ἐριδαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eridaino
|Transliteration C=eridaino
|Beta Code=e)ridai/nw
|Beta Code=e)ridai/nw
|Definition=impf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἠρίδαινον <span class="bibl">Babr.68.3</span> : Ep. aor. I ἐρίδηνα <span class="bibl">A.R.1.89</span> : —Med., <span class="bibl">Q.S.5.105</span> : Ep. aor. I inf. ἐρῑδήσασθαι <span class="bibl">Il.23.792</span> (with [[variae lectiones|vv.ll.]], dub.); elsewhere Hom. uses only pres. : (ἐρίζω):—[[wrangle]], [[quarrel]], μετ' ἀνδράσι <span class="bibl">Od.21.310</span>; αὔτως γάρ ῥ' ἐπέεσσ' ἐριδαίνομεν <span class="bibl">Il.2.342</span>; νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐ. <span class="bibl">Od.18.403</span>; εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐ. <span class="bibl">Il.1.574</span>; <b class="b3">εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐ</b>. we [[strive]] (as for a prize) for her excellence, <span class="bibl">Od.2.206</span> : c. dat., Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν.. πελεμιζέμεν <span class="bibl">Il.16.765</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.89</span>; also ἀντία πάντων.. ἐριδαινέμεν οἶος <span class="bibl">Od.1.79</span>; τι in a thing, <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>262</span>; of war, first in <span class="bibl">A.R.2.986</span>, etc.:—Med., <b class="b3">ποσσὶν ἐριδήσασθαι</b> [[compete in]] the foot-race, <span class="bibl">Il.23.792</span>.—Ep. word : also c. acc., <b class="b3">τεθυμωμένον ἄνδρα μὴ ἐριδαίνειν</b> (fort. <b class="b3">-δμαίνειν</b>) Demetr.Byz. ap.<span class="bibl">Ath.10.452d</span>; <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>6</span> may be a reminiscence of <span class="bibl">A.R.1.89</span>.</span>
|Definition=impf. ἠρίδαινον Babr.68.3: Ep. aor. I ἐρίδηνα A.R.1.89: —Med., Q.S.5.105: Ep. aor. I inf. ἐρῑδήσασθαι Il.23.792 (with [[variae lectiones|vv.ll.]], dub.); elsewhere Hom. uses only pres.: ([[ἐρίζω]]):—[[wrangle]], [[quarrel]], μετ' ἀνδράσι Od.21.310; αὔτως γάρ ῥ' ἐπέεσσ' ἐριδαίνομεν Il.2.342; νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐ. Od.18.403; εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐ. Il.1.574; <b class="b3">εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐ.</b> we [[strive]] (as for a prize) for her excellence, Od.2.206: c. dat., Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν.. πελεμιζέμεν Il.16.765, cf. A.R.1.89; also [[ἀντία]] πάντων.. ἐριδαινέμεν οἶος Od.1.79; τι in a thing, Call.''Dian.''262; of war, first in A.R.2.986, etc.:—Med., <b class="b3">ποσσὶν ἐριδήσασθαι</b> [[compete in]] the foot-race, Il.23.792.—Ep. word: also c. acc., <b class="b3">τεθυμωμένον ἄνδρα μὴ ἐριδαίνειν</b> (fort. -δμαίνειν) Demetr.Byz. ap.Ath.10.452d; Luc.''Pisc.''6 may be a reminiscence of A.R.1.89.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] ([[ἔρις]]), aor. ἐρίδηνα, Ap. Rh., u. ἐριδήσασθαι, Il. 23, 792, streiten, zanken, Il. 1, 574; περὶ πτωχῶν Od. 18, 403; ἐπέεσσι 2, 342; ὡς δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν, mit einander, Il. 16, 765; auch [[ἀντία]] πάντων, gegen alle, Od. 1, 79, u. μετ' ἀνδράσι, 21, 310; wetteifern, wettkämpfen, [[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν 2, 206; ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, an Schnellfüßigkeit mit den Achäern wetteifern, Il. 23, 792; μηδ' ἐλαφηβολίην μηδ' εὐστοχίην ἐριδαίνειν Callim. Dian. 262, im Schießen. – Bei sp. D. auch feindlich, kämpfen, Ap. Rh., Orph.; τινά, reizen, wie [[ἐρεθίζω]], Ath. X, 452 d. [in ἐριδήσασθαι wird ι durch die Vershebung lang, weshalb Einige ἐριδδήσασθαι haben schreiben wollen, auch die [[varia lectio|v.l.]] ἐριζήσασθαι sich findet].