συρρέω: Difference between revisions

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrreo
|Transliteration C=syrreo
|Beta Code=surre/w
|Beta Code=surre/w
|Definition=fut. <b class="b3">-ρῠήσομαι</b> Theo Sm.<span class="bibl">p.124</span> H.: pf. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -ερρύηκα <span class="bibl">Isoc.8.44</span>: aor. Pass. -ερρύην <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.3.18</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>876a17</span>, <span class="bibl">888b11</span> (later aor. <b class="b3">-έρρευσα</b>, <span class="bibl">Alex.Trall.5.4</span>: pf. <b class="b3">-έρευκα</b> (v. infr. ''111'')):—[[flow together]] or [[into one stream]], εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι . . πάντες οἱ ποταμοί <span class="bibl">Pl. <span class="title">Phd.</span>11</span> <span class="bibl">2a</span>, cf. <span class="bibl">109b</span>, <span class="bibl">109c</span>; ὁ ὀπὸς συρρεῖ εἰς . . Dsc.4.170, cf. <span class="bibl">Sor.1.36</span>, al., Gal.6.66, al.: metaph. of men, [[flow]] or [[stream together]], συνέρρεον ἐς τὴν ἀγορήν <span class="bibl">Hdt.5.101</span>, cf. <span class="bibl">8.42</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.2.3</span>, <span class="title">HG</span>l.c., Isoc.l.c., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 708d</span>; and of money, <span class="bibl">Is.2.28</span>; of evils, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>13</span>; <b class="b3">εἰς [τὸ γῆρας] πάντα τὰ χαλεπὰ σ</b>. <span class="bibl">X.<span class="title">Ap.</span>8</span>; of pathological conditions, ἡνίκα συρρεῖ ὁπῶρος <span class="bibl">Cass.<span class="title">Pr.</span>57</span>; διασκορπίζειν τὸ συρρυέν Sever. ap. <span class="bibl">Aët.7.87</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[float along together with]], κατὰ ῥοῦν σ. τῷ ὕδατι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>86</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[fall into ruin]], λάκκος συνερευκὼς καὶ ὁ τροχὸς ὁμοίως συνερευκὼς ἐκ μέρους <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1475.16</span> (iii A.D.).</span>
|Definition=fut. συρρῠήσομαι Theo Sm.p.124 H.: pf.<br><span class="bld">A</span> συνερρύηκα Isoc.8.44: aor. Pass. συνερρύην X.''HG''2.3.18, Arist.''Pr.''876a17, 888b11 (later aor. <b class="b3">συνέρρευσα</b>, Alex.Trall.5.4: pf. <b class="b3">συνέρευκα</b> (v. infr. ''III'')):—[[flow together]] or [[flow into one stream]], εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι.. πάντες οἱ ποταμοί Pl. ''Phd.''11 2a, cf. 109b, 109c; ὁ ὀπὸς συρρεῖ εἰς.. Dsc.4.170, cf. Sor.1.36, al., Gal.6.66, al.: metaph. of men, [[flow together]] or [[stream together]], συνέρρεον ἐς τὴν ἀγορήν [[Herodotus|Hdt.]]5.101, cf. 8.42, X.''An.''5.2.3, ''HG''l.c., Isoc.l.c., [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 708d; and of money, Is.2.28; of evils, Plu.''Sull.''13; <b class="b3">εἰς [τὸ γῆρας] πάντα τὰ χαλεπὰ σ.</b> X.''Ap.''8; of pathological conditions, ἡνίκα συρρεῖ ὁπῶρος Cass.''Pr.''57; [[διασκορπίζειν]] τὸ συρρυέν Sever. ap. Aët.7.87.<br><span class="bld">II</span> [[float along together with]], κατὰ ῥοῦν σ. τῷ ὕδατι Luc.''Herm.''86.<br><span class="bld">III</span> [[fall into ruin]], [[λάκκος]] συνερευκὼς καὶ ὁ τροχὸς ὁμοίως συνερευκὼς ἐκ μέρους ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1475.16 (iii A.D.).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συρρέω''': μέλλ. –ρεύσομαι· πρκμ. -ερρύηκα· παθ. ἀόρ. –ερρύην, Ἀριστ. Προβλ. 4. 34., 8. 