Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηνιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miniaios
|Transliteration C=miniaios
|Beta Code=mhniai=os
|Beta Code=mhniai=os
|Definition=α, ον (ος, ον Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.9.3.1</span>), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[monthly]], ἀπόκρυψις <span class="title">Placit.</span>2.29.5; περίοδος <span class="bibl">Str.3.5.8</span>, Gal.7.500; φορά <span class="title">IG</span>22.1368.46; διαγραφή <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>2.206</span> (b) (iii A.D.); <b class="b3">τὰ μ</b>. the [[menses]] of women, <span class="title">Placit.</span>5.18.2, <span class="bibl">Ph.2.305</span>; μ. κάθαρσις <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.57</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ὧραι μ</b>. 'seasons' (quarters) [[of the month]], Antyll.l.c. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[a month old]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>3.15</span>, al.; μ. ὕδωρ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.188</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[a month long]], νύξ <span class="bibl">Ant.Diog.9</span>; χρόνος <span class="bibl">Gem.1.8</span>, cf. <span class="bibl">Cleom.1.7</span>; [[παραλλαγή]], [[παράλλαγμα]], <span class="bibl">Gem.8.22</span>,<span class="bibl">19</span>.</span>
|Definition=α, ον (ος, ον Antyll. ap. Orib.9.3.1),<br><span class="bld">A</span> [[monthly]], ἀπόκρυψις ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.29.5; περίοδος Str.3.5.8, Gal.7.500; φορά ''IG''22.1368.46; διαγραφή ''PRyl.''2.206 (b) (iii A.D.); <b class="b3">τὰ μ.</b> the [[menses]] of women, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''5.18.2, Ph.2.305; μ. κάθαρσις Alex.Aphr.''Pr.''2.57.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ὧραι μ.</b> 'seasons' (quarters) [[of the month]], Antyll.l.c.<br><span class="bld">II</span> [[a month old]], [[LXX]] ''Nu.''3.15, al.; μ. ὕδωρ Hp.''Mul.''2.188.<br><span class="bld">III</span> [[a month long]], νύξ Ant.Diog.9; χρόνος Gem.1.8, cf. Cleom.1.7; [[παραλλαγή]], [[παράλλαγμα]], Gem.8.22,19.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0174.png Seite 174]] von der Dauer eines Monats, einen Monat lang, Aesch. Suppl. 266 u. Sp.; τὰ μηνιαῖα, die monatliche Reinigung der Frauen, Plut. plac. phil. 5, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0174.png Seite 174]] von der Dauer eines Monats, einen Monat lang, Aesch. Suppl. 266 u. Sp.; τὰ μηνιαῖα, die monatliche Reinigung der Frauen, Plut. plac. phil. 5, 18.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[qui dure un mois]].<br />'''Étymologie:''' [[μήν]]².
}}
{{elru
|elrutext='''μηνιαῖος:''' [[длящийся один месяц]] ([[ἐνιαυτός]] Plut.; μηνιαῖ᾽ ἄχη Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] μηνίσασ᾽ ἄχη).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηνιαῖος''': -α, -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων, ἀστροειδῆ περίοδον, τὴν μὲν ἡμερήσιον…, τὴν δὲ μηνιαίαν, τὴν δὲ ἐνιαυσιαίαν [[συμπαθῶς]] τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· ― τὰ μηνιαῖα, τὰ καταμήνια τῶν γυναικῶν, Πλούτ. 2. 907F· μηνιαία [[κάθαρσις]] Ἀλέξ. Ἀφρ., κτλ.· ― ὁ Δινδ. προτείνει μηνιαῖ’ ἄχη (ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων μηνεῖται ἄκη) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 266, πρβλ. Χο. 585. ΙΙ. ὁ ἔχων ἡλικίαν ἑνὸς μηνός, πᾶν ἀρσενικὸν ἀπὸ μηνιαίου καὶ [[ἐπάνω]] Ἑβδ. (Ἀριθ. Γϳ, 15, κ. ἀλλ.).
|lstext='''μηνιαῖος''': -α, -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων, ἀστροειδῆ περίοδον, τὴν μὲν ἡμερήσιον…, τὴν δὲ μηνιαίαν, τὴν δὲ ἐνιαυσιαίαν [[συμπαθῶς]] τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· ― τὰ μηνιαῖα, τὰ καταμήνια τῶν γυναικῶν, Πλούτ. 2. 907F· μηνιαία [[κάθαρσις]] Ἀλέξ. Ἀφρ., κτλ.· ― ὁ Δινδ. προτείνει μηνιαῖ’ ἄχη (ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων μηνεῖται ἄκη) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 266, πρβλ. Χο. 585. ΙΙ. ὁ ἔχων ἡλικίαν ἑνὸς μηνός, πᾶν ἀρσενικὸν ἀπὸ μηνιαίου καὶ [[ἐπάνω]] Ἑβδ. (Ἀριθ. Γϳ, 15, κ. ἀλλ.).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui dure un mois.<br />'''Étymologie:''' [[μήν]]².
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηνιαῖος:''' -α, -ον, αυτός που συμβαίνει ανά [[μήνα]], σε Στράβ.
|lsmtext='''μηνιαῖος:''' -α, -ον, αυτός που συμβαίνει ανά [[μήνα]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηνιαῖος:''' [[длящийся один месяц]] ([[ἐνιαυτός]] Plut.; μηνιαῖ᾽ ἄχη Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] μηνίσασ᾽ ἄχη).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μηνιαῖος]], η, ον<br />[[monthly]], Strab.
|mdlsjtxt=[[μηνιαῖος]], η, ον<br />[[monthly]], Strab.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[μήν]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνιαῖος Medium diacritics: μηνιαῖος Low diacritics: μηνιαίος Capitals: ΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: mēniaîos Transliteration B: mēniaios Transliteration C: miniaios Beta Code: mhniai=os

