καθεκτικός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kathektikos | |Transliteration C=kathektikos | ||
|Beta Code=kaqektiko/s | |Beta Code=kaqektiko/s | ||
|Definition= | |Definition=καθεκτική, καθεκτικόν, [[capable of holding]] or [[retaining]], ἡ μνήμη ἕξις κ. ὑπολήψεως Arist.''Top.''125b18; κ. δύναμις Gal.1.654, Alex.Aphr.''Pr.''2.60; τὸ κ. καὶ ἰξῶδες Artem.2.14: c. gen., <b class="b3">κ. τοῦ πνεύματος</b>, opp. [[προετικός]], Arist.''Pr.''963a21 (Comp.). Adv. [[καθεκτικῶς]], ἔχειν τῶν μαθημάτων Marin.''Procl.''5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] ή, όν, an-, fest-, zurückhaltend; κοτυληδόνας καθεκτικὰς ὧν λαμβάνουσι Arist. H. A. 10, 3; Sp., καὶ ἰξῶδες Artemid. 2, 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] ή, όν, an-, fest-, zurückhaltend; κοτυληδόνας καθεκτικὰς ὧν λαμβάνουσι Arist. H. A. 10, 3; Sp., καὶ ἰξῶδες Artemid. 2, 14. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθεκτικός:''' [[обладающий способностью удерживания или задержки]] (τοῦ πνεύματος Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καθεκτικός]], -ή, -όν (Α) [[καθέκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή τη [[δυνατότητα]] να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί [[κάτι]], [[συνεκτικός]] («ἡ [[μνήμη]] [[ἕξις]] καθεκτικὴ ὑπολήψεως», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθεκτικῶς</i> (Α)<br />με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω» — [[κατέχω]], [[συγκρατώ]], [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καθ</i>-[[εκτός]], ρηματ. επίθ., [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>εκτ</i>-<i>ικός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-[[εκτός]]), <i>προσ</i>-<i>εκτ</i>-<i>ικός</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>προσ</i>-[[εκτός]])]. | |mltxt=[[καθεκτικός]], -ή, -όν (Α) [[καθέκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή τη [[δυνατότητα]] να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί [[κάτι]], [[συνεκτικός]] («ἡ [[μνήμη]] [[ἕξις]] καθεκτικὴ ὑπολήψεως», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθεκτικῶς</i> (Α)<br />με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω» — [[κατέχω]], [[συγκρατώ]], [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καθ</i>-[[εκτός]], ρηματ. επίθ., [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>εκτ</i>-<i>ικός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-[[εκτός]]), <i>προσ</i>-<i>εκτ</i>-<i>ικός</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>προσ</i>-[[εκτός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
καθεκτική, καθεκτικόν, capable of holding or retaining, ἡ μνήμη ἕξις κ. ὑπολήψεως Arist.Top.125b18; κ. δύναμις Gal.1.654, Alex.Aphr.Pr.2.60; τὸ κ. καὶ ἰξῶδες Artem.2.14: c. gen., κ. τοῦ πνεύματος, opp. προετικός, Arist.Pr.963a21 (Comp.). Adv. καθεκτικῶς, ἔχειν τῶν μαθημάτων Marin.Procl.5.
German (Pape)
[Seite 1283] ή, όν, an-, fest-, zurückhaltend; κοτυληδόνας καθεκτικὰς ὧν λαμβάνουσι Arist. H. A. 10, 3; Sp., καὶ ἰξῶδες Artemid. 2, 14.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθεκτικός: обладающий способностью удерживания или задержки (τοῦ πνεύματος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
καθεκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ νὰ κρατῇ ἢ κατέχῃ τι, ἡ μνήμη ἕξις καθ. ὑπολήψεως Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 1, πρβλ. π. τὰ Ἱστ. 10. 3, 3. 2) ἱκανὸς νὰ κρατῇ ἐντός, τοῦ πνεύματος ἀντίθετον τῷ προετικός, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 33. 15, 4· καθεκτικός, ἔχων τὴν δύναμιν νὰ συγκρατῇ, συνεκτικός, Ἀλέξ. Ἀφρ. ἐν Προβλ. 2. 60.
Greek Monolingual
καθεκτικός, -ή, -όν (Α) καθέκτης
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δυνατότητα να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί κάτι, συνεκτικός («ἡ μνήμη ἕξις καθεκτικὴ ὑπολήψεως», Αριστοτ.).
επίρρ...
καθεκτικῶς (Α)
με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω» — κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ στη μνήμη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθ-εκτός, ρηματ. επίθ., πρβλ. αν-εκτ-ικός (< αν-εκτός), προσ-εκτ-ικός (< αμάρτυρο προσ-εκτός)].