χαριστήριος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=charistirios
|Transliteration C=charistirios
|Beta Code=xaristh/rios
|Beta Code=xaristh/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[thanksgiving]], θυσία <span class="bibl">D.H.1.88</span>: so in plural, <span class="bibl">Id.10.17</span>,<span class="bibl">54</span>, <span class="title">IGRom.</span>4.566.19 (Aezani, ii A. D.); ἀπαρχαί <span class="bibl">Ph.2.236</span>; ἀμοιβαί <span class="bibl">D.H.1.6</span>; ὕμνος <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>4.158a</span>: c. gen., θυσία χ. ὑδάτων <span class="bibl">D.H.1.55</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst., <b class="b3">χαριστήριον, τό,</b> [[thank-offering]], IG22.3003,4798, 7.3100 (Lebad.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>57</span>, <span class="bibl">Ath.15.672a</span>, etc.: freq. in plural <b class="b3">χαριστήρια, τά,</b> [[thank-offerings]], χ. τοῖς θεοῖς ἀποτελεῖν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.1.2</span>; [[ὀφειλήσειν]] ib.<span class="bibl">7.2.28</span>; [[προσφέρειν]], [[θῦσαι]], <span class="bibl">D.S.5.31</span>, <span class="bibl">20.76</span>: c. gen., θύειν τοῖς θεοῖς χ. τῶν εὐτυχημάτων <span class="bibl">Plb.21.2.2</span>; χ. τροφῶν ἀποδιδόναι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Patr.Enc.</span>7</span>; τῇ Ἑκάτῃ χ. τῆς νίκης ἑορτάζειν Plu.2.862a; <b class="b3">χ. ἐλευθερίας</b>, in memory of the liberation by Thrasybulus on 12th Boëdromion, ib.349f, cf. <span class="bibl">Neanth.9J.</span>, <span class="title">OGI</span>654.8 (Egypt. i B.C.); = Lat. [[supplicatio]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>7</span>.</span>
|Definition=χαριστήριον,<br><span class="bld">A</span> of or for [[thanksgiving]], θυσία D.H.1.88: so in plural, Id.10.17,54, ''IGRom.''4.566.19 (Aezani, ii A. D.); ἀπαρχαί Ph.2.236; ἀμοιβαί D.H.1.6; ὕμνος Jul.''Or.''4.158a: c. gen., θυσία χ. ὑδάτων D.H.1.55, cf. Plu.''Lyc.''11.<br><span class="bld">II</span> Subst., [[χαριστήριον]], τό, [[thank-offering]], IG22.3003,4798, 7.3100 (Lebad.), Plu.''Caes.''57, Ath.15.672a, etc.: freq. in plural [[χαριστήρια]], τά, [[thank-offerings]], χ. τοῖς θεοῖς ἀποτελεῖν [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.1.2; [[ὀφειλήσειν]] ib.7.2.28; [[προσφέρειν]], [[θῦσαι]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.31, 20.76: c. gen., θύειν τοῖς θεοῖς χ. τῶν εὐτυχημάτων Plb.21.2.2; χ. τροφῶν ἀποδιδόναι Luc.''Patr.Enc.''7; τῇ Ἑκάτῃ χ. τῆς νίκης ἑορτάζειν Plu.2.862a; <b class="b3">χ. ἐλευθερίας</b>, in memory of the liberation by Thrasybulus on 12th [[Boëdromion]], ib.349f, cf. Neanth.9J., ''OGI''654.8 (Egypt. i B.C.); = Lat. [[supplicatio]], Plu.''Cam.''7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] zur Gunstbezeugung, zur Gefälligkeit, zum Schenken gehörig, geneigt, – dankbar; – τὸ χαριστήριον, Gefälligkeit, Geschenk; – τὰ χαριστήρια, sc. [[ἱερά]], Dankopfer, Dankfest, Xen. Cyr. 4, 1,2 u. öfter; θύειν τοῖς θεοῖς τῶν εὐτυχημάτων Pol. 21, 1,2; Plut. Rom. 21; χαριστήρια τροφῶν ἀποδιδόναι Luc. patr. enc. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] zur Gunstbezeugung, zur Gefälligkeit, zum Schenken gehörig, geneigt, – dankbar; – τὸ χαριστήριον, Gefälligkeit, Geschenk; – τὰ χαριστήρια, ''[[sc.]]'' [[ἱερά]], Dankopfer, Dankfest, Xen. Cyr. 4, 1,2 u. öfter; θύειν τοῖς θεοῖς τῶν εὐτυχημάτων Pol. 21, 1,2; Plut. Rom. 21; χαριστήρια τροφῶν ἀποδιδόναι Luc. patr. enc. 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui sert à témoigner la reconnaissance;<br />τὰ χαριστήρια ([[ἱερά]]) sacrifices d'actions de grâces ; <i>particul.</i> sacrifice de la supplication romaine ; τὸ χαριστήριον PLUT le témoignage de reconnaissance ; χαριστήρια τροφῶν ἀποδιδόναι LUC rendre grâces pour l'éducation qu'on a reçue.<br />'''Étymologie:''' [[χαρίζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰριστήριος:''' [[благодарственный]]: τὸ ἱερὸν τῇ θεῷ τῆς ἀχέσεως [[χαριστήριον]] ἱδρύσασθαι Plut. воздвигнуть богине храм в благодарность за исцеление.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χαριστήριος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔκφράσιν εὐχαριστίας, χ. [[θυσία]] Διονύσ. Ἁλ. 1. 88., 10. 54· χ. ἀμοιβαί ὁ αὐτ. 1. 6· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., [[θυσία]] χ. ὑδάτων [[αὐτόθι]] 55, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ.(προσθ.) 3837. 19· ἐπὶ τινι Πλουτ. Καῖσ. 57. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., χαριστήριον, τό, [[εὐχαριστήριος]] [[προσφορά]], Ἀθήν. 672 Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 495, 498, 1598, 2039, κ. ἀλλ.· - συχν. ἐν τῷ πληθ., χαριστήρια, τά, εὐχαριστήριοι προσφοραί, χ. τοῖς θεοῖς ἀποτελεῖν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 1, 2· ὀφείλειν [[αὐτόθι]] 7. 2, 28· προσφέρειν, θύειν Διόδ. 5. 31., 20. 76· μετὰ γεν., θύειν τοῖς θεοῖς χ. τῶν εὐτυχημάτων Πολύβ. 21. 1, 2· χ. τροφῶν ἀποδιδόναι Λουκ. Πατρ. Ἐγκωμ. 7. χ. τῆς νίκης ἑορτάζειν Πλούτ. 2. 862Α· χ. ἐλευθερίας, εἰς ἀνάμνησιν τῆς διὰ τοῦ Θρασυβούλου ἀπελευθερώσεως κατὰ τὴν 12ην τοῦ Βοηδρομιῶνος, [[αὐτόθι]] 349F, πρβλ. Πάμφιλ. παρ’ Ἀθην. 572F, κλπ.· - ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Λατ. supplicatio, Πλουτ. Κάμιλλ. 6.
