μιμούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - ",," to ",")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ μιμοῦμαι, -έομαι) [[μίμος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] ή [[προσπαθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] που κάνει [[κάποιος]] [[άλλος]], [[παριστάνω]], [[απομιμούμαι]] (α. «ο [[παπαγάλος]] μιμείται τη [[φωνή]] τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ηθοποιό) υποδύομαι<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παίρνω]] κάποιον ως [[πρότυπο]], ως [[υπόδειγμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ομοιάζω]]<br /><b>2.</b> [[παρομοιάζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μιμοῦμαι τὴν χεῑρα τινος» — [[πλαστογραφώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζωγράφο, μουσικό ή ποιητή) [[αποδίδω]] πιστά («ἀκροώμενοι Ὁμήρου ἢ [[ἄλλου]] τινὸς τῶν τραγῳδιοποιῶν μιμουμένου τινὰ τῶν ἡρώων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) [[γίνομαι]] από κάποιον εντελώς όμοιος με [[κάτι]] («μεμιμημένον ἐς τὰ [[μάλιστα]] καὶ γραφῇ καὶ [[ἔργω]]», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=(ΑΜ [[μιμοῦμαι]], [[μιμέομαι]]) [[μίμος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] ή [[προσπαθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] που κάνει [[κάποιος]] [[άλλος]], [[παριστάνω]], [[απομιμούμαι]] (α. «ο [[παπαγάλος]] μιμείται τη [[φωνή]] τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ηθοποιό) υποδύομαι<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παίρνω]] κάποιον ως [[πρότυπο]], ως [[υπόδειγμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ομοιάζω]]<br /><b>2.</b> [[παρομοιάζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μιμοῦμαι τὴν χεῖρα τινος» — [[πλαστογραφώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζωγράφο, μουσικό ή ποιητή) [[αποδίδω]] πιστά («ἀκροώμενοι Ὁμήρου ἢ [[ἄλλου]] τινὸς τῶν τραγῳδιοποιῶν μιμουμένου τινὰ τῶν ἡρώων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) [[γίνομαι]] από κάποιον εντελώς όμοιος με [[κάτι]] («μεμιμημένον ἐς τὰ [[μάλιστα]] καὶ γραφῇ καὶ [[ἔργω]]», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[μῖμος]] πού παράγεται ἀπό ρίζα ιμ = σιμ (Λατιν. [[imitor]], [[similis]], =[[ὅμοιος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μίμημα]], [[μίμησις]], [[μιμητέος]], [[μιμητέον]], [[μιμητής]], [[μιμητικός]], [[μιμητός]], [[μιμικός]], [[ἀμίμητος]], [[εὐμίμητος]], [[μιμηλός]] (=[[μιμητικός]]).
}}
{{trml
|trtx====[[imitate]]===
Arabic Egyptian Arabic: قلد‎; Armenian: ընդօրինակել; Asturian: imitar; Belarusian: пераймаць, імітаваць; Bulgarian: подражавам, имитирам or; Catalan: imitar; Chinese Mandarin: 模擬/模拟; Czech: napodobit; Dutch: [[nabootsen]], [[imiteren]]; Estonian: matkima; Finnish: matkia; French: [[imiter]]; Galician: imitar, arremedar; German: [[imitieren]]; Greek: [[μιμούμαι]]; Ancient Greek: [[ἀναμιμέομαι]], [[ἀναμιμοῦμαι]], [[ἀποτυπόω]], [[ἀποτυπῶ]], [[ἐγχαράσσω]], [[ἐκμάσσω]], [[ἐκμάττω]], [[ἐκμιμέομαι]], [[ἐκμιμοῦμαι]], [[ἐπέρχομαι]], [[ζηλοτυπέω]], [[ζηλοτυπῶ]], [[κατακολουθέω]], [[κατακολουθῶ]], [[μιμέομαι]], [[μιμηλάζω]], [[μιμοῦμαι]], [[παραγράφω]], [[παραμιμέομαι]], [[παραμιμοῦμαι]], [[παραξέω]], [[παραξῶ]], [[ὑποκορίζομαι]], [[ὑποκουρίζομαι]], [[ὑποκρινέομαι]], [[ὑποκρίνομαι]]; Hungarian: utánoz, imitál; Italian: [[imitare]]; Japanese: 倣う, 真似る, 模倣する; Khmer: ត្រាប់, ធ្វើត្រាប់តាម; Korean: 흉내내다, 본뜨다; Latin: [[imitor]]; Malay: tiru; Maore Comorian: utiba; Maori: whakatau; Old English: onhyrian; Polish: naśladować, udawać, imitować; Portuguese: [[imitar]]; Russian: [[подражать]], [[имитировать]]; Slovene: oponašati, posnemati, imitirati; Spanish: [[imitar]]; Swahili: iga; Swedish: imitera, imitera, härma; Telugu: అనుకరించు; Thai: เลียน, เลียนแบบ; Turkish: taklit etmek, öykünmek, örnek almak,(to follow as a model); Ukrainian: удавати, наслі́дувати, імітувати; Venetian: recavar; Vietnamese: nhái, bắt chước, theo đòi
}}
}}

