Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυρώνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι")
m (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πυρῶ, -όω, ΝΜΑ [[πῡρ]]<br /><b>1.</b> [[πυρακτώνω]]<br /><b>2.</b> [[ζεσταίνω]], [[θερμαίνω]] [[κάτι]] στη [[φωτιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για [[πράγμα]]) πυρακτώνομαι («πύρωσε το [[σίδερο]]»)<br />β) (για πρόσ. και [[πράγμα]]) ζεσταίνομαι πολύ, [[κορώνω]] («καθόμουν πολύ ώρα [[δίπλα]] στο [[τζάκι]] και πύρωσα»)<br />γ) <b>μτφ.</b> ερεθίζομαι, διεγείρομαι, εξάπτομαι («μην του πολυμιλάς, [[γιατί]] πυρώνει εύκολα»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] το κόκκινο [[χρώμα]] της φωτιάς, [[κάνω]] [[κάτι]] να φαίνεται κόκκινο σαν τη [[φωτιά]] («κι [[ακόμα]] ο [[ήλιος]] πύρωνε τα [[θάμνα]], βασιλεύοντας», Αγγ. Σικελ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανάβω]] κάποιον με [[κάτι]] («[[ἔρως]], σὺ δ' [[εὐθέως]] με πύρωσον», Ανακρεοντ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακαίω]] [[κάτι]] με [[φωτιά]], [[πυρπολώ]] («πρὶν ἤ ἕλω τε καὶ πυρώσω τὰς Ἀθήνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]] [[κάτι]] σε έμπυρη [[θυσία]]<br /><b>3.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) [[καίω]] [[κάτι]] σε [[πυρά]]<br /><b>4.</b> [[ανάβω]] [[φωτιά]] («τοδὶ δὲ τῷ φλόγᾳ ποιεῑν καὶ πυροῡν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[φωτιά]]<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ψήνω]]<br /><b>7.</b> [[λειώνω]], [[διαλύω]] («πυροῡν ἀργυρώματα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[καπνίζω]], [[θυμιάζω]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[εξαγνίζω]] με [[φωτιά]]<br /><b>10.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμασία]] με [[φωτιά]] («πειρασμούς, καθ' οὕς... πυρωθέντες... ἐδοκιμάσθησαν», Μεθοδ.)<br /><b>11.</b> <b>παθ.</b> <i>πυροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[παίρνω]] [[φωτιά]], [[ανάβω]]<br />β) καυτηριάζομαι, απολυμαίνομαι («ἡ μὲν οὖν φλὲψ δύναται πυροῦσθαι, νεῡρον δὲ πᾱν φθείρεται πυρωθέν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) (για χρυσό) δοκιμάζομαι με [[φωτιά]] («[[χρυσίον]] πεπυρωμένον ἐκ [[πυρός]]», ΚΔ.)<br />δ) προσβάλλομαι από [[φωτιά]], [[υφίσταμαι]] [[πυράκτωση]]<br />ε) <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[δεκτός]], εγκρίνομαι («τὰ [[λόγια]] κυρίου πεπυρωμένα», ΠΔ)<br />στ) <b>ιατρ.</b> προσβάλλομαι από [[καρδιαλγία]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «πυροῡν τὴν γεῡσιν [ή τὴν γλῶσσαν]» — το να παρέχει [[κάτι]] [[αίσθημα]] θερμότητας στη [[γεύση]] ή στη [[γλώσσα]].
|mltxt=[[πυρῶ]], [[πυρόω]], ΝΜΑ [[πῡρ]]<br /><b>1.</b> [[πυρακτώνω]]<br /><b>2.</b> [[ζεσταίνω]], [[θερμαίνω]] [[κάτι]] στη [[φωτιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για [[πράγμα]]) πυρακτώνομαι («πύρωσε το [[σίδερο]]»)<br />β) (για πρόσ. και [[πράγμα]]) ζεσταίνομαι πολύ, [[κορώνω]] («καθόμουν πολύ ώρα [[δίπλα]] στο [[τζάκι]] και πύρωσα»)<br />γ) <b>μτφ.</b> ερεθίζομαι, διεγείρομαι, εξάπτομαι («μην του πολυμιλάς, [[γιατί]] πυρώνει εύκολα»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] το κόκκινο [[χρώμα]] της φωτιάς, [[κάνω]] [[κάτι]] να φαίνεται κόκκινο σαν τη [[φωτιά]] («κι [[ακόμα]] ο [[ήλιος]] πύρωνε τα [[θάμνα]], βασιλεύοντας», Αγγ. Σικελ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανάβω]] κάποιον με [[κάτι]] («[[ἔρως]], σὺ δ' [[εὐθέως]] με πύρωσον», Ανακρεοντ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακαίω]] [[κάτι]] με [[φωτιά]], [[πυρπολώ]] («πρὶν ἤ ἕλω τε καὶ πυρώσω τὰς Ἀθήνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]] [[κάτι]] σε έμπυρη [[θυσία]]<br /><b>3.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) [[καίω]] [[κάτι]] σε [[πυρά]]<br /><b>4.</b> [[ανάβω]] [[φωτιά]] («τοδὶ δὲ τῷ φλόγᾳ ποιεῖν καὶ πυροῦν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[φωτιά]]<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ψήνω]]<br /><b>7.</b> [[λειώνω]], [[διαλύω]] («πυροῦν ἀργυρώματα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[καπνίζω]], [[θυμιάζω]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[εξαγνίζω]] με [[φωτιά]]<br /><b>10.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμασία]] με [[φωτιά]] («πειρασμούς, καθ' οὕς... πυρωθέντες... ἐδοκιμάσθησαν», Μεθοδ.)<br /><b>11.</b> <b>παθ.</b> <i>πυροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[παίρνω]] [[φωτιά]], [[ανάβω]]<br />β) καυτηριάζομαι, απολυμαίνομαι («ἡ μὲν οὖν φλὲψ δύναται πυροῦσθαι, νεῦρον δὲ πᾶν φθείρεται πυρωθέν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) (για χρυσό) δοκιμάζομαι με [[φωτιά]] («[[χρυσίον]] πεπυρωμένον ἐκ [[πυρός]]», ΚΔ.)<br />δ) προσβάλλομαι από [[φωτιά]], [[υφίσταμαι]] [[πυράκτωση]]<br />ε) <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[δεκτός]], εγκρίνομαι («τὰ [[λόγια]] κυρίου πεπυρωμένα», ΠΔ)<br />στ) <b>ιατρ.</b> προσβάλλομαι από [[καρδιαλγία]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «πυροῦν τὴν γεῡσιν [ή τὴν γλῶσσαν]» — το να παρέχει [[κάτι]] [[αίσθημα]] θερμότητας στη [[γεύση]] ή στη [[γλώσσα]].
}}
}}

