>.<span class="bibl"> iv 44</span> (iv A. D.): metaph., of the virtues, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Im.</span>11</span>.</span>
|Definition=κοσμήματος, τό, [[ornament]], [[decoration]], especially in [[dress]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.3.7, Luc.''Salt.''32, etc.; τὰ πολέμου κοσμήματα [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''956 b; of [[adornment]]s buried with the [[dead]], ''BGU''1024. iv 44 (iv A. D.): metaph., of the [[virtue]]s, Luc.''Im.''11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1491.png Seite 1491]] τό, das Geschmückte, der Schmuck; τὸ πολέμου Plat. Legg. XII, 956 a; Xen. Cyr. 7, 3, 7; Sp., wie Luc. somn. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1491.png Seite 1491]] τό, das [[Geschmückte]], der [[Schmuck]]; τὸ πολέμου Plat. Legg. XII, 956 a; Xen. Cyr. 7, 3, 7; Sp., wie Luc. somn. 10.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κόσμημα''': τὸ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «στολίδι», ἰδίως ἐνδυμασίας, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7, Λουκ., κτλ.· τὰ πολέμου κοσμήματα Πλάτ. Νόμ. 956Α· ἐπὶ τῶν ἀρετῶν, Λουκ. Εἰκόν. 11.
|btext=ατος (τό) :<br />[[parure]], [[ornement]].<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κόσμημα -ατος, τό [κοσμέω] [[versiersel]]; overdr.: εἰ μὴ κεκόσμηται τοῖς δικαίοις κοσμήμασι als zij (schoonheid) niet getooid is met de juiste geestelijke kwaliteiten Luc. 43.11.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br />parure, ornement.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
|elrutext='''κόσμημα:''' ατος τό [[украшение]] Xen., Luc.: τὰ πολέμου κοσμήματα Plat. воинские украшения.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑM [[κόσμημα]]) [[κοσμώ]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που χρησιμεύει για στολισμό, [[στόλισμα]], [[στολίδι]] (α. «έβαλε [[ενέχυρο]] τα κοσμήματα της μητέρας του» β. «γυναικεῑα κοσμήματα», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός για τον οποίο μπορεί να καυχιέται [[κάποιος]], [[καύχημα]], [[καμάρι]] («ο [[άνθρωπος]] αυτός [[είναι]] το [[κόσμημα]] του χωριού του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τυπογραφικό διακοσμητικό [[σχέδιο]] που υπάρχει στο [[κείμενο]] ή στο [[εξώφυλλο]] βιβλίου ή άλλου εντύπου<br /><b>2.</b> [[διακοσμητική]] [[λεπτομέρεια]] ζωγραφικού πίνακα<br /><b>3.</b> μουσικοί φθόγγοι που παρεμβάλλονται σε [[μελωδία]] για πλουτισμό της<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κοσμήματα οροφής»<br /><b>(πετρογρ.)</b> προεκτάσεις ενός πετρώματος [[μέσα]] σε μια μαγματική [[διείσδυση]] που βρίσκεται [[κάτω]] από αυτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κοσμήματα</i><br />τα πολεμικά εμβλήματα («βάμματα δὲ μή προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=το (ΑM [[κόσμημα]]) [[κοσμώ]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που χρησιμεύει για στολισμό, [[στόλισμα]], [[στολίδι]] (α. «έβαλε [[ενέχυρο]] τα κοσμήματα της μητέρας του» β. «γυναικεῖα κοσμήματα», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός για τον οποίο μπορεί να καυχιέται [[κάποιος]], [[καύχημα]], [[καμάρι]] («ο [[άνθρωπος]] αυτός [[είναι]] το [[κόσμημα]] του χωριού του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τυπογραφικό διακοσμητικό [[σχέδιο]] που υπάρχει στο [[κείμενο]] ή στο [[εξώφυλλο]] βιβλίου ή άλλου εντύπου<br /><b>2.</b> [[διακοσμητική]] [[λεπτομέρεια]] ζωγραφικού πίνακα<br /><b>3.</b> μουσικοί φθόγγοι που παρεμβάλλονται σε [[μελωδία]] για πλουτισμό της<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κοσμήματα οροφής»<br /><b>(πετρογρ.)</b> προεκτάσεις ενός πετρώματος [[μέσα]] σε μια μαγματική [[διείσδυση]] που βρίσκεται [[κάτω]] από αυτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κοσμήματα</i><br />τα πολεμικά εμβλήματα («βάμματα δὲ μή προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόσμημα:''' τό ([[κοσμέω]]), [[στολίδι]], [[διακόσμηση]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κόσμημα:''' τό ([[κοσμέω]]), [[στολίδι]], [[διακόσμηση]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόσμημα:''' ατος τό украшение Xen., Luc.: τὰ πολέμου κοσμήματα Plat. воинские украшения.
|lstext='''κόσμημα''': τὸ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «στολίδι», ἰδίως ἐνδυμασίας, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7, Λουκ., κτλ.· τὰ πολέμου κοσμήματα Πλάτ. Νόμ. 956Α· ἐπὶ τῶν ἀρετῶν, Λουκ. Εἰκόν. 11.
}}
{{elnl
|elnltext=κόσμημα -ατος, τό [κοσμέω] versiersel; overdr.: εἰ μὴ κεκόσμηται τοῖς δικαίοις κοσμήμασι als zij (schoonheid) niet getooid is met de juiste geestelijke kwaliteiten Luc. 43.11.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοσμέω]]<br />an [[ornament]], [[decoration]], Xen.
|mdlsjtxt=[[κοσμέω]]<br />an [[ornament]], [[decoration]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόσμημα Medium diacritics: κόσμημα Low diacritics: κόσμημα Capitals: ΚΟΣΜΗΜΑ
Transliteration A: kósmēma Transliteration B: kosmēma Transliteration C: kosmima Beta Code: ko/smhma