14· (παρὰ μεταγεν. –έρρευσα, Ἀλέξ. Τραλλ.). Ρέω [[ὁμοῦ]], ἓν [[ῥεῦμα]] [[σχηματίζω]], εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]] χύνομαι, εἰς τοῦτο τὸ [[χάσμα]] συρρέουσι... πάντες οἱ ποταμοὶ Πλάτ. Φαίδων 112Α, πρβλ. 109Β, C· ― μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, φέρομαι [[ὁμοῦ]] ὡς ἓν [[ῥεῦμα]], συνέρρεον εἰς τὴν ἀγορὴν Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. 8. 42, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· καὶ ἐπὶ χρημάτων, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 34· ἐπὶ νόσων, Πλουτ. Σύλλ. 13· πάντα τὰ χαλεπὰ σ. εἰς τὸ [[γῆρας]] Ξεν. Ἀπολ. 8, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 708D. ΙΙ. ῥέω [[ὁμοῦ]] μετά τινος, κατὰ ῥοῦν συρρέοντα τὰ ὕδατα Λουκ. Ἑρμότ. 86.
|btext=<i>f.</i> συρρυήσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> [[couler ensemble]], [[se déverser ensemble]] ; <i>p. anal.</i> affluer;<br /><b>2</b> couler avec, au gré de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ῥέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συρρέω, Att. ook ξυρρέω &#91;[[σύν]], [[ῥέω]]] Ion. imperf. 3 sing. συνέρρεε meestromen (met); met dat.. τῷ ὕδατι met het water Luc. 70.68. samenstromen, bij elkaar komen (van rivieren, ook overdr. van mensen, geld, zeemachten), met εἰς + acc., ἐπί + acc., πρός + acc. naar een plaats:. εἰς τοῦτο πάντες ξυνερρυήκεσαν allen waren naar die plek samengestroomd Xen. An. 5.2.3.
}}
{{pape
|ptext=([[ῥέω]]), <i>[[zusammenfließen]]</i>; εἰς τοῦτο τὸ [[χάσμα]] συρρέουσι πάντες οἱ ποταμοί, Plat. <i>Phaed</i>. 112a; εἰς ἃ ξυνερρυηκέναι τὸ [[ὕδωρ]], <i>ib</i>. 109b, und [[öfter]]; Pol. 10.48.4 und Sp.; auch übertragen, von einer großen [[Menschenmenge]], Her. 8.42; Plat. <i>Phaed</i>. 110e; Xen. <i>An</i>. 6.1.6 und [[öfter]]; auch von andern Dingen, συνερρυηκότες τόκοι, Isae. 2.28.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>f.</i> συρρυήσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> couler ensemble, se déverser ensemble ; <i>p. anal.</i> affluer;<br /><b>2</b> couler avec, au gré de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ῥέω]].
|elrutext='''συρρέω:''' (fut. συρρεύσομαι, pf. συνερρύηκα; aor. pass. συνερρύην)<br /><b class="num">1</b> [[стекаться]], [[вместе вливаться]] (εἰς τὸ [[χάσμα]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[стекаться]], [[сбегаться]], [[наплывать]] (ἐς τὴν ἀγορήν Her.; πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[скопляться]] (πάντα τὰ χαλεπὰ συρρεῖ εἰς τὸ [[γῆρας]] Xen.);<br /><b class="num">4</b> [[плыть вместе]] (κατὰ ῥοῦν τῷ ὕδατι Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ρέω]]<br /><b>1.</b> ρέω [[μαζί]] ή χύνομαι στο ίδιο [[μέρος]] («εἰς... τοῡ τὸ [[χάσμα]] συρρέουσί τε πάντες οἱ ποταμοί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[προστρέχω]] μαζικά, [[τρέχω]] [[εκεί]] που [[είναι]] και άλλοι συναθροισμένοι (α. «αυτή τη [[στιγμή]] οι διαδηλωτές συρρέουν στην [[πλατεία]]» β. «μὴ συρρυείησαν πρὸς αὐτὸν οἱ πολῑται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ενεστ.) <i>συρρέων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br /><b>ιατρ.</b> (για εξανθήματα) αυτά τών οποίων τα στοιχεία τείνουν να πλησιάσουν το ένα το [[άλλο]] και να συνενωθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> (για χρήματα, παθολογικές καταστάσεις, συμφορές) συναθροίζομαι («γήρᾳ, εἰς ὅ [[πάντα]] τὰ χαλεπὰ συρρεῑ», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[ρέω]]<br /><b>1.</b> ρέω [[μαζί]] ή χύνομαι στο ίδιο [[μέρος]] («εἰς... τοῦ τὸ [[χάσμα]] συρρέουσί τε πάντες οἱ ποταμοί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[προστρέχω]] μαζικά, [[τρέχω]] [[εκεί]] που [[είναι]] και άλλοι συναθροισμένοι (α. «αυτή τη [[στιγμή]] οι διαδηλωτές συρρέουν στην [[πλατεία]]» β. «μὴ συρρυείησαν πρὸς αὐτὸν οἱ πολῖται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ενεστ.) <i>συρρέων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br /><b>ιατρ.