φιλομεμφής: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filomemfis | |Transliteration C=filomemfis | ||
|Beta Code=filomemfh/s | |Beta Code=filomemfh/s | ||
|Definition= | |Definition=φιλομεμφές, [[fond of finding fault]], [[censorious]], Democr.109, Plu.2.707a:—irreg. Sup. φιλομεμφότατος Id.''Comp.Cim.Luc.''1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] ές, tadelsüchtig, mißvergnügt, Plut.; dazu der unregelmäßige superl. φιλομεμφότατος, wie von φιλόμεμφος, Plut. compar. Cimon. 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] ές, tadelsüchtig, mißvergnügt, Plut.; dazu der unregelmäßige superl. φιλομεμφότατος, wie von φιλόμεμφος, Plut. compar. Cimon. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[qui aime à faire des reproches]], [[grondeur]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μέμφομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλομεμφής:''' (superl. φιλομεμφότατος) любящий порицать, придирчивый Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλομεμφής''': -ές, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, νὰ ψέγῃ, νὰ ἐπιτιμᾷ, Πλούτ. 2. 707Α· ― τὸ ὑπερθ. φιλομεμφότατος ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. ἐν Κίμωνος καὶ Λουκούλλου συγκρίσει 1, πιθανῶς [[ἡμαρτημένως]] ἀντὶ -έστατος. | |lstext='''φῐλομεμφής''': -ές, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, νὰ ψέγῃ, νὰ ἐπιτιμᾷ, Πλούτ. 2. 707Α· ― τὸ ὑπερθ. φιλομεμφότατος ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. ἐν Κίμωνος καὶ Λουκούλλου συγκρίσει 1, πιθανῶς [[ἡμαρτημένως]] ἀντὶ -έστατος. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που του αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]] «[[κατηγορώ]]»), | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που του αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]] «[[κατηγορώ]]»), [[πρβλ]]. [[ἑτοιμομεμφής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλομεμφές, fond of finding fault, censorious, Democr.109, Plu.2.707a:—irreg. Sup. φιλομεμφότατος Id.Comp.Cim.Luc.1.
German (Pape)
[Seite 1282] ές, tadelsüchtig, mißvergnügt, Plut.; dazu der unregelmäßige superl. φιλομεμφότατος, wie von φιλόμεμφος, Plut. compar. Cimon. 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime à faire des reproches, grondeur.
Étymologie: φίλος, μέμφομαι.
Russian (Dvoretsky)
φιλομεμφής: (superl. φιλομεμφότατος) любящий порицать, придирчивый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομεμφής: -ές, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, νὰ ψέγῃ, νὰ ἐπιτιμᾷ, Πλούτ. 2. 707Α· ― τὸ ὑπερθ. φιλομεμφότατος ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. ἐν Κίμωνος καὶ Λουκούλλου συγκρίσει 1, πιθανῶς ἡμαρτημένως ἀντὶ -έστατος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που του αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μεμφής (< μέμφομαι «κατηγορώ»), πρβλ. ἑτοιμομεμφής].