Latest revision as of 19:20, 6 August 2022

Greek Monolingual

πυρῶ, πυρόω, ΝΜΑ πῡρ
1. πυρακτώνω
2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά
νεοελλ.
1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο»)
β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα»)
γ) μτφ. ερεθίζομαι, διεγείρομαι, εξάπτομαι («μην του πολυμιλάς, γιατί πυρώνει εύκολα»)
2. μτφ. δίνω σε κάτι το κόκκινο χρώμα της φωτιάς, κάνω κάτι να φαίνεται κόκκινο σαν τη φωτιά («κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας», Αγγ. Σικελ.)
μσν.-αρχ.
μτφ. ανάβω κάποιον με κάτιἔρως, σὺ δ' εὐθέως με πύρωσον», Ανακρεοντ.)
αρχ.
1. κατακαίω κάτι με φωτιά, πυρπολώ («πρὶν ἤ ἕλω τε καὶ πυρώσω τὰς Ἀθήνας», Ηρόδ.)
2. καίω κάτι σε έμπυρη θυσία
3. (το ενεργ. και το μέσ.) καίω κάτι σε πυρά
4. ανάβω φωτιά («τοδὶ δὲ τῷ φλόγᾳ ποιεῖν καὶ πυροῦν», Αριστοτ.)
5. χρησιμοποιώ φωτιά
6. (κατ' επέκτ.) ψήνω
7. λειώνω, διαλύω («πυροῦν ἀργυρώματα», επιγρ.)
8. καπνίζω, θυμιάζω κάτι
9. εξαγνίζω με φωτιά
10. υποβάλλω σε δοκιμασία με φωτιά («πειρασμούς, καθ' οὕς... πυρωθέντες... ἐδοκιμάσθησαν», Μεθοδ.)
11. παθ. πυροῦμαι, -όομαι
α) παίρνω φωτιά, ανάβω
β) καυτηριάζομαι, απολυμαίνομαι («ἡ μὲν οὖν φλὲψ δύναται πυροῦσθαι, νεῦρον δὲ πᾶν φθείρεται πυρωθέν», Αριστοτ.)
γ) (για χρυσό) δοκιμάζομαι με φωτιάχρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρός», ΚΔ.)
δ) προσβάλλομαι από φωτιά, υφίσταμαι πυράκτωση
ε) μτφ. γίνομαι δεκτός, εγκρίνομαι («τὰ λόγια κυρίου πεπυρωμένα», ΠΔ)
στ) ιατρ. προσβάλλομαι από καρδιαλγία
12. φρ. «πυροῦν τὴν γεῡσιν [ή τὴν γλῶσσαν]» — το να παρέχει κάτι αίσθημα θερμότητας στη γεύση ή στη γλώσσα.