οὔλιος: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />funeste, malfaisant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοός]]. | |btext=α, ον :<br />[[funeste]], [[malfaisant]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οὔλιος:''' [[губительный]] ([[ἀστήρ]], sc. [[Σείριος]] Hom.; [[Ἄρης]] Hes.; αἰχμαί Pind.; [[πάθος]] Soph.). | |elrutext='''οὔλιος:''' [[губительный]] ([[ἀστήρ]], ''[[sc.]]'' [[Σείριος]] Hom.; [[Ἄρης]] Hes.; αἰχμαί Pind.; [[πάθος]] Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 18:30, 8 January 2023
English (LSJ)
α, ον, (οὖλος C)
A = ὀλοός, baleful, deadly, οὔλιος ἀστήρ, of the Dog Star, Il.11.62; epithet of Ares, Hes.Sc.192,441, Pi.O.9.76; αἰχμαί, θρῆνος, ib.13.23, P.12.8: once in Trag., οὔ. πάθος S.Aj.932 (lyr.).
II as epithet of Apollo and Artemis, Pherecyd.149 J., cf. Ἀπόλλων Ὄλιος IG12(1).834.3 and 845.10 (Lindos), SIG765.17 (ibid., i B. C.); Ἀπόλλων Οὔλιος also at Miletus and Delos acc. to Str.14.1.6, who derives the epithet from οὔλειν, Apollo and Artemis being healers: more prob. it is only a special application of sense 1.
III = οὖλος (B), woolly, χλαμύς only in B.17.53.
German (Pape)
[Seite 412] (ὀλέω, ὄλλυμι, vgl. Buttm. Lexil. I p. 188), wie ὀλοός, verderblich, schädlich; ἀστήρ, der Hundsstern, dessen Leuchten mit der Sonne zugleich versengende Glühhitze erzeugt, ll. 11, 62; Ares, Hes. Sc. 192. 441, wie Pind. Ol. 9, 82; θρῆνος, P. 12, 8; αἰχμαί, Ol. 13, 22; οὐλίῳ σὺν πάθει, Soph. Ai. 913; einzeln bei sp. D. – Pherecydes nannte so auch Apollo und Artemis, entweder auch die verderblichen, da beide Gottheiten den schnellen Tod bringen, oder von οὔλω, οὖλος, die Heilenden, denn Apollo besonders ist auch der heilende Gott; schon die Alten waren über den eigentlichen Sinn uneins, Strab. XIV p. 282; vgl. Buttm. Lexil. I, 190 u. Koen zu Greg. Cor. 234. – Einige wollen auch in der ersten Bdtg denselben Stamm οὔλω wiedererkennen u. übersetzen »heil«, »stark«, »gewaltig«, schwerlich richtig.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
funeste, malfaisant.
Étymologie: ὀλοός.
Russian (Dvoretsky)
οὔλιος: губительный (ἀστήρ, sc. Σείριος Hom.; Ἄρης Hes.; αἰχμαί Pind.; πάθος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
οὔλιος: -α, -ον, (οὖλος Γ, ὀλεῖν), ὡς τὸ ὀλοός, οὐλόμενος, ὀλέθριος, θανατηφόρος, οὔλιος ἀστήρ, ὁ ἀστήρ Κύων, Ἰλ. Λ. 62· ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 192, 441, Πινδ. Ο. 9. 116· ἐπὶ δοράτων καὶ ἐπὶ θρήνων, αὐτόθι 13. 33, Π. 12. 14· ἅπαξ παρὰ Τραγ., οὔλ. πάθος Σοφ. Αἴ. 932· πρβλ. Buttm. Lexil. ἐν λ. οὖλος 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Φερεκύδ. Ἱστ. 106, τινὲς διατηροῦσιν ἐνταῦθα τὴν ἀρχικὴν σημασίαν τοῦ ὀλέθριος, ἐπειδὴ ἀμφότεροι εἶχον σχέσιν πρὸς τὸν θάνατον· τὸ ὄνομα Ἀπόλλων παράγεται ἐκ τοῦ ἀπόλλυμι, ἡ δὲ Ἄρτεμις ἦτο ὀνομαστὴ διὰ τὰ ἀγανὰ βέλεα αὑτῆς· ἀλλ’ ὁ Στράβ. 635 ἑρμηνεύει τὴν λέξ. ὑγιαστικὸς καὶ παιωνικός, ἴδε οὔλω.
English (Autenrieth)
(οὖλο Od. 18.3): baleful, deadly, Il. 11.62†.
English (Slater)
οὔλῐος deadly οὐλίῳ ἐν Ἄρει (O. 9.76) νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν (O. 13.23) θρασειᾶν Γοργόνων οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα (P. 12.8)
Greek Monolingual
(I)
οὔλιος, -ία, -ον (Α)
1. ολέθριος, θανατηφόρος («οὔλιος ἀστήρ», Ομ. Ιλ.)
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριον όν.) Ούλιος και Όλιος, Οὐλία και Ὀλία
προσωνυμία του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος». Το επίθ. αποδόθηκε στον Απόλλωνα και στην Αρτέμιδα επειδή οι θεότητες αυτές μπορούσαν να σκορπίσουν τον θάνατο. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, το επίθ. παράγεται από το ὅλος (πρβλ. Όλιος, Ολία)].
(II)
οὔλιος, -ία, -ον (Α) [[[ούλος]] (II)]
μάλλινος.
Greek Monotonic
οὔλιος: -α, -ον (οὖλος Γ) = ὀλοός, ολέθριος, καταστροφικός, θανατηφόρος, οὔλιος ἀστήρ, λέγεται για τον αστέρα του Κυνός, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον Άρη, σε Ησίοδ.
Frisk Etymological English
Meaning: baneful
See also: s. 3. οὖλος.
Middle Liddell
οὔλιος, η, ον [οὖλος3]
= ὀλοός, baleful, baneful, οὔλιος ἀστήρ of the dog-star, Il.; of Ares, Hes.
Frisk Etymology German
οὔλιος: {oúlios}
Meaning: verderblich
See also: s. 3. οὖλος.
Page 2,444