|lstext='''χαριστήριος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔκφράσιν εὐχαριστίας, χ. [[θυσία]] Διονύσ. Ἁλ. 1. 88., 10. 54· χ. ἀμοιβαί ὁ αὐτ. 1. 6· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., [[θυσία]] χ. ὑδάτων [[αὐτόθι]] 55, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ.(προσθ.) 3837. 19· ἐπὶ τινι Πλουτ. Καῖσ. 57. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., χαριστήριον, τό, [[εὐχαριστήριος]] [[προσφορά]], Ἀθήν. 672 Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 495, 498, 1598, 2039, κ. ἀλλ.· - συχν. ἐν τῷ πληθ., χαριστήρια, τά, εὐχαριστήριοι προσφοραί, χ. τοῖς θεοῖς ἀποτελεῖν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 1, 2· ὀφείλειν [[αὐτόθι]] 7. 2, 28· προσφέρειν, θύειν Διόδ. 5. 31., 20. 76· μετὰ γεν., θύειν τοῖς θεοῖς χ. τῶν εὐτυχημάτων Πολύβ. 21. 1, 2· χ. τροφῶν ἀποδιδόναι Λουκ. Πατρ. Ἐγκωμ. 7. χ. τῆς νίκης ἑορτάζειν Πλούτ. 2. 862Α· χ. ἐλευθερίας, εἰς ἀνάμνησιν τῆς διὰ τοῦ Θρασυβούλου ἀπελευθερώσεως κατὰ τὴν 12ην τοῦ Βοηδρομιῶνος, [[αὐτόθι]] 349F, πρβλ. Πάμφιλ. παρ’ Ἀθην. 572F, κλπ.· - ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Λατ. supplicatio, Πλουτ. Κάμιλλ. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui sert à témoigner la reconnaissance;<br />τὰ χαριστήρια ([[ἱερά]]) sacrifices d’actions de grâces ; <i>particul.</i> sacrifice de la supplication romaine ; τὸ χαριστήριον PLUT le témoignage de reconnaissance ; χαριστήρια τροφῶν ἀποδιδόναι LUC rendre grâces pour l’éducation qu’on a reçue.<br />'''Étymologie:''' [[χαρίζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε [[έκφραση]] ευχαριστίας, [[ευχαριστήριος]] («θυσίας χαριστηρίους τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαριστήριον</i><br />ευχαριστήρια [[προσφορά]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[χαριστήρια]]<br />(ενν. [[ἱερά]]) [[θυσία]] και, γενικά, [[γιορτή]] για [[έκφραση]] ευχαριστίας («[[ὥστε]] τῷ Ἀπόλλωνι ἄλλα μοι δοκῶ [[χαριστήρια]] ὀφείλησειν», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χαριστηρίως</i> Α<br />με [[χάρη]], με [[κομψότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαρίζω]], -<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βασανισ</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε [[έκφραση]] ευχαριστίας, [[ευχαριστήριος]] («θυσίας χαριστηρίους τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαριστήριον</i><br />ευχαριστήρια [[προσφορά]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[χαριστήρια]]<br />(ενν. [[ἱερά]]) [[θυσία]] και, γενικά, [[γιορτή]] για [[έκφραση]] ευχαριστίας («[[ὥστε]] τῷ Ἀπόλλωνι ἄλλα μοι δοκῶ [[χαριστήρια]] ὀφείλησειν», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χαριστηρίως</i> Α<br />με [[χάρη]], με [[κομψότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαρίζω]], -<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[βασανιστήριος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χᾰριστήριος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[έκφραση]] ευχαριστίας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>χαριστήριον</i>, <i>τό</i>, [[ευχαριστία]]· σε πληθ., <i>[[χαριστήρια]]</i>, <i>τά</i>, ευχαριστίες, σε Ξεν.
|lsmtext='''χᾰριστήριος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[έκφραση]] ευχαριστίας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>χαριστήριον</i>, <i>τό</i>, [[ευχαριστία]]· σε πληθ., <i>[[χαριστήρια]]</i>, <i>τά</i>, ευχαριστίες, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰριστήριος:''' [[благодарственный]]: τὸ ἱερὸν τῇ θεῷ τῆς ἀχέσεως [[χαριστήριον]] ἱδρύσασθαι Plut. воздвигнуть богине храм в благодарность за исцеление.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χᾰριστήριος, ον,<br /><b class="num">I.</b> of or for [[thanksgiving]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], χαριστήριον, ου, a [[thank]]-[[offering]]: in plural χαριστήρια, ων, τά, [[thank]]-offerings, Xen.
|mdlsjtxt=χᾰριστήριος, ον,<br /><b class="num">I.</b> of or for [[thanksgiving]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], χαριστήριον, ου, a [[thank]]-[[offering]]: in plural χαριστήρια, ων, τά, [[thank]]-offerings, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 07:53, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰριστήριος Medium diacritics: χαριστήριος Low diacritics: χαριστήριος Capitals: ΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: charistḗrios Transliteration B: charistērios Transliteration C: charistirios Beta Code: xaristh/rios