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] ([[ἔρις]]), aor. ἐρίδηνα, Ap. Rh., u. ἐριδήσασθαι, Il. 23, 792, streiten, zanken, Il. 1, 574; περὶ πτωχῶν Od. 18, 403; ἐπέεσσι 2, 342; ὡς δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν, mit einander, Il. 16, 765; auch [[ἀντία]] πάντων, gegen alle, Od. 1, 79, u. μετ' ἀνδράσι, 21, 310; wetteifern, wettkämpfen, [[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν 2, 206; ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, an Schnellfüßigkeit mit den Achäern wetteifern, Il. 23, 792; μηδ' ἐλαφηβολίην μηδ' εὐστοχίην ἐριδαίνειν Callim. Dian. 262, im Schießen. – Bei sp. D. auch feindlich, kämpfen, Ap. Rh., Orph.; τινά, reizen, wie [[ἐρεθίζω]], Ath. X, 452 d. [in ἐριδήσασθαι wird ι durch die Vershebung lang, weshalb Einige ἐριδδήσασθαι haben schreiben wollen, auch die [[varia lectio|v.l.]] ἐριζήσασθαι sich findet].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impf. et ao.</i><br />être en querelle <i>ou</i> en lutte : τινι avec qqn ; [[μετά]] τινι OD, [[ἀντία]] τινός OD tenir tête à qqn ; ἕνεκά τινος IL au sujet de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><i><b>Moy.</b> (seul. part. prés. et inf. ao.) m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρῐδαίνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[спорить]], [[ссориться]] (τινί и [[μετά]] τινι, ἀλλήλοιϊν, περί τινος Hom.): ἐ. ἐπέεσσιν Hom. браниться; [[ἀντία]] πάντων [[ἐριδαινέμεν]] Hom. враждовать со всеми;<br /><b class="num">2</b> [[соревноваться]], [[состязаться]] ([[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς Hom.): ἀργαλέον ποσσίν ἐρῑδήσασθαι Ἀχαιοῖς Hom. трудно ахейцам состязаться в беге (с Одиссеем).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρῐδαίνω''': παρατατ. ἠρίδαινον. Βαβρ. 68: Ἐπικ. ἀόρ. ἐρίδηνα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89: - Μέσ., Κόϊντ. Σμ. 5. 105· Ἐπίκ. ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐριδήσασθαι (μετὰ τοῦ ι μακροῦ) ἢ ἐριδδήσασθαι, Ἰλ. Ψ. 792· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεστ.: ([[ἐρίζω]]). Φιλονεικῶ, μαλλώνω, μετ’ ἀνδράσι Ὀδ. Φ. 310· [[αὔτως]] γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν Ἰλ. Β. 342· νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐρ. Ὀδ. Σ. 403· εἰ δὴ σφὼ [[ἕνεκα]] θνητῶν ἐρ. Ἰλ. Α. 574· [[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν, φιλονεικοῦμεν, ἀγωνιζόμεθα (ὡς περὶ ἄθλου) διὰ τὸ ἔξοχον αὐτῆς, Ὀδ. Β. 206· μετὰ δοτ., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν... πελεμιζέμεν Ἰλ. Π. 765, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89· [[ὡσαύτως]], [[ἀντία]] πάντων... ἐριδαινέμεν οἷος Ὀδ. Α. 79· μηδ’ εὐστοχίην ἐριδαίνειν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 262: - ἐπὶ πολέμου, πρῶτον παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β. 986. κτλ.: -- Μέσ., ἀργαλέον δὲ ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, «χαλεπὸν δὲ τοῖς Ἕλλησιν ἐλθεῖν αὐτῷ εἰς ἅμιλλαν ποδῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 792. - Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Δημητρίῳ Βυζαντίῳ παρ’ Ἀθην. 452D· τὸ [[χωρίον]] ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 6 παρελήφθη ἐκ τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 89.
