ἐπίβλημα: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epivlima | |Transliteration C=epivlima | ||
|Beta Code=e)pi/blhma | |Beta Code=e)pi/blhma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is thrown over]], [[covering]], Nicostr. Com.15; [[coverlet]], [[bedspread]], IG12(5).593.4 (Iulis, v B.C.), Gal.14.638, Sor.1.85; [[head-covering]], Gal.''UP''11.12.<br><span class="bld">2</span>. [[tapestry]], [[hangings]], Plu.''Cat.Ma.''4, Arr.''An.''6.29.5.<br><span class="bld">II</span>. [[that which is put on]], [[piece of embroidery]], ἐ. ποικίλον ''IG''12.387.28, 22.1514.31; [[mantle]], [[LXX]] ''Is.''3.22.<br><span class="bld">2</span>. [[patch]], Ev.Matt.9.16, etc.<br><span class="bld">3</span>. [[outer bandage]], Paul. Aeg.6.92. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0929.png Seite 929]] τό, das Darauf-, Darübergeworfene, -gelegte, der Deckel, Nicostr. bei Ath. III, 111 d; Oberkleid, Inscr., Galen.; Decke, τάπητα ἐπιβλημάτων Βαβυλωνίων Arr. An. 6, 29, 8; vgl. Plut. Cst. min. 4. – Die daraufgesetzten Flicken, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0929.png Seite 929]] τό, das Darauf-, Darübergeworfene, -gelegte, der Deckel, Nicostr. bei Ath. III, 111 d; Oberkleid, Inscr., Galen.; Decke, τάπητα ἐπιβλημάτων Βαβυλωνίων Arr. An. 6, 29, 8; vgl. Plut. Cst. min. 4. – Die daraufgesetzten Flicken, [[NT|N.T.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu'on met sur ; tapis;<br />[[NT]]: pièce d'étoffe, morceau rapporté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβάλλω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίβλημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[покрывало]] или [[ковер]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[лоскут]], [[заплата]] NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίβλημα''': τό, ὅ,τι βάλλεται [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[κάλυμμα]], Νικόστρ. ἐν «Κλίνῃ» 1.- Καθ' Ἡσύχ. «[[ἐπίβλημα]]· [[πῶμα]]». 2) [[ὕφασμα]] πρὸς διακόσμησιν, [[παραπέτασμα]], [[ἐπίβλημα]] τῶν ποικίλων Βαβυλώνιον Πλουτ. Κάτων, Πρεσβ. 4, Ἀρρ. Ἀν. 6. 29, 8. ΙΙ. [[ἐπενδύτης]], [[ἐπανωφόριον]], ἐπ. ποικίλον καινὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 35. 2) [[ἐπίρραμμα]], «ἐμβάλωμα», Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ', 16, κτλ. | |lstext='''ἐπίβλημα''': τό, ὅ,τι βάλλεται [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[κάλυμμα]], Νικόστρ. ἐν «Κλίνῃ» 1.- Καθ' Ἡσύχ. «[[ἐπίβλημα]]· [[πῶμα]]». 2) [[ὕφασμα]] πρὸς διακόσμησιν, [[παραπέτασμα]], [[ἐπίβλημα]] τῶν ποικίλων Βαβυλώνιον Πλουτ. Κάτων, Πρεσβ. 4, Ἀρρ. Ἀν. 6. 29, 8. ΙΙ. [[ἐπενδύτης]], [[ἐπανωφόριον]], ἐπ. ποικίλον καινὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 35. 2) [[ἐπίρραμμα]], «ἐμβάλωμα», Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ', 16, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίβλημα:''' -ατος, τό ([[ἐπιβάλλω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που απλώνεται πάνω σε [[κάτι]], χαλί, [[ταπετσαρία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που φοριέται πάνω, [[μπάλωμα]], επίραμμα, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἐπίβλημα:''' -ατος, τό ([[ἐπιβάλλω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που απλώνεται πάνω σε [[κάτι]], χαλί, [[ταπετσαρία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που φοριέται πάνω, [[μπάλωμα]], επίραμμα, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:37, 23 November 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is thrown over, covering, Nicostr. Com.15; coverlet, bedspread, IG12(5).593.4 (Iulis, v B.C.), Gal.14.638, Sor.1.85; head-covering, Gal.UP11.12.
2. tapestry, hangings, Plu.Cat.Ma.4, Arr.An.6.29.5.
II. that which is put on, piece of embroidery, ἐ. ποικίλον IG12.387.28, 22.1514.31; mantle, LXX Is.3.22.
2. patch, Ev.Matt.9.16, etc.
3. outer bandage, Paul. Aeg.6.92.
German (Pape)
[Seite 929] τό, das Darauf-, Darübergeworfene, -gelegte, der Deckel, Nicostr. bei Ath. III, 111 d; Oberkleid, Inscr., Galen.; Decke, τάπητα ἐπιβλημάτων Βαβυλωνίων Arr. An. 6, 29, 8; vgl. Plut. Cst. min. 4. – Die daraufgesetzten Flicken, N.T.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu'on met sur ; tapis;
NT: pièce d'étoffe, morceau rapporté.
Étymologie: ἐπιβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίβλημα: ατος τό
1 покрывало или ковер Plut.;
2 лоскут, заплата NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίβλημα: τό, ὅ,τι βάλλεται ἐπάνω εἴς τι, κάλυμμα, Νικόστρ. ἐν «Κλίνῃ» 1.- Καθ' Ἡσύχ. «ἐπίβλημα· πῶμα». 2) ὕφασμα πρὸς διακόσμησιν, παραπέτασμα, ἐπίβλημα τῶν ποικίλων Βαβυλώνιον Πλουτ. Κάτων, Πρεσβ. 4, Ἀρρ. Ἀν. 6. 29, 8. ΙΙ. ἐπενδύτης, ἐπανωφόριον, ἐπ. ποικίλον καινὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 35. 2) ἐπίρραμμα, «ἐμβάλωμα», Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ', 16, κτλ.
English (Strong)
from ἐπιβάλλω; a patch: piece.
English (Thayer)
ἐπιβλητος, τό (ἐπιβάλλω), that which is thrown or put upon a thing, or that which is added to it; an addition; specifically, that which is sewed on to cover a rent, a patch; Vulg. assumentum (also commissura)) (equivalent to ἐπιρραμα): Sept., Plutarch, Arrian.)
Greek Monolingual
ἐπίβλημα, το (AM) επιβάλλω
κάλυμμα από ύφασμα (για τραπέζι, κλίνη, Αγία Τράπεζα)
αρχ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού
2. μανδύας
3. υφαντό ή κεντητό παραπέτασμα
4. εξωτερικός επίδεσμος.
Greek Monotonic
ἐπίβλημα: -ατος, τό (ἐπιβάλλω),·
I. αυτό που απλώνεται πάνω σε κάτι, χαλί, ταπετσαρία, σε Πλούτ.
II. αυτό που φοριέται πάνω, μπάλωμα, επίραμμα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐπίβλημα, ατος, τό, ἐπιβάλλω
I. that which is thrown over, tapestry, hangings, Plut.
II. that which is put on, a patch, NTest.
Chinese
原文音譯:™p⋯blhma 誒披-不累馬
詞類次數:名詞(4)
原文字根:在上-投(果效)
字義溯源:補片,片,塊,一片,一塊;源自(ἐπιβάλλω)=拋上);由(ἐπί)*=在⋯上)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(4);太(1);可(1);路(2)
譯字彙編:
1) 塊(1) 路5:36;
2) 一塊(1) 路5:36;
3) 把一片(1) 可2:21;
4) 一片(1) 太9:16