English (LSJ)

χαριστήριον,
A of or for thanksgiving, θυσία D.H.1.88: so in plural, Id.10.17,54, IGRom.4.566.19 (Aezani, ii A. D.); ἀπαρχαί Ph.2.236; ἀμοιβαί D.H.1.6; ὕμνος Jul.Or.4.158a: c. gen., θυσία χ. ὑδάτων D.H.1.55, cf. Plu.Lyc.11.
II Subst., χαριστήριον, τό, thank-offering, IG22.3003,4798, 7.3100 (Lebad.), Plu.Caes.57, Ath.15.672a, etc.: freq. in plural χαριστήρια, τά, thank-offerings, χ. τοῖς θεοῖς ἀποτελεῖν X.Cyr.4.1.2; ὀφειλήσειν ib.7.2.28; προσφέρειν, θῦσαι, D.S.5.31, 20.76: c. gen., θύειν τοῖς θεοῖς χ. τῶν εὐτυχημάτων Plb.21.2.2; χ. τροφῶν ἀποδιδόναι Luc.Patr.Enc.7; τῇ Ἑκάτῃ χ. τῆς νίκης ἑορτάζειν Plu.2.862a; χ. ἐλευθερίας, in memory of the liberation by Thrasybulus on 12th Boëdromion, ib.349f, cf. Neanth.9J., OGI654.8 (Egypt. i B.C.); = Lat. supplicatio, Plu.Cam.7.

