ἀρατός: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /> | |btext=ή, όν :<br />[[qu'on doit maudire]], [[maudit]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀράομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρᾱτός:''' эп.-ион. [[ἀρητός]] 3 проклятый, страшный ([[γόος]] Hom. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἄρρητος]]; [[ἕλκος]] Soph. - [[varia lectio|v.l.]] ἀραχθέν). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρᾱτός:''' Ιων. [[ἀρητός]], -ή, -όν ([[ἀράομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[καταραμένος]], επικαράτατος, [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός για τον οποίο ευχήθηκε ή προσευχήθηκε [[κάποιος]]· εξού, [[Ἄρητος]], <i>Ἀρήτη</i> (με διαφοροποιημένο τονισμό) ως κύριο όνομα, αυτός για τον οποίον απευθύνθηκαν παρακλήσεις, όπως το Εβραϊκό κύριο όνομα Σαμουήλ, σε Όμηρ. <i>[ᾱρ-</i>, σε Επικ. <i>ᾰρ-</i>, σε Αττ.]. | |lsmtext='''ἀρᾱτός:''' Ιων. [[ἀρητός]], -ή, -όν ([[ἀράομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[καταραμένος]], επικαράτατος, [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός για τον οποίο ευχήθηκε ή προσευχήθηκε [[κάποιος]]· εξού, [[Ἄρητος]], <i>Ἀρήτη</i> (με διαφοροποιημένο τονισμό) ως κύριο όνομα, αυτός για τον οποίον απευθύνθηκαν παρακλήσεις, όπως το Εβραϊκό κύριο όνομα Σαμουήλ, σε Όμηρ. <i>[ᾱρ-</i>, σε Επικ. <i>ᾰρ-</i>, σε Αττ.]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀράομαι]] [ᾱρ- epic, αρ- [[ | |mdlsjtxt=[[ἀράομαι]] [ᾱρ- epic, αρ- [[Attic]]<br /><b class="num">I.</b> [[accursed]], unblessed, Il., Soph.<br /><b class="num">II.</b> prayed for: [[hence]] [[Ἄρητος]], Ἀρήτη, (with changed [[accent]]), as [[prop]]. n., the prayed-for, like the [[Hebrew]] [[Samuel]], Hom. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:00, 8 January 2023
English (LSJ)
Ion. ἀρητός, ή, όν, (ἀράομαι)
A prayed against, accursed, ἀρητὸς γόος Il.17.37, 24.741; ἀρατὸν ἕλκος S.Ant.972 (lyr.).
II prayed for, desirable, Sapph.Supp.6.3; ἀ. καὶ σωτήριος γνώμη SIG656.17 (Abdera): hence Ἄρητος, Ἀρήτη, as pr.nn., the Prayed-for, Hom.: later Ἄρατος. [ᾱρ Ep., ᾰρ Att.]
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): jón. ép. ἀρητός Il.17.37, 24.741; pero ἄρητος Ath.Mitt.27.1902.311.18 (Edesa), Hsch.s.u. Ἄρητος
• Prosodia: [lesb. ᾰρ-; jón.-ép. ᾱρ-]
• Morfología: [ac. fem. lesb. ἀράταν Sapph.17.3]
I en sent. positivo
1 de dioses que atiende a las plegarias, propicio de Hera, Sapph.l.c., epít. de Heracles en Macedonia Ath.Mitt.l.c., Hsch., en boca de Heracles dirigiéndose al rey Tiodamas μέγ' ἀρητέ Call.Fr.24.9.
2 de abstr. propicio, agradable ἀ. καὶ σωτήριος ... γνώμη SIG 656.17 (Abdera II a.C.)
•neutr. como adv. de buena gana ἡ δ' ἀρητὸν ἄλης ἀπεπαύσατο λυγρῆς Call.Del.205.
II en sent. neg. que atrae la maldición, de maldición ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον ... ἔθηκας has impuesto a los padres el gemido de maldición, Il.17.37, cf. 24.741, ἀρατὸν ἕλκος S.Ant.972, μόρος Q.S.11.120, cf. EM 140.41G., Eust.1093.60.
German (Pape)
[Seite 344] ion. ἀρητός, gebeten, erwünscht; verflucht, Soph. Ant. 960, Schol. καταράσιμος, Herm. vermuthet ἀρακτός, Hom. Iliad. 17, 37. 24, 741 ἀρητὸν γόον, heillos, v.l. ἄρρητον.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on doit maudire, maudit.
Étymologie: ἀράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀρᾱτός: эп.-ион. ἀρητός 3 проклятый, страшный (γόος Hom. - v.l. ἄρρητος; ἕλκος Soph. - v.l. ἀραχθέν).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρατός: Ἰων. ἀρητός, ἡ, όν, (ἀράομαι) κατηραμένος, βλαπτικός, κατάρατος, ἀρατόν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας Ἰλ. Ρ. 37 (ἔνθα τινὲς προτιμῶσι τὴν ἔν τισι χειρόγρ. γραφὴν ἄρρητος)· ὁ Ἡσυχ. ἑρμηνεύει «ἀρητόν· βλαβερόν, πολυχρόνιον». Ἐπὶ τῶν διαφόρων ἑρμηνειῶν ἴδε Spitzn.), Ω. 741· ἀρατόν ἕλκος Σοφ. Ἀντ. 972. ΙΙ. ὁ ὑπὲρ οὗ ηὔξατό τις, ὅθεν Ἄρητος, Ἀρήτη, κύρ. ὄν., (ὡς τὸ Ἐβρ. Σαμουήλ), Ὅμ.: μεταγεν. Ἄρᾱτος [ᾱρ- Ἐπ., ᾰρ- Ἀττ.].
Greek Monolingual
-η, -ο
αόρατος, άφαντος («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (προστ.) άρατε του (αρχ. ρ.) αίρω, από την εκκλ. φρ. άρατε πύλας ή άρατος < αόρατος].
ἀρατός, -ή, -όν (Α) αρά
1. καταραμένος, επάρατος
2. αυτός για χάρη του οποίου εύχεται κάποιος, επιθυμητός.
Greek Monotonic
ἀρᾱτός: Ιων. ἀρητός, -ή, -όν (ἀράομαι),
I. καταραμένος, επικαράτατος, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
II. αυτός για τον οποίο ευχήθηκε ή προσευχήθηκε κάποιος· εξού, Ἄρητος, Ἀρήτη (με διαφοροποιημένο τονισμό) ως κύριο όνομα, αυτός για τον οποίον απευθύνθηκαν παρακλήσεις, όπως το Εβραϊκό κύριο όνομα Σαμουήλ, σε Όμηρ. [ᾱρ-, σε Επικ. ᾰρ-, σε Αττ.].
Middle Liddell
ἀράομαι [ᾱρ- epic, αρ- Attic
I. accursed, unblessed, Il., Soph.
II. prayed for: hence Ἄρητος, Ἀρήτη, (with changed accent), as prop. n., the prayed-for, like the Hebrew Samuel, Hom.