Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζωογόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(CSV import)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=zwogo/nos
|Beta Code=zwogo/nos
|Definition=ον, [[producing animals]], [[generative]], Aret. ''SD'' 2.5, Orph. ''H.'' 38.3; name of Apollo, ''AP'' 9.525.7; [[producing life]], Procl. ''Inst.'' 155; [[θεός]] Jul. ''Or.'' 5.175c, Dam. ''Pr.'' 267; [[ῥοίζημα]] ''ib.'' 282; [[ῥαθάμιγγες]] Procl. ''H.'' 1.10.
|Definition=ον, [[producing animals]], [[generative]], Aret. ''SD'' 2.5, Orph. ''H.'' 38.3; name of Apollo, ''AP'' 9.525.7; [[producing life]], Procl. ''Inst.'' 155; [[θεός]] Jul. ''Or.'' 5.175c, Dam. ''Pr.'' 267; [[ῥοίζημα]] ''ib.'' 282; [[ῥαθάμιγγες]] Procl. ''H.'' 1.10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui donne la vie ; fécond.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωογόνος''': -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[σπέρμα]] Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· [[ὄνομα]] τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ [[ἑπτά]], [[διότι]] [[συχνάκις]] βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ [[φέρω]] ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93.
|lstext='''ζωογόνος''': -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[σπέρμα]] Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· [[ὄνομα]] τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ [[ἑπτά]], [[διότι]] [[συχνάκις]] βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ [[φέρω]] ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui donne la vie ; fécond.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM [[ζωογόνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, [[δημιουργός]] ζωής, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[ζωοποιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει ζωή (α. «[[ζωογόνος]] [[αέρας]]», Βάρν.<br />β. «[[ζωογόνος]] [[θεός]]», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, [[εμψυχωτής]] («[[ζωογόνος]] [[πίστις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>τεκνο</i>-[[γόνος]], <i>τερατο</i>-[[γόνος]].
|mltxt=(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM [[ζωογόνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, [[δημιουργός]] ζωής, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[ζωοποιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει ζωή (α. «[[ζωογόνος]] [[αέρας]]», Βάρν.<br />β. «[[ζωογόνος]] [[θεός]]», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, [[εμψυχωτής]] («[[ζωογόνος]] [[πίστις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[τεκνογόνος]], [[τερατογόνος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=2 [ζωή]<br />[[life]]-[[bringing]], Anth.
|mdlsjtxt=2 [ζωή]<br />[[life]]-[[bringing]], Anth.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[γόνιμος]]). Ἀπό τό [[ζωή]] + [[γενέσθαι]] τοῦ [[γίγνομαι]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[γίγνομαι]] καί στή λέξη [[ζωή]].
}}
}}

Latest revision as of 15:40, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωογόνος Medium diacritics: ζωογόνος Low diacritics: ζωογόνος Capitals: ΖΩΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: zōogónos Transliteration B: zōogonos Transliteration C: zoogonos Beta Code: zwogo/nos

English (LSJ)

ον, producing animals, generative, Aret. SD 2.5, Orph. H. 38.3; name of Apollo, AP 9.525.7; producing life, Procl. Inst. 155; θεός Jul. Or. 5.175c, Dam. Pr. 267; ῥοίζημα ib. 282; ῥαθάμιγγες Procl. H. 1.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne la vie ; fécond.
Étymologie: ζωός, γίγνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ζωογόνος: -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, παραγωγικός, γόνιμος, σπέρμα Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά, διότι συχνάκις βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ φέρω ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93.

Greek Monolingual

(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM ζωογόνος, -ον)
1. αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, δημιουργός ζωής, παραγωγικός, γόνιμος, ζωοποιός
2. αυτός που παρέχει ζωή (α. «ζωογόνος αέρας», Βάρν.
β. «ζωογόνος θεός», Ιουλ.)
3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, εμψυχωτήςζωογόνος πίστις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. τεκνογόνος, τερατογόνος.

Middle Liddell

2 [ζωή]
life-bringing, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=γόνιμος). Ἀπό τό ζωή + γενέσθαι τοῦ γίγνομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα γίγνομαι καί στή λέξη ζωή.