κάδδιχος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kaddichos
|Transliteration C=kaddichos
|Beta Code=ka/ddixos
|Beta Code=ka/ddixos
|Definition=ὁ, (κάδος) [[jar]], κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>12</span>: hence, [[voting-urn]], whence κεκαδδίχθαι, to [[be rejected on a vote]], ibid.; also, a [[measure]],= [[ἡμίεκτον]], Hsch., cf. <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.52, <span class="title">IG</span>5(1).1447.10 (Messene, iii/ii B.C.):— Lacon. καδίκορ, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἐνδεκαδίκορ]].
|Definition=ὁ, ([[κάδος]]) [[jar]], κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι Plu.''Lyc.''12: hence, [[voting-urn]], whence κεκαδδίχθαι, to [[be rejected on a vote]], ibid.; also, a [[measure]], = [[ἡμίεκτον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. ''Tab.Heracl.''1.52, ''IG''5(1).1447.10 (Messene, iii/ii B.C.):—Lacon. καδίκορ, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἐνδεκαδίκορ]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κάδος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κάδος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κάδδιχος -ου, ὁ [κάδος] [[kaddichos]], [[stemurn]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάδδιχος:''' ὁ [[каддих]] (мера сыпучих тел = 4 χοίνικες, т. е. 4.377 литра то же, что [[ἡμίεκτον]]) (Plut. - [[varia lectio|v.l.]] [[κάδδος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάδδιχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Πλούτ.</b>) το [[δοχείο]] στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα<br /><b>2.</b> [[κάλπη]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) σικελικό [[μέτρο]], ίσως το [[ημίεκτον]]<br />β) [[άρτος]] που προσφερόταν στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάδος]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-<i>δδ</i>-) και [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> ([[πρβλ]]. <i>οσσ</i>-<i>ίχος</i>)].
|mltxt=[[κάδδιχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Πλούτ.</b>) το [[δοχείο]] στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα<br /><b>2.</b> [[κάλπη]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) σικελικό [[μέτρο]], ίσως το [[ημίεκτον]]<br />β) [[άρτος]] που προσφερόταν στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάδος]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-<i>δδ</i>-) και [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> ([[πρβλ]]. [[οσσίχος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κάδδιχος:''' ὁ [[каддих]] (мера сыпучих тел = 4 χοίνικες, т. е. 4.377 литра то же, что [[ἡμίεκτον]]) (Plut. - [[varia lectio|v.l.]] [[κάδδος]]).
}}
{{elnl
|elnltext=κάδδιχος -ου, ὁ [κάδος] kaddichos, stemurn.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάδδῐχος Medium diacritics: κάδδιχος Low diacritics: κάδδιχος Capitals: ΚΑΔΔΙΧΟΣ
Transliteration A: káddichos Transliteration B: kaddichos Transliteration C: kaddichos Beta Code: ka/ddixos

English (LSJ)

ὁ, (κάδος) jar, κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι Plu.Lyc.12: hence, voting-urn, whence κεκαδδίχθαι, to be rejected on a vote, ibid.; also, a measure, = ἡμίεκτον, Hsch., cf. Tab.Heracl.1.52, IG5(1).1447.10 (Messene, iii/ii B.C.):—Lacon. καδίκορ, Hsch. s.v. ἐνδεκαδίκορ.

German (Pape)

[Seite 1279] ὁ, ein Getreidemaaß von vier χοίνικες, auch heiliges Opferbrot, Hesych. S. καδδίζω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. κάδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάδδιχος -ου, ὁ [κάδος] kaddichos, stemurn.

Russian (Dvoretsky)

κάδδιχος:каддих (мера сыпучих тел = 4 χοίνικες, т. е. 4.377 литра то же, что ἡμίεκτον) (Plut. - v.l. κάδδος).

Greek (Liddell-Scott)

κάδδῐχος: ὁ, Σικελικόν τι μέτρον, ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ ἡμίεκτον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 53 (ἴδε Franz σ. 707). - Παρὰ Πλουτ. ἐν βίῳ Λυκ. 12, = κάδος ΙΙ, «κάδδιχος (κάδος Κοραῆς) γὰρ καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσιν».

Greek Monolingual

κάδδιχος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα
2. κάλπη
3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον
β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-δδ-) και επίθημα -ιχος (πρβλ. οσσίχος)].