μεταρρυθμίζω: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metarrythmizo
|Transliteration C=metarrythmizo
|Beta Code=metarruqmi/zw
|Beta Code=metarruqmi/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[change the form]] or [[fashion of]] a thing, [[remodel]], τὰ γράμματα <span class="bibl">Hdt.5.58</span>; πόρον <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>747</span>; τὴν λέξιν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>185b28</span>; τὸ ἀμφίβολον τῆς προαιρέσεως εἰς βεβαιότητα <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>2p.422M.</span>, cf. <span class="bibl">19p.460M.</span>:—Pass., <b class="b2">have one's form changed</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>46a</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>306b13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> esp. [[reform]], [[amend]], <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>11.2</span>,<span class="bibl">3</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1179b16</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span>82</span> G.; [[cure]], τινὰ τῶν ἁμαρτημάτων <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span> 1.13</span>:—Pass., <b class="b3">οὐδὲ μετερρύθμισθέ πω</b> ib.<span class="bibl">6.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[make in a different form]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>91d</span> (Pass.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[change the form]] or [[fashion of]] a thing, [[remodel]], τὰ γράμματα [[Herodotus|Hdt.]]5.58; πόρον [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''747; τὴν λέξιν Arist.''Ph.''185b28; τὸ ἀμφίβολον τῆς προαιρέσεως εἰς βεβαιότητα Hierocl. ''in CA''2p.422M., cf. 19p.460M.:—Pass., [[have one's form changed]], Pl.''Ti.''46a, Arist.''Cael.''306b13.<br><span class="bld">2</span> esp. [[reform]], [[amend]], X.''Oec.''11.2,3, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1179b16, Epicur.''Nat.''82 G.; [[cure]], τινὰ τῶν ἁμαρτημάτων Philostr.''VA'' 1.13:—Pass., <b class="b3">οὐδὲ μετερρύθμισθέ πω</b> ib.6.11.<br><span class="bld">II</span> [[make in a different form]], Pl.''Ti.''91d (Pass.).
}}
{{bailly
|btext=changer la mesure <i>ou</i> la forme, transformer, acc. ; <i>particul.</i> [[réformer]], [[améliorer]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ῥυθμίζω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[umstimmen]], in eine [[andere]] [[Ordnung]] [[bringen]], [[umwandeln]]</i>; πόρον, Aesch. <i>Pers</i>. 733; Her. 5.58. – Pass., τὸ δὲ τῶν ὀρνέων [[φῦλον]] μετερρυθμίζετο, Plat. <i>Tim</i>. 91d (s. [[μεταρρυθμέω]]); Xen. <i>Oec</i>. 11.2; τὴν ἕξιν, Alcidam. soph. p. 674.9; λέξιν, Arist. <i>phys</i>. 1.2; <i>eth</i>. 10.9; Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταρρυθμίζω:''' [[перестраивать]], [[изменять]], [[переделывать]] (τὰ γράμματα Her.; πόρον Aesch., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταρρυθμίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[μεταβάλλω]] τὴν μορφὴν ἢ τὸ [[σχῆμα]] πράγματός τινος, μεταπλάττω, [[μεταβάλλω]], τὰ γράμματα Ἡρόδ. 5. 58· πόρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 747· τὴν λέξιν Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11. - Παθ., μεταβάλλομαι τὸ [[σχῆμα]], μεταμορφοῦμαι, ἀλλοιοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 2. 2) ἰδίως, ἀναμορφώνω, διορθώνω, Ξεν. Οἰκ. 11. 2 καὶ 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 5. ΙΙ. [[σχηματίζω]] κατὰ διάφορον [[σχῆμα]] ἢ μορφήν, Πλάτ. Τίμ. 46Α, 91D, ἐν τῷ παθ.
|lstext='''μεταρρυθμίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[μεταβάλλω]] τὴν μορφὴν ἢ τὸ [[σχῆμα]] πράγματός τινος, μεταπλάττω, [[μεταβάλλω]], τὰ γράμματα Ἡρόδ. 5. 58· πόρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 747· τὴν λέξιν Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11. - Παθ., μεταβάλλομαι τὸ [[σχῆμα]], μεταμορφοῦμαι, ἀλλοιοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 2. 2) ἰδίως, ἀναμορφώνω, διορθώνω, Ξεν. Οἰκ. 11. 2 καὶ 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 5. ΙΙ. [[σχηματίζω]] κατὰ διάφορον [[σχῆμα]] ἢ μορφήν, Πλάτ. Τίμ. 46Α, 91D, ἐν τῷ παθ.
}}
{{bailly
|btext=changer la mesure <i>ou</i> la forme, transformer, acc. ; <i>particul.</i> réformer, améliorer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ῥυθμίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταρρυθμίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αλλάζω]] τον ρυθμό, τη [[μορφή]] ενός πράγματος, [[ανακατασκευάζω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· [[αναμορφώνω]], [[τροποποιώ]], σε Ξεν.
|lsmtext='''μεταρρυθμίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αλλάζω]] τον ρυθμό, τη [[μορφή]] ενός πράγματος, [[ανακατασκευάζω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· [[αναμορφώνω]], [[τροποποιώ]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταρρυθμίζω:''' [[перестраивать]], [[изменять]], [[переделывать]] (τὰ γράμματα Her.; πόρον Aesch., Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[change]] the [[fashion]] of a [[thing]], to [[remodel]], Hdt., Aesch.:— to [[reform]], [[amend]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[change]] the [[fashion]] of a [[thing]], to [[remodel]], Hdt., Aesch.:— to [[reform]], [[amend]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρρυθμίζω Medium diacritics: μεταρρυθμίζω Low diacritics: μεταρρυθμίζω Capitals: ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΩ
Transliteration A: metarrythmízō Transliteration B: metarrythmizō Transliteration C: metarrythmizo Beta Code: metarruqmi/zw

