ἀμπεχόνη: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ampechoni | |Transliteration C=ampechoni | ||
|Beta Code=a)mpexo/nh | |Beta Code=a)mpexo/nh | ||
|Definition=ἡ, ([[ἀμπέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[fine]] [[shawl]] worn by women and [[effeminate]] men, Pherecr.108.28.<br><span class="bld">2</span> [[clothing]], X.Mem.1.2.5, etc.; in plural, [[ἀμπεχόναι]] = [[modes of dress]], Pl.R.425b.:—Dim. [[ἀμπεχόνιον]], AB388, Hsch. | |Definition=ἡ, ([[ἀμπέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[fine]] [[shawl]] worn by women and [[effeminate]] men, Pherecr.108.28.<br><span class="bld">2</span> [[clothing]], X.Mem.1.2.5, etc.; in plural, [[ἀμπεχόναι]] = [[modes of dress]], Pl.R.425b.:—Dim. [[ἀμπεχόνιον]], AB388, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0129.png Seite 129]] ἡ ([[ἀμπέχω]]), ein Umwurf, Kleidung, neben [[ὑπόδεσις]], also allgem. zu fassen, Plat. Charm. 173 b Rep. IV, 425 b; Xen. Mem. 1, 2, 5; Luc. luct. 16. Nach VLL. λεπτὸν [[ἱμάτιον]]; einem Stutzer beigelegt in der Stelle des Xen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0129.png Seite 129]] ἡ ([[ἀμπέχω]]), ein Umwurf, Kleidung, neben [[ὑπόδεσις]], also allgem. zu fassen, Plat. Charm. 173 b Rep. IV, 425 b; Xen. Mem. 1, 2, 5; Luc. luct. 16. Nach VLL. λεπτὸν [[ἱμάτιον]]; einem Stutzer beigelegt in der Stelle des Xen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[vêtement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμπέχω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμπεχόνη:''' ἡ [[одеяние]], [[одежда]] Xen., Plat., Arst., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμπεχόνη''': ἡ, (ἀμπέχω) [[λεπτὸν]] [[ἐπένδυμα]], [[εἶδος]] περιβολαίου ἢ ἐσθῆτος, ἣν ἐφόρουν αἱ γυναῖκες καὶ τρυφηλοὶ θηλυδριώδεις ἄνδρες, ἐν ἀμπεχόναις τριχάπτοις Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 28: ἐν γένει, ἐνδύματα, [[ἱματισμός]], Πλάτ. Πολ. 425Β, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 5. | |lstext='''ἀμπεχόνη''': ἡ, (ἀμπέχω) [[λεπτὸν]] [[ἐπένδυμα]], [[εἶδος]] περιβολαίου ἢ ἐσθῆτος, ἣν ἐφόρουν αἱ γυναῖκες καὶ τρυφηλοὶ θηλυδριώδεις ἄνδρες, ἐν ἀμπεχόναις τριχάπτοις Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 28: ἐν γένει, ἐνδύματα, [[ἱματισμός]], Πλάτ. Πολ. 425Β, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμπεχόνη:''' ἡ ([[ἀμπέχω]]), [[λεπτό]] [[ένδυμα]]· γενικά, [[ρουχισμός]], ρούχα, σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''ἀμπεχόνη:''' ἡ ([[ἀμπέχω]]), [[λεπτό]] [[ένδυμα]]· γενικά, [[ρουχισμός]], ρούχα, σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀμπέχω]]<br />a [[fine]] [[robe]]: [[generally]], [[clothing]], [[clothes]], Plat., Xen. | |mdlsjtxt=[[ἀμπέχω]]<br />a [[fine]] [[robe]]: [[generally]], [[clothing]], [[clothes]], Plat., Xen. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=λεπτό ἐπανωφόρι, [[ἔνδυμα]]). Ἀπό τό [[ἀμπέχω]] ἤ [[ἀμπίσχω]] ([[ἀμφί]] + [[ἔχω]]). Ἄλλα παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀμπεχόνιον]] (ὑποκορ.), [[ἀμπέχονον]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (ἀμπέχω)
A fine shawl worn by women and effeminate men, Pherecr.108.28.