</b> (για εξανθήματα) αυτά τών οποίων τα στοιχεία τείνουν να πλησιάσουν το ένα το [[άλλο]] και να συνενωθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> (για χρήματα, παθολογικές καταστάσεις, συμφορές) συναθροίζομαι («γήρᾳ, εἰς ὅ [[πάντα]] τὰ χαλεπὰ συρρεῖ», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, παρακ. <i>-ερρύηκα</i>, Παθ. αόρ. βʹ <i>-ερρύην</i> (με Ενεργ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> ρέω μαζί ή [[σχηματίζω]] από κοινού ένα [[ρεύμα]], σε Πλάτ.· μεταφ. λέγεται για ανθρώπους, φέρομαι, άγομαι μαζί σαν ένα [[ρεύμα]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ρέω από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
|lsmtext='''συρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, παρακ. <i>-ερρύηκα</i>, Παθ. αόρ. βʹ <i>-ερρύην</i> (με Ενεργ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> ρέω μαζί ή [[σχηματίζω]] από κοινού ένα [[ρεύμα]], σε Πλάτ.· μεταφ. λέγεται για ανθρώπους, φέρομαι, άγομαι μαζί σαν ένα [[ρεύμα]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ρέω από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συρρέω:''' (fut. συρρεύσομαι, pf. συνερρύηκα; aor. pass. συνερρύην)<br /><b class="num">1)</b> стекаться, вместе вливаться (εἰς τὸ [[χάσμα]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. стекаться, сбегаться, наплывать (ἐς τὴν ἀγορήν Her.; πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> скопляться (πάντα τὰ χαλεπὰ συρρεῖ εἰς τὸ [[γῆρας]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> плыть вместе (κατὰ ῥοῦν τῷ ὕδατι Luc.).
|lstext='''συρρέω''': μέλλ. –ρεύσομαι· πρκμ. -ερρύηκα· παθ. ἀόρ. –ερρύην, Ἀριστ. Προβλ. 4. 34., 8. 14· (παρὰ μεταγεν. –έρρευσα, Ἀλέξ. Τραλλ.). Ρέω [[ὁμοῦ]], ἓν [[ῥεῦμα]] [[σχηματίζω]], εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]] χύνομαι, εἰς τοῦτο τὸ [[χάσμα]] συρρέουσι... πάντες οἱ ποταμοὶ Πλάτ. Φαίδων 112Α, πρβλ. 109Β, C· ― μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, φέρομαι [[ὁμοῦ]] ὡς ἓν [[ῥεῦμα]], συνέρρεον εἰς τὴν ἀγορὴν Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. 8. 42, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· καὶ ἐπὶ χρημάτων, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 34· ἐπὶ νόσων, Πλουτ. Σύλλ. 13· πάντα τὰ χαλεπὰ σ. εἰς τὸ [[γῆρας]] Ξεν. Ἀπολ. 8, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 708D. ΙΙ. ῥέω [[ὁμοῦ]] μετά τινος, κατὰ ῥοῦν συρρέοντα τὰ ὕδατα Λουκ. Ἑρμότ. 86.
}}
{{elnl
|elnltext=συρρέω, Att. ook ξυρρέω [σύν, ῥέω] Ion. imperf. 3 sing. συνέρρεε meestromen (met); met dat.. τῷ ὕδατι met het water Luc. 70.68. samenstromen, bij elkaar komen (van rivieren, ook overdr. van mensen, geld, zeemachten), met εἰς + acc., ἐπί + acc., πρός + acc. naar een plaats:. εἰς τοῦτο πάντες ξυνερρυήκεσαν allen waren naar die plek samengestroomd Xen. An. 5.2.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ρεύσομαι perf. -ερρύηκα aor2 [[pass]]. -ερρύην<br /><b class="num">I.</b> to [[flow]] [[together]] or in one [[stream]], Plat.:—metaph. of men, to [[flow]] or [[stream]] [[together]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[float]] [[together]] with, Luc.
|mdlsjtxt=fut. -ρεύσομαι perf. -ερρύηκα aor2 [[pass]]. -ερρύην<br /><b class="num">I.</b> to [[flow]] [[together]] or in one [[stream]], Plat.:—metaph. of men, to [[flow]] or [[stream]] [[together]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[float]] [[together]] with, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρρέω Medium diacritics: συρρέω Low diacritics: συρρέω Capitals: ΣΥΡΡΕΩ
Transliteration A: syrréō Transliteration B: syrreō Transliteration C: syrreo Beta Code: surre/w