|lstext='''ἐρῐδαίνω''': παρατατ. ἠρίδαινον. Βαβρ. 68: Ἐπικ. ἀόρ. ἐρίδηνα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89: - Μέσ., Κόϊντ. Σμ. 5. 105· Ἐπίκ. ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐριδήσασθαι (μετὰ τοῦ ι μακροῦ) ἢ ἐριδδήσασθαι, Ἰλ. Ψ. 792· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεστ.: ([[ἐρίζω]]). Φιλονεικῶ, μαλλώνω, μετ’ ἀνδράσι Ὀδ. Φ. 310· [[αὔτως]] γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν Ἰλ. Β. 342· νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐρ. Ὀδ. Σ. 403· εἰ δὴ σφὼ [[ἕνεκα]] θνητῶν ἐρ. Ἰλ. Α. 574· [[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν, φιλονεικοῦμεν, ἀγωνιζόμεθα (ὡς περὶ ἄθλου) διὰ τὸ ἔξοχον αὐτῆς, Ὀδ. Β. 206· μετὰ δοτ., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν... πελεμιζέμεν Ἰλ. Π. 765, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89· [[ὡσαύτως]], [[ἀντία]] πάντων... ἐριδαινέμεν οἷος Ὀδ. Α. 79· μηδ’ εὐστοχίην ἐριδαίνειν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 262: - ἐπὶ πολέμου, πρῶτον παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β. 986. κτλ.: -- Μέσ., ἀργαλέον δὲ ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, «χαλεπὸν δὲ τοῖς Ἕλλησιν ἐλθεῖν αὐτῷ εἰς ἅμιλλαν ποδῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 792. - Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Δημητρίῳ Βυζαντίῳ παρ’ Ἀθην. 452D· τὸ [[χωρίον]] ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 6 παρελήφθη ἐκ τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 89.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impf. et ao.</i><br />être en querelle <i>ou</i> en lutte : τινι avec qqn ; [[μετά]] τινι OD, [[ἀντία]] τινός OD tenir tête à qqn ; ἕνεκά τινος IL au sujet de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><i><b>Moy.</b> (seul. part. prés. et inf. ao.) m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρῐδαίνω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>ἐρίδηνα</i>, Μέσ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ <i>ἐριδδήσασθαι</i> ([[ἐρίζω]])· [[φιλονικώ]], [[μαλώνω]], [[διαφωνώ]], αντιπαρατίθεμαι, σε Όμηρ.· με δοτ., <i>ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· και στη Μέσ., <i>ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς</i>, [[συναγωνίζομαι]] μαζί τους στον αγώνα δρόμου, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐρῐδαίνω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>ἐρίδηνα</i>, Μέσ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ <i>ἐριδδήσασθαι</i> ([[ἐρίζω]])· [[φιλονικώ]], [[μαλώνω]], [[διαφωνώ]], αντιπαρατίθεμαι, σε Όμηρ.· με δοτ., <i>ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· και στη Μέσ., <i>ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς</i>, [[συναγωνίζομαι]] μαζί τους στον αγώνα δρόμου, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρῐδαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[спорить]], [[ссориться]] (τινί и [[μετά]] τινι, ἀλλήλοιϊν, περί τινος Hom.): ἐ. ἐπέεσσιν Hom. браниться; [[ἀντία]] πάντων [[ἐριδαινέμεν]] Hom. враждовать со всеми;<br /><b class="num">2)</b> [[соревноваться]], [[состязаться]] ([[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς Hom.): ἀργαλέον ποσσίν ἐρῑδήσασθαι Ἀχαιοῖς Hom. трудно ахейцам состязаться в беге (с Одиссеем).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρίζω]]<br />to [[wrangle]], [[quarrel]], [[dispute]], Hom.; c. dat., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν Il.; and in Mid., ποσσὶν ἐριδδήσασθαι Ἀχαιοῖς to [[contend]] with them in the [[foot]]-[[race]], Il.
|mdlsjtxt=[[ἐρίζω]]<br />to [[wrangle]], [[quarrel]], [[dispute]], Hom.; c. dat., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν Il.; and in Mid., ποσσὶν ἐριδδήσασθαι Ἀχαιοῖς to [[contend]] with them in the [[foot]]-[[race]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῐδαίνω Medium diacritics: ἐριδαίνω Low diacritics: εριδαίνω Capitals: ΕΡΙΔΑΙΝΩ
Transliteration A: eridaínō Transliteration B: eridainō Transliteration C: eridaino Beta Code: e)ridai/nw

