Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταδήμιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metadimios
|Transliteration C=metadimios
|Beta Code=metadh/mios
|Beta Code=metadh/mios
|Definition=ον, (δῆμος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in the midst of]] or [[among the people]], <b class="b3">μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη</b> no harm be [[among the people]], <span class="bibl">Od.13.46</span>; [[in the country]], οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μ. <span class="bibl">8.293</span>; <b class="b3">οἶνος μ</b>., = [[ἐπιχώριος]], <span class="bibl">D.P. 744</span>.</span>
|Definition=μεταδήμιον, ([[δῆμος]]) [[in the midst of people]] or [[among the people]], <b class="b3">μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη</b> no [[harm]] be [[among the people]], Od.13.46; [[in the country]], οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος 8.293; [[οἶνος]] μεταδήμιος  = [[ἐπιχώριος]], D.P. 744.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] mitten im Volke; daheim, zu Hause, Od. 8, 293 οὐ γὰρ ἔθ' [[Ἥφαιστος]] [[μεταδήμιος]], [[ἀλλά]] που [[ἤδη]] οἴχεται; allgemein, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη, nichts Böses unter dem Volke, welches das Volk trifft, 13, 46; – [[οἶνος]], einheimisch, D. Per. 744.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] mitten im Volke; daheim, zu Hause, Od. 8, 293 οὐ γὰρ ἔθ' [[Ἥφαιστος]] [[μεταδήμιος]], [[ἀλλά]] που [[ἤδη]] οἴχεται; allgemein, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη, nichts Böses unter dem Volke, welches das Volk trifft, 13, 46; – [[οἶνος]], einheimisch, D. Per. 744.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui existe parmi le peuple]] <i>ou</i> [[qui se répand parmi le peuple]];<br /><b>2</b> [[qui est dans le pays]] <i>ou</i> [[qui est du pays]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δῆμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδήμιος:'''<br /><b class="num">1</b> [[находящийся среди людей]] (своих), т. е. [[дома]]: οὐ γὰρ ἔθ᾽ [[Ἣφαιστος]] μ. Hom. Гефеста нет еще дома;<br /><b class="num">2</b> [[постигающий народные массы]], [[народный]] ([[κακόν]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταδήμιος''': -ον, ([[δῆμος]]) ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δήμου, μεταξὺ τοῦ λαοῦ (ὡς τὸ [[δήμιος]], [[ἐνδήμιος]]), [[μήτι]] κακὸν μεταδήμιον εἴη, νὰ μὴ ἐπέλθῃ κακόν τι εἰς τὸν δῆμον, Ὀδ. Ν. 46· οὐ γὰρ ἔθ’ [[Ἥφαιστος]] [[μεταδήμιος]], δὲν ἐπιδημεῖ, δηλ. δὲν [[εἶναι]] [[ἐνταῦθα]], Θ. 293· [[οἶνος]] μ., = [[ἐπιχώριος]], Διον. Περιηγ. 774. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεταδήμιος]]· [[ἔνδημος]]. [[τιμητικός]]».
|lstext='''μεταδήμιος''': -ον, ([[δῆμος]]) ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δήμου, μεταξὺ τοῦ λαοῦ (ὡς τὸ [[δήμιος]], [[ἐνδήμιος]]), [[μήτι]] κακὸν μεταδήμιον εἴη, νὰ μὴ ἐπέλθῃ κακόν τι εἰς τὸν δῆμον, Ὀδ. Ν. 46· οὐ γὰρ ἔθ’ [[Ἥφαιστος]] [[μεταδήμιος]], δὲν ἐπιδημεῖ, δηλ. δὲν [[εἶναι]] [[ἐνταῦθα]], Θ. 293· [[οἶνος]] μ., = [[ἐπιχώριος]], Διον. Περιηγ. 774. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεταδήμιος]]· [[ἔνδημος]]. [[τιμητικός]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui existe <i>ou</i> se répand parmi le peuple;<br /><b>2</b> qui est dans le pays <i>ou</i> du pays.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δῆμος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταδήμιος:''' -ον ([[δῆμος]]), στη [[μέση]] ή [[μεταξύ]] ανθρώπων, στην [[πατρίδα]] του, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''μεταδήμιος:''' -ον ([[δῆμος]]), στη [[μέση]] ή [[μεταξύ]] ανθρώπων, στην [[πατρίδα]] του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδήμιος:'''<br /><b class="num">1)</b> находящийся среди (своих) людей, т. е. дома: οὐ γὰρ ἔθ᾽ [[Ἣφαιστος]] μ. Hom. Гефеста нет еще дома;<br /><b class="num">2)</b> постигающий народные массы, народный ([[κακόν]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μετα-[[δήμιος]], ον [[δῆμος]]<br />in the [[midst]] of or [[among]] the [[people]], in the [[country]], Od.
|mdlsjtxt=μετα-[[δήμιος]], ον [[δῆμος]]<br />in the [[midst]] of or [[among]] the [[people]], in the [[country]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 13:07, 12 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδήμιος Medium diacritics: μεταδήμιος Low diacritics: μεταδήμιος Capitals: ΜΕΤΑΔΗΜΙΟΣ
Transliteration A: metadḗmios Transliteration B: metadēmios Transliteration C: metadimios Beta Code: metadh/mios

English (LSJ)

μεταδήμιον, (δῆμος) in the midst of people or among the people, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη no harm be among the people, Od.13.46; in the country, οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος 8.293; οἶνος μεταδήμιος = ἐπιχώριος, D.P. 744.

German (Pape)

[Seite 146] mitten im Volke; daheim, zu Hause, Od. 8, 293 οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη οἴχεται; allgemein, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη, nichts Böses unter dem Volke, welches das Volk trifft, 13, 46; – οἶνος, einheimisch, D. Per. 744.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui existe parmi le peuple ou qui se répand parmi le peuple;
2 qui est dans le pays ou qui est du pays.
Étymologie: μετά, δῆμος.

Russian (Dvoretsky)

μεταδήμιος:
1 находящийся среди людей (своих), т. е. дома: οὐ γὰρ ἔθ᾽ Ἣφαιστος μ. Hom. Гефеста нет еще дома;
2 постигающий народные массы, народный (κακόν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταδήμιος: -ον, (δῆμος) ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δήμου, μεταξὺ τοῦ λαοῦ (ὡς τὸ δήμιος, ἐνδήμιος), μήτι κακὸν μεταδήμιον εἴη, νὰ μὴ ἐπέλθῃ κακόν τι εἰς τὸν δῆμον, Ὀδ. Ν. 46· οὐ γὰρ ἔθ’ Ἥφαιστος μεταδήμιος, δὲν ἐπιδημεῖ, δηλ. δὲν εἶναι ἐνταῦθα, Θ. 293· οἶνος μ., = ἐπιχώριος, Διον. Περιηγ. 774. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταδήμιος· ἔνδημος. τιμητικός».

English (Autenrieth)

(δῆμος): among the people, in the community, Od. 13.46; at home, Od. 8.293.

Greek Monolingual

μεταδήμιος και μετάδημος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στον λαό («καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που ζει, που βρίσκεται στην πατρίδα του, σε αντιδιαστολή με τον απόδημο
3. (για οίνο) επιχώριος, ντόπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δήμιος (< δῆμος), πρβλ. επιδήμιος, πανδήμιος.

Greek Monotonic

μεταδήμιος: -ον (δῆμος), στη μέση ή μεταξύ ανθρώπων, στην πατρίδα του, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μετα-δήμιος, ον δῆμος
in the midst of or among the people, in the country, Od.