οἰέτης: Difference between revisions
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />du même âge.<br />'''Étymologie:''' [[οἶος]], [[ἔτος]]. | |btext=ης, ες :<br />[[du même âge]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶος]], [[ἔτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 15: | Line 15: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰέτης]], -ες (Α)<br />(ποιητ. τ. [[αντί]] [[ομοέτης]]) [[συνομήλικος]], [[ισοετής]] («[[οἰέτεας]] ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀFετης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀ</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[έτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]] ( | |mltxt=[[οἰέτης]], -ες (Α)<br />(ποιητ. τ. [[αντί]] [[ομοέτης]]) [[συνομήλικος]], [[ισοετής]] («[[οἰέτεας]] ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀFετης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀ</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[έτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]] ([[πρβλ]]. [[ομοέτης]]), με [[μετρική]] [[έκταση]] του -<i>ο</i>- σε <i>οι</i>-. Τύπος με ο<br />μαρτυρείται στη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «<i>ὄέτεας</i> (στους Βαρβάρους) ὁ [[καλλίθριξ]]», η [[ερμηνεία]] του οποίου γεννά απορίες]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:55, 8 May 2023
German (Pape)
[Seite 298] ες, poet. = ὁμοέτης, gleich an Jahren, gleichaltrig, οἰέτεας ἵππους, Il. 2, 765, vgl. ὄθριξ, also für ὀέτης, mit gedehnter erster Sylbe, des Metrums wegen.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
du même âge.
Étymologie: οἶος, ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
οἰέτης: одного возраста (ἵπποι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰέτης: -ες, (ἔτος) ποιητ. ἀντὶ ὁμοέτης, ἰσοετής, ὁμῆλιξ, Ἰλ. Β. 765, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 656F. (Κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ὄθριξ, ὄζυξ, ἔπρεπε νὰ ἦτο ὀέτης· ἀλλ’ ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐμηκύνθη χάριν τοῦ μέτρου.) - ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 149.
English (Autenrieth)
(ὀϝέτης, ϝέτος): of equal age, pl., Il. 2.765†.
Greek Monolingual
οἰέτης, -ες (Α)
(ποιητ. τ. αντί ομοέτης) συνομήλικος, ισοετής («οἰέτεας ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀFετης < ὀ- (Ι) + -έτης < ἔτος (πρβλ. ομοέτης), με μετρική έκταση του -ο- σε οι-. Τύπος με ο
μαρτυρείται στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «ὄέτεας (στους Βαρβάρους) ὁ καλλίθριξ», η ερμηνεία του οποίου γεννά απορίες].
Greek Monotonic
οἰέτης: -ες (ἔτος), ποιητ. αντί ὁμο-έτης, συνομήλικος, ομήλικος, ισοετής, σε Ομήρ. Ιλ.