implacable: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(Woodhouse 3)
 
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse
{{Woodhouse1
|Image=[[File:woodhouse_421.jpg]]
|Text=[[File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window|link={{filepath:woodhouse_421.jpg}}]]
===adjective===
 
[[stubborn]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[αὐθάδης]], [[σκληρός]].
 
[[pitiless]]: [[prose|P.]] [[ἀπαραίτητος]], [[verse|V.]] [[νηλής]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσάλγητος]], [[ἀνοικτίρμων]] ([[Sophocles]], ''Fragment''), [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[σχέτλιος]], [[πικρός]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ἄτεγκτος]], [[ἄνοικτος]]; see [[cruel]], [[pitiless]].
 
of [[war]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἄσπονδος]], [[prose|P.]] [[ἀκήρυκτος]].
 
[[implacable anger]]: [[verse|V.]] [[ἀστεργὴς ὀργή]], ἡ.
 
[[unforgetting]]: [[verse|V.]] [[μνήμων]].
}}
{{esel
|sltx=[[ἄσπονδος]], [[ἀπρήϋντος]], [[δυσκάθαρτος]], [[δυσίατος]], [[δυσπαραίτητος]], [[ἀτέραμνος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀνίλαστος]], [[ἀνεξίλαστος]], [[ἀνοικτίρμων]], [[ἀμείλικτος]], [[δυσπαράκλητος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἄσπειστος]], [[δυσδιάλλακτος]], [[ἄνοικτος]], [[ἄληκτος]], [[ἄτροπος]], [[ἀκαταπράϋντος]], [[ἀνήκεστος]], [[ἀνέλεος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀτρεής]], [[ἀναιδής]], [[ἀνίατος]], [[ἄθελκτος]], [[ἀνήλατος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτεγκτος]], [[ἐναντιογνώμων]], [[ἀπότομος]], [[βαρύθυμος]]
}}
{{trml
|trtx=Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: [[onverzoenlijk]]; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: [[unversöhnlich]]; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: [[αμείλικτος]], [[αδυσώπητος]]; Ancient Greek: [[ἄθελκτος]], [[ἀκήρυκτος]], [[ἄλληκτος]], [[ἀμείλικτος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀνάρσιος]], [[ἀνεξίλαστος]], [[ἀνήκεστος]], [[ἀπρήϋντος]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄσπειστος]], [[ἄσπονδος]], [[ἀστεργής]], [[δυσάρεστος]], [[δυσμείλικτος]]; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: [[implacabile]]; Latin: [[implacabilis]], [[implacabile]]; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی‎, آشتی ناپذیر‎; Portuguese: [[implacável]]; Romanian: implacabil; Russian: [[непримиримый]], [[неумолимый]], [[заклятый]]; Spanish: [[implacable]]; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий
}}
}}

Latest revision as of 21:03, 4 March 2023

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for implacable - Opens in new window

adjective

stubborn: P. and V. αὐθάδης, σκληρός.

pitiless: P. ἀπαραίτητος, V. νηλής, δυσπαραίτητος, δυσάλγητος, ἀνοικτίρμων (Sophocles, Fragment), P. and V. σχέτλιος, πικρός, Ar. and V. ἄτεγκτος, ἄνοικτος; see cruel, pitiless.

of war: P. and V. ἄσπονδος, P. ἀκήρυκτος.

implacable anger: V. ἀστεργὴς ὀργή, ἡ.

unforgetting: V. μνήμων.

Spanish > Greek

ἄσπονδος, ἀπρήϋντος, δυσκάθαρτος, δυσίατος, δυσπαραίτητος, ἀτέραμνος, ἀστεμφής, ἀνίλαστος, ἀνεξίλαστος, ἀνοικτίρμων, ἀμείλικτος, δυσπαράκλητος, ἀμείλιχος, ἄσπειστος, δυσδιάλλακτος, ἄνοικτος, ἄληκτος, ἄτροπος, ἀκαταπράϋντος, ἀνήκεστος, ἀνέλεος, ἀμετάγνωστος, ἀτρεής, ἀναιδής, ἀνίατος, ἄθελκτος, ἀνήλατος, ἀστεργής, ἄτεγκτος, ἐναντιογνώμων, ἀπότομος, βαρύθυμος