δορυδρέπανον: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dorydrepanon
|Transliteration C=dorydrepanon
|Beta Code=dorudre/panon
|Beta Code=dorudre/panon
|Definition=τό, a kind of [[halbert]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">La.</span>183d</span>; esp. a large kind [[used for cutting off]] halyards in sea-fights, <span class="bibl">Str.4.4.1</span>; in sieges, [[for pulling down]] battlements, <span class="bibl">Plb.21.27.4</span>.
|Definition=τό, a kind of [[halbert]], Pl.''La.''183d; esp. a large kind [[used for cutting off]] halyards in sea-fights, Str.4.4.1; in sieges, [[for pulling down]] battlements, Plb.21.27.4.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δορυδρέπᾰνον) -ου, τό<br />milit., especie de [[alabarda]] o [[hacha de abordaje]] usada en el combate naval προσβαλούσης ... τῆς νεὼς ... πρὸς ὁλκάδα τινά, ἐμάχετο ἔχων δ. Pl.<i>La</i>.183d, cf. 184a, κατέσπων οἱ Ῥωμαῖοι τὰ ἱστία δορυδρεπάνοις Str.4.4.1, cf. Poll.1.120, D.C.39.43.4, Agath.5.22.4<br /><b class="num">•</b>tb. para derribar las almenas de las murallas τῶν δορυδρεπάνων ἀποσυρόντων τὰς ἐπάλξεις Plb.21.27.4<br /><b class="num">•</b>en sent. humorístico <i>AP</i> 11.89 (Lucill.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0659.png Seite 659]] τό, Lanzensichel, d. i. eine Lanze mit sichelförmiger Spitze; Plat. Lach. 183 d; Ep. ad. 100 (XI, 89). Auch »Enterhaken« bei den Schiffen; Strab. 4, 4, 1; vgl. Caes. B. G. 3, 14; Pol. 22, 10 Poll. 1, 120.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0659.png Seite 659]] τό, Lanzensichel, d. i. eine Lanze mit sichelförmiger Spitze; Plat. Lach. 183 d; Ep. ad. 100 (XI, 89). Auch »Enterhaken« bei den Schiffen; Strab. 4, 4, 1; vgl. Caes. B. G. 3, 14; Pol. 22, 10 Poll. 1, 120.
}}
{{ls
|lstext='''δορυδρέπᾰνον''': τό, [[λογχοδρέπανον]], [[δόρυ]] ἔχον δρεπανοειδῆ αἰχμήν, Πλάτ. Λάχ. 183D· ἰδίως μέγα τοιοῦτον [[ὅπλον]], ἐν χρήσει κατὰ τὰς ναυμαχίας, [[ὅπως]] συγκρατῇ πλησίον τὸν ἐχθρόν, Στράβ. 195, πρβλ. Καίσαρα Γαλλ. Πολ. 3. 14· καὶ ἐν πολιορκίαις, Πολύβ. 22. 10, 4.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />hallebarde (arme défensive en cas de siège <i>ou</i> de bataille navale).<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[δρέπανον]].
|btext=ου (τό) :<br />hallebarde (arme défensive en cas de siège <i>ou</i> de bataille navale).<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[δρέπανον]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=(δορυδρέπᾰνον) -ου, τό<br />milit., especie de [[alabarda]] o [[hacha de abordaje]] usada en el combate naval προσβαλούσης ... τῆς νεὼς ... πρὸς ὁλκάδα τινά, ἐμάχετο ἔχων δ. Pl.<i>La</i>.183d, cf. 184a, κατέσπων οἱ Ῥωμαῖοι τὰ ἱστία δορυδρεπάνοις Str.4.4.1, cf. Poll.1.120, D.C.39.43.4, Agath.5.22.4<br /><b class="num">•</b>tb. para derribar las almenas de las murallas τῶν δορυδρεπάνων ἀποσυρόντων τὰς ἐπάλξεις Plb.21.27.4<br /><b class="num">•</b>en sent. humorístico <i>AP</i> 11.89 (Lucill.).
|elrutext='''δορυδρέπᾰνον:''' τό [[копье с серповидным наконечником]] Plat., Polyb.
}}
{{ls
|lstext='''δορυδρέπᾰνον''': τό, [[λογχοδρέπανον]], [[δόρυ]] ἔχον δρεπανοειδῆ αἰχμήν, Πλάτ. Λάχ. 183D· ἰδίως μέγα τοιοῦτον [[ὅπλον]], ἐν χρήσει κατὰ τὰς ναυμαχίας, [[ὅπως]] συγκρατῇ πλησίον τὸν ἐχθρόν, Στράβ. 195, πρβλ. Καίσαρα Γαλλ. Πολ. 3. 14· καὶ ἐν πολιορκίαις, Πολύβ. 22. 10, 4.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορυδρέπᾰνον:''' τό, είδος [[δόρατος]] με δρεπανοειδή [[αιχμή]], [[λογχοδρέπανο]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δορυδρέπᾰνον:''' τό, είδος [[δόρατος]] με δρεπανοειδή [[αιχμή]], [[λογχοδρέπανο]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δορυδρέπᾰνον:''' τό [[копье с серповидным наконечником]] Plat., Polyb.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δορυ-δρέπᾰνον, ου, τό, <i>n</i><br />a [[kind]] of halbert, Plat.
|mdlsjtxt=δορυ-δρέπᾰνον, ου, τό, <i>n</i><br />a [[kind]] of halbert, Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορυδρέπᾰνον Medium diacritics: δορυδρέπανον Low diacritics: δορυδρέπανον Capitals: ΔΟΡΥΔΡΕΠΑΝΟΝ
Transliteration A: dorydrépanon Transliteration B: dorydrepanon Transliteration C: dorydrepanon Beta Code: dorudre/panon

