εὔρωστος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyrostos
|Transliteration C=eyrostos
|Beta Code=eu)/rwstos
|Beta Code=eu)/rwstos
|Definition=ον, ([[ῥώννυμι]]) [[stout]], [[strong]], ἱππεῖς X.HG4.3.6, cf.Aen. Tact.1.7, PCair.Zen.56.1 (iii B.C.), etc.; στόμα Arist.HA617b3; εὔρωστος τὸ [[σῶμα]] X. HG6.1.6; τῷ σώματι Isoc.15.116 (Sup.); τὰς ψυχάς Arist.Phgn.810a25. Adv. [[εὐρώστως]] X.Ages.2.24; εὐρώστως ἅμα τὸν βίον διάξετε Antiph.1 D.
|Definition=εὔρωστον, ([[ῥώννυμι]]) [[stout]], [[strong]], ἱππεῖς X.HG4.3.6, cf.Aen. Tact.1.7, PCair.Zen.56.1 (iii B.C.), etc.; στόμα Arist.HA617b3; εὔρωστος τὸ [[σῶμα]] X. HG6.1.6; τῷ σώματι Isoc.15.116 (Sup.); τὰς ψυχάς Arist.Phgn.810a25. Adv. [[εὐρώστως]] X.Ages.2.24; εὐρώστως ἅμα τὸν βίον διάξετε Antiph.1 D.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fort, robuste, vigoureux;<br /><i>Cp.</i> εὐρωστότερος, <i>Sp.</i> εὐρωστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥώννυμι]].
|btext=ος, ον :<br />fort, robuste, vigoureux;<br /><i>Cp.</i> εὐρωστότερος, <i>Sp.</i> εὐρωστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥώννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔρωστος:''' [[сильный]], [[крепкий]] (τὸ [[σῶμα]] Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔρωστος:''' -ον ([[ῥώννυμι]]), [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], γερός, [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ξεν.· επίρρ. [[εὐρώστως]], στον ίδ.
|lsmtext='''εὔρωστος:''' -ον ([[ῥώννυμι]]), [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], γερός, [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ξεν.· επίρρ. [[εὐρώστως]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔρωστος:''' [[сильный]], [[крепкий]] (τὸ [[σῶμα]] Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔρωστος, ον [[ῥώννυμι]]<br />[[stout]], [[strong]], Xen. adv. [[εὐρώστως]], Xen.
|mdlsjtxt=εὔρωστος, ον [[ῥώννυμι]]<br />[[stout]], [[strong]], Xen. adv. [[εὐρώστως]], Xen.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[δυνατός]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[ῥώννυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔρωστος Medium diacritics: εὔρωστος Low diacritics: εύρωστος Capitals: ΕΥΡΩΣΤΟΣ
Transliteration A: eúrōstos Transliteration B: eurōstos Transliteration C: eyrostos Beta Code: eu)/rwstos

English (LSJ)

εὔρωστον, (ῥώννυμι) stout, strong, ἱππεῖς X.HG4.3.6, cf.Aen. Tact.1.7, PCair.Zen.56.1 (iii B.C.), etc.; στόμα Arist.HA617b3; εὔρωστος τὸ σῶμα X. HG6.1.6; τῷ σώματι Isoc.15.116 (Sup.); τὰς ψυχάς Arist.Phgn.810a25. Adv. εὐρώστως X.Ages.2.24; εὐρώστως ἅμα τὸν βίον διάξετε Antiph.1 D.

German (Pape)

[Seite 1096] wohl bei Kräften, gesund u. stark, Hippocr.; Xen. Hell. 4, 3, 6; τὸ σῶμα 6, 1, 6; τῷ σώματι Isocr. – Adv., Xen. Ag. 2, 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fort, robuste, vigoureux;
Cp. εὐρωστότερος, Sp. εὐρωστότατος.
Étymologie: εὖ, ῥώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

εὔρωστος: сильный, крепкий (τὸ σῶμα Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔρωστος: -ον, (ῥώννυμι) ὑγιής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 6· εὔρωστος τὸ σῶμα αὐτόθι 6. 1. 6· τῷ σώματι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 123· τὴν ψυχὴν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 4. ― Ἐπίρρ. εὐρώστως, Ξεν. Ἀγησ. 2. 24.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔρωστος, -ον)
1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέοςεὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.)
2. αυτός που έχει ψυχικό σθένοςεὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ρωστος (< ρώννυμι «δυναμώνω»), πρβλ. άρρωστος, ταχύρρωστος].

Greek Monotonic

εὔρωστος: -ον (ῥώννυμι), υγιής, ρωμαλέος, γερός, δυνατός, ισχυρός, σε Ξεν.· επίρρ. εὐρώστως, στον ίδ.

Middle Liddell

εὔρωστος, ον ῥώννυμι
stout, strong, Xen. adv. εὐρώστως, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=δυνατός). Ἀπό τό εὖ + ῥώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.