German (Pape)

[Seite 1339] zur Gunstbezeugung, zur Gefälligkeit, zum Schenken gehörig, geneigt, – dankbar; – τὸ χαριστήριον, Gefälligkeit, Geschenk; – τὰ χαριστήρια, sc. ἱερά, Dankopfer, Dankfest, Xen. Cyr. 4, 1,2 u. öfter; θύειν τοῖς θεοῖς τῶν εὐτυχημάτων Pol. 21, 1,2; Plut. Rom. 21; χαριστήρια τροφῶν ἀποδιδόναι Luc. patr. enc. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à témoigner la reconnaissance;
τὰ χαριστήρια (ἱερά) sacrifices d'actions de grâces ; particul. sacrifice de la supplication romaine ; τὸ χαριστήριον PLUT le témoignage de reconnaissance ; χαριστήρια τροφῶν ἀποδιδόναι LUC rendre grâces pour l'éducation qu'on a reçue.
Étymologie: χαρίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

χᾰριστήριος: благодарственный: τὸ ἱερὸν τῇ θεῷ τῆς ἀχέσεως χαριστήριον ἱδρύσασθαι Plut. воздвигнуть богине храм в благодарность за исцеление.

Greek (Liddell-Scott)

χαριστήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔκφράσιν εὐχαριστίας, χ. θυσία Διονύσ. Ἁλ. 1. 88., 10. 54· χ. ἀμοιβαί ὁ αὐτ. 1. 6· ὡσαύτως μετὰ γεν., θυσία χ. ὑδάτων αὐτόθι 55, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ.(προσθ.) 3837. 19· ἐπὶ τινι Πλουτ. Καῖσ. 57. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., χαριστήριον, τό, εὐχαριστήριος προσφορά, Ἀθήν. 672 Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 495, 498, 1598, 2039, κ. ἀλλ.· - συχν. ἐν τῷ πληθ., χαριστήρια, τά, εὐχαριστήριοι προσφοραί, χ. τοῖς θεοῖς ἀποτελεῖν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 1, 2· ὀφείλειν αὐτόθι 7. 2, 28· προσφέρειν, θύειν Διόδ. 5. 31., 20. 76· μετὰ γεν., θύειν τοῖς θεοῖς χ. τῶν εὐτυχημάτων Πολύβ. 21. 1, 2· χ. τροφῶν ἀποδιδόναι Λουκ. Πατρ. Ἐγκωμ. 7. χ. τῆς νίκης ἑορτάζειν Πλούτ. 2. 862Α· χ. ἐλευθερίας, εἰς ἀνάμνησιν τῆς διὰ τοῦ Θρασυβούλου ἀπελευθερώσεως κατὰ τὴν 12ην τοῦ Βοηδρομιῶνος, αὐτόθι 349F, πρβλ. Πάμφιλ. παρ’ Ἀθην. 572F, κλπ.· - ἡ λέξις ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς μετάφρασις τοῦ Λατ. supplicatio, Πλουτ. Κάμιλλ. 6.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε έκφραση ευχαριστίας, ευχαριστήριος («θυσίας χαριστηρίους τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι», Δίον. Αλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριστήριον
ευχαριστήρια προσφορά
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριστήρια
(ενν. ἱερά) θυσία και, γενικά, γιορτή για έκφραση ευχαριστίας («ὥστε τῷ Ἀπόλλωνι ἄλλα μοι δοκῶ χαριστήρια ὀφείλησειν», Ξεν.).
επίρρ...
χαριστηρίως Α
με χάρη, με κομψότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, -ομαι + κατάλ. -τήριος (πρβλ. βασανιστήριος)].

Greek Monotonic

χᾰριστήριος: -ον, I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε έκφραση ευχαριστίας, σε Πλούτ.
II. ως ουσ., χαριστήριον, τό, ευχαριστία· σε πληθ., χαριστήρια, τά, ευχαριστίες, σε Ξεν.

Middle Liddell

χᾰριστήριος, ον,
I. of or for thanksgiving, Plut.
II. as substantive, χαριστήριον, ου, a thank-offering: in plural χαριστήρια, ων, τά, thank-offerings, Xen.