English (LSJ)

τό, a kind of halbert, Pl.La.183d; esp. a large kind used for cutting off halyards in sea-fights, Str.4.4.1; in sieges, for pulling down battlements, Plb.21.27.4.

Spanish (DGE)

(δορυδρέπᾰνον) -ου, τό
milit., especie de alabarda o hacha de abordaje usada en el combate naval προσβαλούσης ... τῆς νεὼς ... πρὸς ὁλκάδα τινά, ἐμάχετο ἔχων δ. Pl.La.183d, cf. 184a, κατέσπων οἱ Ῥωμαῖοι τὰ ἱστία δορυδρεπάνοις Str.4.4.1, cf. Poll.1.120, D.C.39.43.4, Agath.5.22.4
tb. para derribar las almenas de las murallas τῶν δορυδρεπάνων ἀποσυρόντων τὰς ἐπάλξεις Plb.21.27.4
en sent. humorístico AP 11.89 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 659] τό, Lanzensichel, d. i. eine Lanze mit sichelförmiger Spitze; Plat. Lach. 183 d; Ep. ad. 100 (XI, 89). Auch »Enterhaken« bei den Schiffen; Strab. 4, 4, 1; vgl. Caes. B. G. 3, 14; Pol. 22, 10 Poll. 1, 120.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
hallebarde (arme défensive en cas de siège ou de bataille navale).
Étymologie: δόρυ, δρέπανον.

Russian (Dvoretsky)

δορυδρέπᾰνον: τό копье с серповидным наконечником Plat., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

δορυδρέπᾰνον: τό, λογχοδρέπανον, δόρυ ἔχον δρεπανοειδῆ αἰχμήν, Πλάτ. Λάχ. 183D· ἰδίως μέγα τοιοῦτον ὅπλον, ἐν χρήσει κατὰ τὰς ναυμαχίας, ὅπως συγκρατῇ πλησίον τὸν ἐχθρόν, Στράβ. 195, πρβλ. Καίσαρα Γαλλ. Πολ. 3. 14· καὶ ἐν πολιορκίαις, Πολύβ. 22. 10, 4.

Greek Monolingual

δορυδρέπανον, το (Α)
1. δόρυ με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο σε χρήση κυρίως σε ναυμαχίες για να πλήττει και να συγκρατεί κατόπιν τον εχθρό
2. πολιορκητική μηχανή για διόρυξη τείχους ή κατακρήμνιση τών εχθρών απ' αυτό.

Greek Monotonic

δορυδρέπᾰνον: τό, είδος δόρατος με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

δορυ-δρέπᾰνον, ου, τό, n
a kind of halbert, Plat.