Latest revision as of 20:29, 17 October 2024

Greek Monolingual

(ΑΜ μιμοῦμαι, μιμέομαι) μίμος
1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.)
2. (για ηθοποιό) υποδύομαι
νεοελλ.-μσν.
παίρνω κάποιον ως πρότυπο, ως υπόδειγμα
μσν.
1. ομοιάζω
2. παρομοιάζω
3. φρ. «μιμοῦμαι τὴν χεῖρα τινος» — πλαστογραφώ
αρχ.
1. (για ζωγράφο, μουσικό ή ποιητή) αποδίδω πιστά («ἀκροώμενοι Ὁμήρου ἢ ἄλλου τινὸς τῶν τραγῳδιοποιῶν μιμουμένου τινὰ τῶν ἡρώων», Πλάτ.)
2. (με παθ. σημ.) γίνομαι από κάποιον εντελώς όμοιος με κάτι («μεμιμημένον ἐς τὰ μάλιστα καὶ γραφῇ καὶ ἔργω», Ηρόδ.).

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό μῖμος πού παράγεται ἀπό ρίζα ιμ = σιμ (Λατιν. imitor, similis, =ὅμοιος).
Παράγωγα: μίμημα, μίμησις, μιμητέος, μιμητέον, μιμητής, μιμητικός, μιμητός, μιμικός, ἀμίμητος, εὐμίμητος, μιμηλός (=μιμητικός).

Translations

imitate

Arabic Egyptian Arabic: قلد‎; Armenian: ընդօրինակել; Asturian: imitar; Belarusian: пераймаць, імітаваць; Bulgarian: подражавам, имитирам or; Catalan: imitar; Chinese Mandarin: 模擬/模拟; Czech: napodobit; Dutch: nabootsen, imiteren; Estonian: matkima; Finnish: matkia; French: imiter; Galician: imitar, arremedar; German: imitieren; Greek: μιμούμαι; Ancient Greek: ἀναμιμέομαι, ἀναμιμοῦμαι, ἀποτυπόω, ἀποτυπῶ, ἐγχαράσσω, ἐκμάσσω, ἐκμάττω, ἐκμιμέομαι, ἐκμιμοῦμαι, ἐπέρχομαι, ζηλοτυπέω, ζηλοτυπῶ, κατακολουθέω, κατακολουθῶ, μιμέομαι, μιμηλάζω, μιμοῦμαι, παραγράφω, παραμιμέομαι, παραμιμοῦμαι, παραξέω, παραξῶ, ὑποκορίζομαι, ὑποκουρίζομαι, ὑποκρινέομαι, ὑποκρίνομαι; Hungarian: utánoz, imitál; Italian: imitare; Japanese: 倣う, 真似る, 模倣する; Khmer: ត្រាប់, ធ្វើត្រាប់តាម; Korean: 흉내내다, 본뜨다; Latin: imitor; Malay: tiru; Maore Comorian: utiba; Maori: whakatau; Old English: onhyrian; Polish: naśladować, udawać, imitować; Portuguese: imitar; Russian: подражать, имитировать; Slovene: oponašati, posnemati, imitirati; Spanish: imitar; Swahili: iga; Swedish: imitera, imitera, härma; Telugu: అనుకరించు; Thai: เลียน, เลียนแบบ; Turkish: taklit etmek, öykünmek, örnek almak,(to follow as a model); Ukrainian: удавати, наслі́дувати, імітувати; Venetian: recavar; Vietnamese: nhái, bắt chước, theo đòi