προεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proergazomai
|Transliteration C=proergazomai
|Beta Code=proerga/zomai
|Beta Code=proerga/zomai
|Definition=Med. with pf. Pass., [[work beforehand]], τῷ βαρβάρῳ <span class="bibl">Hdt.2.158</span>; [[work]] or [[till beforehand]], τῷ σπόρῳ νεόν <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>20.3</span>:—pf. also in pass. sense, to [[be done before]], τὰ προειργασμένα <span class="bibl">Antipho 2.2.12</span>, <span class="bibl">Th.2.89</span>, <span class="bibl">8.65</span>; <b class="b3">ἡ προειργασμένη δόξα</b> glory [[won before]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>6.1.21</span>; τὸ ὀψώνιον… τοῦ -ειργασμένου χρόνου <span class="title">OGI</span>266.8 (Pergam., iii B.C.).
|Definition=Med. with pf. Pass., [[work beforehand]], τῷ βαρβάρῳ [[Herodotus|Hdt.]]2.158; [[work]] or [[till beforehand]], τῷ σπόρῳ νεόν X.''Oec.''20.3:—pf. also in pass. sense, to [[be done before]], τὰ προειργασμένα Antipho 2.2.12, Th.2.89, 8.65; <b class="b3">ἡ προειργασμένη δόξα</b> glory [[won before]], X.''An.''6.1.21; τὸ ὀψώνιον… τοῦ -ειργασμένου χρόνου ''OGI''266.8 (Pergam., iii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0721.png Seite 721]] dep. med., vorher thun, bearbeiten, Her. 2, 158; γῆν, vorher das Land bestellen, Xen. Oec. 20, 3, zw. – Das perf. in pass. Bdtg, προειργασμένη [[δόξα]], vorher erworben, Xen. An. 5, 9, 21; καταλαμβάνουσι τὰ πλεῖστα τοῖς ἑταίροις προειργασμένα, Thuc. 8, 65, vgl. 2, 89.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0721.png Seite 721]] dep. med., vorher thun, bearbeiten, Her. 2, 158; γῆν, vorher das Land bestellen, Xen. Oec. 20, 3, zw. – Das perf. in pass. Bdtg, προειργασμένη [[δόξα]], vorher erworben, Xen. An. 5, 9, 21; καταλαμβάνουσι τὰ πλεῖστα τοῖς ἑταίροις προειργασμένα, Thuc. 8, 65, vgl. 2, 89.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[travailler d'avance]], [[préparer]], acc.;<br /><b>2</b> [[accomplir d'avance]] <i>ou</i> auparavant ; <i>au sens Pass.</i> τὰ προειργασμένα THC les hauts faits antérieurs ; [[δόξα]] προειργασμένη XÉN gloire acquise à force de travail;<br /><b>3</b> travailler pour, dans l'intérêt de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐργάζομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-εργάζομαι voorwerk verrichten:; τῷ βαρβάρῳ π. voorwerk verrichten voor de buitenlander Hdt. 2.158.5; perf. pass..; τὴν προειργασμένην δόξαν ἀποβαλεῖν de reeds verworven reputatie verliezen Xen. An. 6.1.21; ptc. subst. τὰ προειργασμένα vroegere daden.
}}
{{elru
|elrutext='''προεργάζομαι:''' [[заранее делать]], [[подготовлять]]: π. τινι Her. стараться для кого-л.; τῷ σπόρῳ νεὸν π. Xen. подготовлять целину для посева; τὰ προειργασμένα Thuc. совершенные дела; ἡ προειργασμένη [[δόξα]] Xen. ранее приобретенная слава.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προεργάζομαι''': ἀποθ., μετὰ πρκμ., ποιῶ ἢ ἐργάζομαί τι πρότερον, τινί τι Ἡρόδ. 2. 158· [[ἐργάζομαι]] ἢ καλλιεργῶ [[προηγουμένως]], Ξεν. Οἰκ. 20, 3· ― πρκμ. καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., εἶμαι εἰργασμένος πρότερον, Ἀλκίφρων 117. 31· οὕτω, τὰ προειργασμένα προηγούμενα κατορθώματα, πρότερα ἔργα, Θουκ. 2. 89, πρβλ. 8. 65· ἡ προειργασμένη [[δόξα]], [[δόξα]] κτηθεῖσα πρότερον, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 21.
