οδοποιώ: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁδοποιῶ, -έω (Α) [[οδοποιός]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ρεύμα]]) [[ανοίγω]] δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ [[ὕδωρ]] τά τε [[χωρί]]' ἐλυμήνατο καὶ μᾶλλον ὡδοποίει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>ὁδοποιοῦμαι</i> -<i>έομαι</i><br />(για οδό) καθίσταμαι [[κατάλληλος]] για [[χρήση]] ή για [[διάβαση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[τακτοποιώ]], [[διορθώνω]]<br /><b>6.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[οδηγός]] κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν | |mltxt=ὁδοποιῶ, -έω (Α) [[οδοποιός]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ρεύμα]]) [[ανοίγω]] δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ [[ὕδωρ]] τά τε [[χωρί]]' ἐλυμήνατο καὶ μᾶλλον ὡδοποίει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>ὁδοποιοῦμαι</i> -<i>έομαι</i><br />(για οδό) καθίσταμαι [[κατάλληλος]] για [[χρήση]] ή για [[διάβαση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[τακτοποιώ]], [[διορθώνω]]<br /><b>6.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[οδηγός]] κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῖς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> (το μέσ.) (για στρατό) [[ανοίγω]] δρόμο για να περάσω. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:29, 28 March 2021
Greek Monolingual
ὁδοποιῶ, -έω (Α) οδοποιός
1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.)
2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.)
3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε χωρί' ἐλυμήνατο καὶ μᾶλλον ὡδοποίει», Δημοσθ.)
4. (το παθ.) ὁδοποιοῦμαι -έομαι
(για οδό) καθίσταμαι κατάλληλος για χρήση ή για διάβαση
5. μτφ. τακτοποιώ, διορθώνω
6. χρησιμεύω ως οδηγός κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῖς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», Ξεν.)
7. (το μέσ.) (για στρατό) ανοίγω δρόμο για να περάσω.