2 clothing, X.Mem.1.2.5, etc.; in plural, ἀμπεχόναι = modes of dress, Pl.R.425b.:—Dim. ἀμπεχόνιον, AB388, Hsch.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 vestido, vestimenta en gener. κουράς γε καὶ ἀμπεχόνας καὶ ὑποδέσεις Pl.R.425b, ἀλαζονικὸς ἦν οὔτ' ἀμπεχόνῃ οὔθ' ὑποδέσει X.Mem.1.2.5, τοὺς καθαρείους ... περὶ ἀμπεχόνην Arist.Rh.1381b1, ἀμπεχόνης γε καὶ στρωμνῆς ... ηὐπόρουν Pl.Lg.679a, cf. Chrm.173b, Luc.Luct.16, Plu.2.59e, ὄφεων καὶ ἰχθύων δοραῖς ἀμπεχόναις τε καὶ στρώμασι χρῆσθαι Str.17.3.7, ἀ. ἀραιή Aret.SD 2.6.7, γαστρί τε διδόναι καὶ ἀφροδισίοις καὶ ἀ. λεπτῇ Philostr.VA 2.29, cf. Epiph.Const.Haer.15.1.
2 particular. mantón fino, mantoncillo de mujer κόραι δ' ἐν ἀμπεχόναις τριχάπτοις Pherecr.108.28, πῇ μὲν τῆς ἀ. ἄκροις δακτύλοις ἐφαπτομένη Aristaenet.1.15.45, ἀμπεχόνην ποίησας ἐμὴν ῥάκος Theoc.27.59, ἀμπεχόναι περονήτιδες AP 7.413 (Antip.Sid.), γυναικείας ἀμπεχόνας Parth.Fr.15.2
•excepcionalmente de hombre manto el de Anacreonte ἄχρι καὶ ἀστραγάλων ἕλκεται ἀμπεχόναν AP 16.306 (Leon.), como distintivo de reyes τὰς ἁλουργεῖς καὶ χρυσοσήμους ἀμπεχόνας D.H.4.74
•fig. οἷς ἔπορον δεινοῖς ἄλγεσιν ἀμπεχόνην a los que dejé un manto de terribles dolores (un niño muerto, de sus padres) IUrb.Rom.1201.4 (II d.C.?).
German (Pape)
[Seite 129] ἡ (ἀμπέχω), ein Umwurf, Kleidung, neben ὑπόδεσις, also allgem. zu fassen, Plat. Charm. 173 b Rep. IV, 425 b; Xen. Mem. 1, 2, 5; Luc. luct. 16. Nach VLL. λεπτὸν ἱμάτιον; einem Stutzer beigelegt in der Stelle des Xen.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
vêtement.
Étymologie: ἀμπέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπεχόνη: ἡ одеяние, одежда Xen., Plat., Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπεχόνη: ἡ, (ἀμπέχω) λεπτὸν ἐπένδυμα, εἶδος περιβολαίου ἢ ἐσθῆτος, ἣν ἐφόρουν αἱ γυναῖκες καὶ τρυφηλοὶ θηλυδριώδεις ἄνδρες, ἐν ἀμπεχόναις τριχάπτοις Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 28: ἐν γένει, ἐνδύματα, ἱματισμός, Πλάτ. Πολ. 425Β, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 5.
Greek Monolingual
ἀμπεχόνη, η (Α)
1. λεπτός επενδύτης ή εσθήτα που φορούσαν οι γυναίκες ή θηλυπρεπείς άντρες
2. ενδυμασία, ενδύματα
3. (στον πληθυντικό) αἱ ἀμπεχόναι
τρόποι ντυσίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπέχω + -όνη (πρβλ. πείρω- περόνη, ἄγχω- ἀγχόνη, ἄκαινα-ἀκόνη, βέλος-βελόνη κ.ά.).
ΠΑΡ. ἀμπέχονο].
Greek Monotonic
ἀμπεχόνη: ἡ (ἀμπέχω), λεπτό ένδυμα· γενικά, ρουχισμός, ρούχα, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
ἀμπέχω
a fine robe: generally, clothing, clothes, Plat., Xen.
Mantoulidis Etymological
(=λεπτό ἐπανωφόρι, ἔνδυμα). Ἀπό τό ἀμπέχω ἤ ἀμπίσχω (ἀμφί + ἔχω). Ἄλλα παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμπεχόνιον (ὑποκορ.), ἀμπέχονον.