|lstext='''προεργάζομαι''': ἀποθ., μετὰ πρκμ., ποιῶ ἢ ἐργάζομαί τι πρότερον, τινί τι Ἡρόδ. 2. 158· [[ἐργάζομαι]] ἢ καλλιεργῶ [[προηγουμένως]], Ξεν. Οἰκ. 20, 3· ― πρκμ. καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., εἶμαι εἰργασμένος πρότερον, Ἀλκίφρων 117. 31· οὕτω, τὰ προειργασμένα προηγούμενα κατορθώματα, πρότερα ἔργα, Θουκ. 2. 89, πρβλ. 8. 65· ἡ προειργασμένη [[δόξα]], [[δόξα]] κτηθεῖσα πρότερον, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 21.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> travailler d'avance, préparer, acc.;<br /><b>2</b> accomplir d'avance <i>ou</i> auparavant ; <i>au sens Pass.</i> τὰ προειργασμένα THC les hauts faits antérieurs ; [[δόξα]] προειργασμένη XÉN gloire acquise à force de travail;<br /><b>3</b> travailler pour, dans l’intérêt de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐργάζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεργάζομαι:''' αποθ. με μέλ. <i>-άσομαι</i>, παρακ. <i>-είργασμαι</i>· κάνω [[κάτι]] ή [[εργάζομαι]] από [[πριν]], σε Ηρόδ., Ξεν.· παρακ. επίσης με Παθ. [[σημασία]], <i>τὰ προειργασμένα</i>, τα προηγούμενα κατορθώματα, σε Θουκ.· ἡπροειργασμένη [[δόξα]], η [[δόξα]] που κερδήθηκε από [[πριν]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προεργάζομαι:''' αποθ. με μέλ. <i>-άσομαι</i>, παρακ. <i>-είργασμαι</i>· κάνω [[κάτι]] ή [[εργάζομαι]] από [[πριν]], σε Ηρόδ., Ξεν.· παρακ. επίσης με Παθ. [[σημασία]], <i>τὰ προειργασμένα</i>, τα προηγούμενα κατορθώματα, σε Θουκ.· ἡπροειργασμένη [[δόξα]], η [[δόξα]] που κερδήθηκε από [[πριν]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-εργάζομαι voorwerk verrichten:; τῷ βαρβάρῳ π. voorwerk verrichten voor de buitenlander Hdt. 2.158.5; perf. pass..; τὴν προειργασμένην δόξαν ἀποβαλεῖν de reeds verworven reputatie verliezen Xen. An. 6.1.21; ptc. subst. τὰ προειργασμένα vroegere daden.
}}
{{elru
|elrutext='''προεργάζομαι:''' [[заранее делать]], [[подготовлять]]: π. τινι Her. стараться для кого-л.; τῷ σπόρῳ νεὸν π. Xen. подготовлять целину для посева; τὰ προειργασμένα Thuc. совершенные дела; ἡ προειργασμένη [[δόξα]] Xen. ранее приобретенная слава.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dep. with fut. άσομαι perf. -είργασμαι<br />to do or [[work]] at [[beforehand]], Hdt., Xen.:—perf. also in [[pass]]. [[sense]], τὰ προειργασμένα [[former]] deeds, Thuc.; ἡ προειργασμένη [[δόξα]] [[glory]] won [[before]], Xen.
|mdlsjtxt=Dep. with fut. άσομαι perf. -είργασμαι<br />to do or [[work]] at [[beforehand]], Hdt., Xen.:—perf. also in [[pass]]. [[sense]], τὰ προειργασμένα [[former]] deeds, Thuc.; ἡ προειργασμένη [[δόξα]] [[glory]] won [[before]], Xen.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[prius confici]], [[praeparari]]'', to [[be completed]], [[prepared first]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.65.2/ 8.65.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%208.65.3/ 8.65.3],<br>''[[res antea gestae]]'', [[deeds previously accomplished]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.89.9/ 2.89.9]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.66.1/ 7.66.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεργάζομαι Medium diacritics: προεργάζομαι Low diacritics: προεργάζομαι Capitals: ΠΡΟΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: proergázomai Transliteration B: proergazomai Transliteration C: proergazomai Beta Code: proerga/zomai

