ἐμπυριβήτης: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=empyrivitis
|Transliteration C=empyrivitis
|Beta Code=e)mpuribh/ths
|Beta Code=e)mpuribh/ths
|Definition=ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) [[made for standing on the fire]], μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην <span class="bibl">Il.23.702</span>.
|Definition=ἐμπυριβήτου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) [[made for standing on the fire]], μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0818.png Seite 818]] [[τρίπους]], über dem Feuer stehend, Il. 23, 702.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0818.png Seite 818]] [[τρίπους]], über dem Feuer stehend, Il. 23, 702.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui va sur le feu]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πῦρ]], [[βαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπῠρῐβήτης:''' [[ставящийся на огонь]] ([[τρίπους]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπῠρῐβήτης''': -ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς τιθέμενος, μέγαν τρίποδ’ ἐμπυριβήτην Ἰλ. Ψ. 702, Ἀθήν. 38Α.
|lstext='''ἐμπῠρῐβήτης''': -ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς τιθέμενος, μέγαν τρίποδ’ ἐμπυριβήτην Ἰλ. Ψ. 702, Ἀθήν. 38Α.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui va sur le feu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πῦρ]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπῠρῐβήτης:''' -ου, ὁ (ἐν, [[πῦρ]], [[βαίνω]]), κατασκευασμένος να αντέχει στη [[φωτιά]], λέγεται για τρίποδα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐμπῠρῐβήτης:''' -ου, ὁ (ἐν, [[πῦρ]], [[βαίνω]]), κατασκευασμένος να αντέχει στη [[φωτιά]], λέγεται για τρίποδα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπῠρῐβήτης:''' [[ставящийся на огонь]] ([[τρίπους]] Hom.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπῠρῐβήτης Medium diacritics: ἐμπυριβήτης Low diacritics: εμπυριβήτης Capitals: ΕΜΠΥΡΙΒΗΤΗΣ
Transliteration A: empyribḗtēs Transliteration B: empyribētēs Transliteration C: empyrivitis Beta Code: e)mpuribh/ths

English (LSJ)

ἐμπυριβήτου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) made for standing on the fire, μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702.

Spanish (DGE)

(ἐμπῠρῐβήτης) -ου, ὁ que se pone sobre el fuego μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702, cf. plu. Semus 16
epít. del adivino Euclo, Hsch.

German (Pape)

[Seite 818] τρίπους, über dem Feuer stehend, Il. 23, 702.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui va sur le feu.
Étymologie: ἐν, πῦρ, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπῠρῐβήτης: ставящийся на огонь (τρίπους Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς τιθέμενος, μέγαν τρίποδ’ ἐμπυριβήτην Ἰλ. Ψ. 702, Ἀθήν. 38Α.

English (Autenrieth)

(πῦρ, βαίνω): standing over the fire; τρίπος, Il. 23.702†.

{{grml |mltxt=ἐμπυριβήτης, ο (Α) [[εν, πυρ, βαίνω
τρίποδας που τοποθετείται πάνω στη φωτιά, κν. σιδεροστιά, πυροστιά («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην», Ομ. Ιλ.). }}

Greek Monotonic

ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ (ἐν, πῦρ, βαίνω), κατασκευασμένος να αντέχει στη φωτιά, λέγεται για τρίποδα, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: who goes into the fire, of a τρίπους Ψ 702.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Compound of the prepositional phrase ἐν πυρί and βῆ-ναι with τη-suffix; cf. Schwyzer 452. Also πυριβήτης Arat. 983, a false archaizing form. - On the matter Bromner Hermes 77, 366f.

Middle Liddell

ἐμ-πῠρῐ-βήτης, ου, n [ἐν, πῦρ, βαίνω
made for standing on the fire, of a tripod, Il.

Frisk Etymology German

ἐμπυριβήτης: -ου
{empuribḗtēs}
Grammar: m.
Meaning: der im Feuer steht, Ben. eines τρίπους Ψ 702.
Etymology: Zusammenbildung aus dem Präpositionsausdruck ἐν πυρί und βῆναι mittels des τη-Suffixes; vgl. Schwyzer 452. Dafür πυριβήτης Arat. 983, archaisierendes Simplex. — Zur Sache Bromner Hermes 77, 366f.
Page 1,508