English (LSJ)

fut. συρρῠήσομαι Theo Sm.p.124 H.: pf.
A συνερρύηκα Isoc.8.44: aor. Pass. συνερρύην X.HG2.3.18, Arist.Pr.876a17, 888b11 (later aor. συνέρρευσα, Alex.Trall.5.4: pf. συνέρευκα (v. infr. III)):—flow together or flow into one stream, εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι.. πάντες οἱ ποταμοί Pl. Phd.11 2a, cf. 109b, 109c; ὁ ὀπὸς συρρεῖ εἰς.. Dsc.4.170, cf. Sor.1.36, al., Gal.6.66, al.: metaph. of men, flow together or stream together, συνέρρεον ἐς τὴν ἀγορήν Hdt.5.101, cf. 8.42, X.An.5.2.3, HGl.c., Isoc.l.c., Pl.Lg. 708d; and of money, Is.2.28; of evils, Plu.Sull.13; εἰς [τὸ γῆρας] πάντα τὰ χαλεπὰ σ. X.Ap.8; of pathological conditions, ἡνίκα συρρεῖ ὁπῶρος Cass.Pr.57; διασκορπίζειν τὸ συρρυέν Sever. ap. Aët.7.87.
II float along together with, κατὰ ῥοῦν σ. τῷ ὕδατι Luc.Herm.86.
III fall into ruin, λάκκος συνερευκὼς καὶ ὁ τροχὸς ὁμοίως συνερευκὼς ἐκ μέρους POxy.1475.16 (iii A.D.).

French (Bailly abrégé)

f. συρρυήσομαι, etc.
1 couler ensemble, se déverser ensemble ; p. anal. affluer;
2 couler avec, au gré de, τινι.
Étymologie: σύν, ῥέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρρέω, Att. ook ξυρρέω [σύν, ῥέω] Ion. imperf. 3 sing. συνέρρεε meestromen (met); met dat.. τῷ ὕδατι met het water Luc. 70.68. samenstromen, bij elkaar komen (van rivieren, ook overdr. van mensen, geld, zeemachten), met εἰς + acc., ἐπί + acc., πρός + acc. naar een plaats:. εἰς τοῦτο πάντες ξυνερρυήκεσαν allen waren naar die plek samengestroomd Xen. An. 5.2.3.