English (LSJ)

Med. with pf. Pass., work beforehand, τῷ βαρβάρῳ Hdt.2.158; work or till beforehand, τῷ σπόρῳ νεόν X.Oec.20.3:—pf. also in pass. sense, to be done before, τὰ προειργασμένα Antipho 2.2.12, Th.2.89, 8.65; ἡ προειργασμένη δόξα glory won before, X.An.6.1.21; τὸ ὀψώνιον… τοῦ -ειργασμένου χρόνου OGI266.8 (Pergam., iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 721] dep. med., vorher thun, bearbeiten, Her. 2, 158; γῆν, vorher das Land bestellen, Xen. Oec. 20, 3, zw. – Das perf. in pass. Bdtg, προειργασμένη δόξα, vorher erworben, Xen. An. 5, 9, 21; καταλαμβάνουσι τὰ πλεῖστα τοῖς ἑταίροις προειργασμένα, Thuc. 8, 65, vgl. 2, 89.

French (Bailly abrégé)

1 travailler d'avance, préparer, acc.;
2 accomplir d'avance ou auparavant ; au sens Pass. τὰ προειργασμένα THC les hauts faits antérieurs ; δόξα προειργασμένη XÉN gloire acquise à force de travail;
3 travailler pour, dans l'intérêt de, τινι.
Étymologie: πρό, ἐργάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εργάζομαι voorwerk verrichten:; τῷ βαρβάρῳ π. voorwerk verrichten voor de buitenlander Hdt. 2.158.5; perf. pass..; τὴν προειργασμένην δόξαν ἀποβαλεῖν de reeds verworven reputatie verliezen Xen. An. 6.1.21; ptc. subst. τὰ προειργασμένα vroegere daden.

Russian (Dvoretsky)

προεργάζομαι: заранее делать, подготовлять: π. τινι Her. стараться для кого-л.; τῷ σπόρῳ νεὸν π. Xen. подготовлять целину для посева; τὰ προειργασμένα Thuc. совершенные дела; ἡ προειργασμένη δόξα Xen. ранее приобретенная слава.

Greek (Liddell-Scott)

προεργάζομαι: ἀποθ., μετὰ πρκμ., ποιῶ ἢ ἐργάζομαί τι πρότερον, τινί τι Ἡρόδ. 2. 158· ἐργάζομαι ἢ καλλιεργῶ προηγουμένως, Ξεν. Οἰκ. 20, 3· ― πρκμ. καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., εἶμαι εἰργασμένος πρότερον, Ἀλκίφρων 117. 31· οὕτω, τὰ προειργασμένα προηγούμενα κατορθώματα, πρότερα ἔργα, Θουκ. 2. 89, πρβλ. 8. 65· ἡ προειργασμένη δόξα, δόξα κτηθεῖσα πρότερον, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 21.

Greek Monolingual

ΝΑ
επεξεργάζομαι ή κατεργάζομαι κάτι εκ τών προτέρων κατασκευάζω εκ τών προτέρων, κάτι
νεοελλ.
προπαρασκευάζω, προετοιμάζω, προκαταρτίζω
αρχ.
1. (στη γεωργία) καλλιεργώ προηγουμένως
2. παθ. ολοκληρώνομαι προηγουμένως.

Greek Monotonic

προεργάζομαι: αποθ. με μέλ. -άσομαι, παρακ. -είργασμαι· κάνω κάτι ή εργάζομαι από πριν, σε Ηρόδ., Ξεν.· παρακ. επίσης με Παθ. σημασία, τὰ προειργασμένα, τα προηγούμενα κατορθώματα, σε Θουκ.· ἡπροειργασμένη δόξα, η δόξα που κερδήθηκε από πριν, σε Ξεν.

Middle Liddell

Dep. with fut. άσομαι perf. -είργασμαι
to do or work at beforehand, Hdt., Xen.:—perf. also in pass. sense, τὰ προειργασμένα former deeds, Thuc.; ἡ προειργασμένη δόξα glory won before, Xen.

Lexicon Thucydideum

prius confici, praeparari, to be completed, prepared first, 8.65.2, 8.65.3,
res antea gestae, deeds previously accomplished, 2.89.9. 7.66.1.