English (LSJ)

impf. ἠρίδαινον Babr.68.3: Ep. aor. I ἐρίδηνα A.R.1.89: —Med., Q.S.5.105: Ep. aor. I inf. ἐρῑδήσασθαι Il.23.792 (with vv.ll., dub.); elsewhere Hom. uses only pres.: (ἐρίζω):—wrangle, quarrel, μετ' ἀνδράσι Od.21.310; αὔτως γάρ ῥ' ἐπέεσσ' ἐριδαίνομεν Il.2.342; νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐ. Od.18.403; εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐ. Il.1.574; εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐ. we strive (as for a prize) for her excellence, Od.2.206: c. dat., Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν.. πελεμιζέμεν Il.16.765, cf. A.R.1.89; also ἀντία πάντων.. ἐριδαινέμεν οἶος Od.1.79; τι in a thing, Call.Dian.262; of war, first in A.R.2.986, etc.:—Med., ποσσὶν ἐριδήσασθαι compete in the foot-race, Il.23.792.—Ep. word: also c. acc., τεθυμωμένον ἄνδρα μὴ ἐριδαίνειν (fort. -δμαίνειν) Demetr.Byz. ap.Ath.10.452d; Luc.Pisc.6 may be a reminiscence of A.R.1.89.

German (Pape)

[Seite 1028] (ἔρις), aor. ἐρίδηνα, Ap. Rh., u. ἐριδήσασθαι, Il. 23, 792, streiten, zanken, Il. 1, 574; περὶ πτωχῶν Od. 18, 403; ἐπέεσσι 2, 342; ὡς δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν, mit einander, Il. 16, 765; auch ἀντία πάντων, gegen alle, Od. 1, 79, u. μετ' ἀνδράσι, 21, 310; wetteifern, wettkämpfen, εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν 2, 206; ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, an Schnellfüßigkeit mit den Achäern wetteifern, Il. 23, 792; μηδ' ἐλαφηβολίην μηδ' εὐστοχίην ἐριδαίνειν Callim. Dian. 262, im Schießen. – Bei sp. D. auch feindlich, kämpfen, Ap. Rh., Orph.; τινά, reizen, wie ἐρεθίζω, Ath. X, 452 d. [in ἐριδήσασθαι wird ι durch die Vershebung lang, weshalb Einige ἐριδδήσασθαι haben schreiben wollen, auch die v.l. ἐριζήσασθαι sich findet].

French (Bailly abrégé)

seul. impf. et ao.
être en querelle ou en lutte : τινι avec qqn ; μετά τινι OD, ἀντία τινός OD tenir tête à qqn ; ἕνεκά τινος IL au sujet de qqn ou de qch;
Moy. (seul. part. prés. et inf. ao.) m. sign.
Étymologie: ἔρις.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῐδαίνω:
1 спорить, ссориться (τινί и μετά τινι, ἀλλήλοιϊν, περί τινος Hom.): ἐ. ἐπέεσσιν Hom. браниться; ἀντία πάντων ἐριδαινέμεν Hom. враждовать со всеми;
2 соревноваться, состязаться (εἵνεκα τῆς ἀρετῆς Hom.): ἀργαλέον ποσσίν ἐρῑδήσασθαι Ἀχαιοῖς Hom. трудно ахейцам состязаться в беге (с Одиссеем).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῐδαίνω: παρατατ. ἠρίδαινον. Βαβρ. 68: Ἐπικ. ἀόρ. ἐρίδηνα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89: - Μέσ., Κόϊντ. Σμ. 5. 105· Ἐπίκ. ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐριδήσασθαι (μετὰ τοῦ ι μακροῦ) ἢ ἐριδδήσασθαι, Ἰλ. Ψ. 792· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεστ.: (ἐρίζω). Φιλονεικῶ, μαλλώνω, μετ’ ἀνδράσι Ὀδ. Φ. 310· αὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν Ἰλ. Β. 342· νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐρ. Ὀδ. Σ. 403· εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐρ. Ἰλ. Α. 574· εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν, φιλονεικοῦμεν, ἀγωνιζόμεθα (ὡς περὶ ἄθλου) διὰ τὸ ἔξοχον αὐτῆς, Ὀδ. Β. 206· μετὰ δοτ., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν... πελεμιζέμεν Ἰλ. Π. 765, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89· ὡσαύτως, ἀντία πάντων... ἐριδαινέμεν οἷος Ὀδ. Α. 79· μηδ’ εὐστοχίην ἐριδαίνειν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 262: - ἐπὶ πολέμου, πρῶτον παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β. 986. κτλ.: -- Μέσ., ἀργαλέον δὲ ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, «χαλεπὸν δὲ τοῖς Ἕλλησιν ἐλθεῖν αὐτῷ εἰς ἅμιλλαν ποδῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 792. - Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Δημητρίῳ Βυζαντίῳ παρ’ Ἀθην. 452D· τὸ χωρίον ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 6 παρελήφθη ἐκ τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 89.

English (Autenrieth)

(ἔρις), mid. aor. 1 inf. ἐρῖδήσασθαι: contend, dispute, strive, vie with; τινί, ἀντία τινός, Od. 1.79; ἕνεκα, περί τινος, β 2, Od. 18.403; abs., ποσσίν, ‘in running,’ Il. 23.792; fig., of winds, Il. 16.765.

Greek Monolingual

ἐριδαίνω (Α) έρις
1. μαλώνω, λογομαχώ, φιλονεικώαὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν», Ομ. Ιλ.)
2. αγωνίζομαι, διαγωνίζομαι για κάτι, αντιμάχομαι, αμιλλώμαιεἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐρῐδαίνω: Επικ. αόρ. αʹ ἐρίδηνα, Μέσ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ ἐριδδήσασθαι (ἐρίζωφιλονικώ, μαλώνω, διαφωνώ, αντιπαρατίθεμαι, σε Όμηρ.· με δοτ., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν, σε Ομήρ. Ιλ.· και στη Μέσ., ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, συναγωνίζομαι μαζί τους στον αγώνα δρόμου, στο ίδ.

Middle Liddell

ἐρίζω
to wrangle, quarrel, dispute, Hom.; c. dat., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν Il.; and in Mid., ποσσὶν ἐριδδήσασθαι Ἀχαιοῖς to contend with them in the foot-race, Il.