χιλιοναύτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chilionaytis
|Transliteration C=chilionaytis
|Beta Code=xilionau/ths
|Beta Code=xilionau/ths
|Definition=ου, Dor. [[χιλιοναύτας]], α, ὁ, ἡ, [[with a thousand ships]] or [[of a thousand ships]], [[στόλος]] Ἀργείων A.Ag.45 (anap.); σὺν κώπᾳ χιλιοναύτα Ἀτρεΐδα prob. in E.IT141 (lyr.).
|Definition=χιλιοναύτου, Dor. [[χιλιοναύτας]], α, ὁ, ἡ, [[with a thousand ships]] or [[of a thousand ships]], [[στόλος]] Ἀργείων A.Ag.45 (anap.); σὺν κώπᾳ χιλιοναύτα Ἀτρεΐδα prob. in E.IT141 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] [[στόλος]], eine Flotte von tausend Schiffen, Aesch. Ag. 45, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ Eur. I. T. 141.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] [[στόλος]], eine Flotte von tausend Schiffen, Aesch. Ag. 45, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ Eur. I. T. 141.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />[[de mille matelots]].<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]], [[ναύτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χῑλιοναύτης:''' дор. [[χιλιοναύτας|χῑλιοναύτᾱς]], ου adj. m Aesch., Eur. = [[χιλιόναυς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χῑλιοναύτης''': -ου, Δωρ. -ναύτας, α, ὁ, ἡ, ὁ συγκείμενος ἐκ χιλίων νεῶν, χιλίων πολεμικῶν πλοίων, [[στόλος]] Ἀργείων Αἰσχύλ. Ἀγ. 45· σὺν κώπᾳ χ. Εὐρ. Ι. Τ. 141· - ἀμφότερα λυρικὰ χωρία· - Λοβεκ. Παραλ. 268.
|lstext='''χῑλιοναύτης''': -ου, Δωρ. -ναύτας, α, ὁ, ἡ, ὁ συγκείμενος ἐκ χιλίων νεῶν, χιλίων πολεμικῶν πλοίων, [[στόλος]] Ἀργείων Αἰσχύλ. Ἀγ. 45· σὺν κώπᾳ χ. Εὐρ. Ι. Τ. 141· - ἀμφότερα λυρικὰ χωρία· - Λοβεκ. Παραλ. 268.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />de mille matelots.<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]], [[ναύτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῑλιοναύτης:''' -ου, Δωρ. -[[ναύτας]], -α, ὁ, ἡ, αποτελούμενος από [[χίλια]] πολεμικά πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''χῑλιοναύτης:''' -ου, Δωρ. -[[ναύτας]], -α, ὁ, ἡ, αποτελούμενος από [[χίλια]] πολεμικά πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χῑλιοναύτης:''' дор. [[χιλιοναύτας|χῑλιοναύτᾱς]], ου adj. m Aesch., Eur. = [[χιλιόναυς]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χῑλιο-[[ναύτης]], ου,<br />with or of a [[thousand]] ships, Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=χῑλιο-[[ναύτης]], ου,<br />with or of a [[thousand]] ships, Aesch., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιοναύτης Medium diacritics: χιλιοναύτης Low diacritics: χιλιοναύτης Capitals: ΧΙΛΙΟΝΑΥΤΗΣ
Transliteration A: chilionaútēs Transliteration B: chilionautēs Transliteration C: chilionaytis Beta Code: xilionau/ths

English (LSJ)

χιλιοναύτου, Dor. χιλιοναύτας, α, ὁ, ἡ, with a thousand ships or of a thousand ships, στόλος Ἀργείων A.Ag.45 (anap.); σὺν κώπᾳ χιλιοναύτα Ἀτρεΐδα prob. in E.IT141 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1356] στόλος, eine Flotte von tausend Schiffen, Aesch. Ag. 45, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ Eur. I. T. 141.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
de mille matelots.
Étymologie: χίλιοι, ναύτης.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιοναύτης: дор. χῑλιοναύτᾱς, ου adj. m Aesch., Eur. = χιλιόναυς.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοναύτης: -ου, Δωρ. -ναύτας, α, ὁ, ἡ, ὁ συγκείμενος ἐκ χιλίων νεῶν, χιλίων πολεμικῶν πλοίων, στόλος Ἀργείων Αἰσχύλ. Ἀγ. 45· σὺν κώπᾳ χ. Εὐρ. Ι. Τ. 141· - ἀμφότερα λυρικὰ χωρία· - Λοβεκ. Παραλ. 268.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χιλιοναύτας, ὁ, Α χιλιόναυς
(για στόλο) αυτός που αποτελείται από χίλια πολεμικά πλοία («στόλον Ἀργείων χιλιοναύτην τήσδ' ἀπὸ χώρας ἧραν», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

χῑλιοναύτης: -ου, Δωρ. -ναύτας, -α, ὁ, ἡ, αποτελούμενος από χίλια πολεμικά πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

χῑλιο-ναύτης, ου,
with or of a thousand ships, Aesch., Eur.