German (Pape)

(ῥέω), zusammenfließen; εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι πάντες οἱ ποταμοί, Plat. Phaed. 112a; εἰς ἃ ξυνερρυηκέναι τὸ ὕδωρ, ib. 109b, und öfter; Pol. 10.48.4 und Sp.; auch übertragen, von einer großen Menschenmenge, Her. 8.42; Plat. Phaed. 110e; Xen. An. 6.1.6 und öfter; auch von andern Dingen, συνερρυηκότες τόκοι, Isae. 2.28.

Russian (Dvoretsky)

συρρέω: (fut. συρρεύσομαι, pf. συνερρύηκα; aor. pass. συνερρύην)
1 стекаться, вместе вливаться (εἰς τὸ χάσμα Plat.);
2 перен. стекаться, сбегаться, наплывать (ἐς τὴν ἀγορήν Her.; πρός τινα Plut.);
3 скопляться (πάντα τὰ χαλεπὰ συρρεῖ εἰς τὸ γῆρας Xen.);
4 плыть вместе (κατὰ ῥοῦν τῷ ὕδατι Luc.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ ρέω
1. ρέω μαζί ή χύνομαι στο ίδιο μέρος («εἰς... τοῦ τὸ χάσμα συρρέουσί τε πάντες οἱ ποταμοί», Πλάτ.)
2. (μτφ. για πλήθος ανθρώπων) προστρέχω μαζικά, τρέχω εκεί που είναι και άλλοι συναθροισμένοι (α. «αυτή τη στιγμή οι διαδηλωτές συρρέουν στην πλατεία» β. «μὴ συρρυείησαν πρὸς αὐτὸν οἱ πολῖται», Ξεν.)
νεοελλ.
(η μτχ. ενεστ.) συρρέων, -ουσα, -ον
ιατρ. (για εξανθήματα) αυτά τών οποίων τα στοιχεία τείνουν να πλησιάσουν το ένα το άλλο και να συνενωθούν
αρχ.
1. πέφτω κάτω μαζί ή συγχρόνως με κάποιον
2. (για χρήματα, παθολογικές καταστάσεις, συμφορές) συναθροίζομαι («γήρᾳ, εἰς ὅ πάντα τὰ χαλεπὰ συρρεῖ», Ξεν.).

Greek Monotonic

συρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, παρακ. -ερρύηκα, Παθ. αόρ. βʹ -ερρύην (με Ενεργ. σημασία
I. ρέω μαζί ή σχηματίζω από κοινού ένα ρεύμα, σε Πλάτ.· μεταφ. λέγεται για ανθρώπους, φέρομαι, άγομαι μαζί σαν ένα ρεύμα, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. ρέω από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συρρέω: μέλλ. –ρεύσομαι· πρκμ. -ερρύηκα· παθ. ἀόρ. –ερρύην, Ἀριστ. Προβλ. 4. 34., 8. 14· (παρὰ μεταγεν. –έρρευσα, Ἀλέξ. Τραλλ.). Ρέω ὁμοῦ, ἓν ῥεῦμα σχηματίζω, εἰς τὸ αὐτὸ μέρος χύνομαι, εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι... πάντες οἱ ποταμοὶ Πλάτ. Φαίδων 112Α, πρβλ. 109Β, C· ― μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, φέρομαι ὁμοῦ ὡς ἓν ῥεῦμα, συνέρρεον εἰς τὴν ἀγορὴν Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. 8. 42, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· καὶ ἐπὶ χρημάτων, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 34· ἐπὶ νόσων, Πλουτ. Σύλλ. 13· πάντα τὰ χαλεπὰ σ. εἰς τὸ γῆρας Ξεν. Ἀπολ. 8, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 708D. ΙΙ. ῥέω ὁμοῦ μετά τινος, κατὰ ῥοῦν συρρέοντα τὰ ὕδατα Λουκ. Ἑρμότ. 86.

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι perf. -ερρύηκα aor2 pass. -ερρύην
I. to flow together or in one stream, Plat.:—metaph. of men, to flow or stream together, Hdt., Xen.
II. to float together with, Luc.