English (LSJ)

α, ον (ος, ον Antyll. ap. Orib.9.3.1),
A monthly, ἀπόκρυψις Placit.2.29.5; περίοδος Str.3.5.8, Gal.7.500; φορά IG22.1368.46; διαγραφή PRyl.2.206 (b) (iii A.D.); τὰ μ. the menses of women, Placit.5.18.2, Ph.2.305; μ. κάθαρσις Alex.Aphr.Pr.2.57.
2 ὧραι μ. 'seasons' (quarters) of the month, Antyll.l.c.
II a month old, LXX Nu.3.15, al.; μ. ὕδωρ Hp.Mul.2.188.
III a month long, νύξ Ant.Diog.9; χρόνος Gem.1.8, cf. Cleom.1.7; παραλλαγή, παράλλαγμα, Gem.8.22,19.

German (Pape)

[Seite 174] von der Dauer eines Monats, einen Monat lang, Aesch. Suppl. 266 u. Sp.; τὰ μηνιαῖα, die monatliche Reinigung der Frauen, Plut. plac. phil. 5, 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui dure un mois.
Étymologie: μήν².

Russian (Dvoretsky)

μηνιαῖος: длящийся один месяц (ἐνιαυτός Plut.; μηνιαῖ᾽ ἄχη Aesch. - v.l. μηνίσασ᾽ ἄχη).

Greek (Liddell-Scott)

μηνιαῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων, ἀστροειδῆ περίοδον, τὴν μὲν ἡμερήσιον…, τὴν δὲ μηνιαίαν, τὴν δὲ ἐνιαυσιαίαν συμπαθῶς τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· ― τὰ μηνιαῖα, τὰ καταμήνια τῶν γυναικῶν, Πλούτ. 2. 907F· μηνιαία κάθαρσις Ἀλέξ. Ἀφρ., κτλ.· ― ὁ Δινδ. προτείνει μηνιαῖ’ ἄχη (ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων μηνεῖται ἄκη) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 266, πρβλ. Χο. 585. ΙΙ. ὁ ἔχων ἡλικίαν ἑνὸς μηνός, πᾶν ἀρσενικὸν ἀπὸ μηνιαίου καὶ ἐπάνω Ἑβδ. (Ἀριθ. Γϳ, 15, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μηνιαῖος, -α, -ον, Α θηλ. και μηνιαῖος) μήν
1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.)
2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία άδεια»)
νεοελλ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. το μηνιαίο(ν)
μισθός που δίνεται κάθε μήνα, μηνιάτικο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μηνιαία
τα μηναία
νεοελλ.
φρ. «μηνιαίος ρυθμός»
βιολ. ένας από τους βιολογικούς ρυθμούς, ο οποίος διαρκεί κατά μέσο όρο 29,5 μέρες
αρχ.
1. το τεταρτημόριο του μήνα
2. αυτός που έχει ηλικία ενός μήνα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιαῖα
τα έμμηνα τών γυναικών.
επίρρ...
μηνιαίως και -ιαία
(ΑΜ μηνιαίως) κάθε μήνα.

Greek Monotonic

μηνιαῖος: -α, -ον, αυτός που συμβαίνει ανά μήνα, σε Στράβ.

Middle Liddell

μηνιαῖος, η, ον
monthly, Strab.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό μήν, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.