English (LSJ)

κοσμήματος, τό, ornament, decoration, especially in dress, X.Cyr.7.3.7, Luc.Salt.32, etc.; τὰ πολέμου κοσμήματα Pl.Lg.956 b; of adornments buried with the dead, BGU1024. iv 44 (iv A. D.): metaph., of the virtues, Luc.Im.11.

German (Pape)

[Seite 1491] τό, das Geschmückte, der Schmuck; τὸ πολέμου Plat. Legg. XII, 956 a; Xen. Cyr. 7, 3, 7; Sp., wie Luc. somn. 10.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
parure, ornement.
Étymologie: κοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόσμημα -ατος, τό [κοσμέω] versiersel; overdr.: εἰ μὴ κεκόσμηται τοῖς δικαίοις κοσμήμασι als zij (schoonheid) niet getooid is met de juiste geestelijke kwaliteiten Luc. 43.11.

Russian (Dvoretsky)

κόσμημα: ατος τό украшение Xen., Luc.: τὰ πολέμου κοσμήματα Plat. воинские украшения.

Greek Monolingual

το (ΑM κόσμημα) κοσμώ
1. καθετί που χρησιμεύει για στολισμό, στόλισμα, στολίδι (α. «έβαλε ενέχυρο τα κοσμήματα της μητέρας του» β. «γυναικεῖα κοσμήματα», Πολυδ.)
2. (για πρόσ.) αυτός για τον οποίο μπορεί να καυχιέται κάποιος, καύχημα, καμάρι («ο άνθρωπος αυτός είναι το κόσμημα του χωριού του»)
νεοελλ.
1. τυπογραφικό διακοσμητικό σχέδιο που υπάρχει στο κείμενο ή στο εξώφυλλο βιβλίου ή άλλου εντύπου
2. διακοσμητική λεπτομέρεια ζωγραφικού πίνακα
3. μουσικοί φθόγγοι που παρεμβάλλονται σε μελωδία για πλουτισμό της
4. φρ. «κοσμήματα οροφής»
(πετρογρ.) προεκτάσεις ενός πετρώματος μέσα σε μια μαγματική διείσδυση που βρίσκεται κάτω από αυτό
αρχ.
στον πληθ. τὰ κοσμήματα
τα πολεμικά εμβλήματα («βάμματα δὲ μή προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα», Πλάτ.).

Greek Monotonic

κόσμημα: τό (κοσμέω), στολίδι, διακόσμηση, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κόσμημα: τὸ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «στολίδι», ἰδίως ἐνδυμασίας, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7, Λουκ., κτλ.· τὰ πολέμου κοσμήματα Πλάτ. Νόμ. 956Α· ἐπὶ τῶν ἀρετῶν, Λουκ. Εἰκόν. 11.

Middle Liddell

κοσμέω
an ornament, decoration, Xen.