English (LSJ)

A change the form or fashion of a thing, remodel, τὰ γράμματα Hdt.5.58; πόρον A.Pers.747; τὴν λέξιν Arist.Ph.185b28; τὸ ἀμφίβολον τῆς προαιρέσεως εἰς βεβαιότητα Hierocl. in CA2p.422M., cf. 19p.460M.:—Pass., have one's form changed, Pl.Ti.46a, Arist.Cael.306b13.
2 esp. reform, amend, X.Oec.11.2,3, Arist.EN1179b16, Epicur.Nat.82 G.; cure, τινὰ τῶν ἁμαρτημάτων Philostr.VA 1.13:—Pass., οὐδὲ μετερρύθμισθέ πω ib.6.11.
II make in a different form, Pl.Ti.91d (Pass.).

French (Bailly abrégé)

changer la mesure ou la forme, transformer, acc. ; particul. réformer, améliorer.
Étymologie: μετά, ῥυθμίζω.

German (Pape)

umstimmen, in eine andere Ordnung bringen, umwandeln; πόρον, Aesch. Pers. 733; Her. 5.58. – Pass., τὸ δὲ τῶν ὀρνέων φῦλον μετερρυθμίζετο, Plat. Tim. 91d (s. μεταρρυθμέω); Xen. Oec. 11.2; τὴν ἕξιν, Alcidam. soph. p. 674.9; λέξιν, Arist. phys. 1.2; eth. 10.9; Sp.

Russian (Dvoretsky)

μεταρρυθμίζω: перестраивать, изменять, переделывать (τὰ γράμματα Her.; πόρον Aesch., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταρρυθμίζω: ὡς καὶ νῦν, μεταβάλλω τὴν μορφὴν ἢ τὸ σχῆμα πράγματός τινος, μεταπλάττω, μεταβάλλω, τὰ γράμματα Ἡρόδ. 5. 58· πόρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 747· τὴν λέξιν Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11. - Παθ., μεταβάλλομαι τὸ σχῆμα, μεταμορφοῦμαι, ἀλλοιοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 2. 2) ἰδίως, ἀναμορφώνω, διορθώνω, Ξεν. Οἰκ. 11. 2 καὶ 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 5. ΙΙ. σχηματίζω κατὰ διάφορον σχῆμα ἢ μορφήν, Πλάτ. Τίμ. 46Α, 91D, ἐν τῷ παθ.

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταρρυθμίζω)
μεταβάλλω τον ρυθμό, τη μορφή, το σχήμα ή την τάξη, μετασχηματίζω, τροποποιώ, αναπλάθω, αναδιοργανώνω, αναμορφώνω (α. «οἱ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ὀλίγα», Ηρόδ.
β. «μεταρρυθμίζω την επίπλωση του διαμερίσματός μου» γ. «μεταρρύθμισε το σύστημα της παιδείας»)
αρχ.
1. διορθώνω, επανορθώνω
2. δίδω σε κάτι διαφορετικό σχήμα ή μορφή («τὸ δὲ τῶν ὀρνέων φῡλον μετερρυθμίζετο ἀντὶ τριχῶν, πτερὰ φύον», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μεταρρυθμίζω: μέλ. -σω, αλλάζω τον ρυθμό, τη μορφή ενός πράγματος, ανακατασκευάζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· αναμορφώνω, τροποποιώ, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. σω
to change the fashion of a thing, to remodel, Hdt., Aesch.:— to reform, amend, Xen.