ἁβροδίαιτος: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(CSV import)
(CSV import)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=avrodiaitos
|Transliteration C=avrodiaitos
|Beta Code=a(brodi/aitos
|Beta Code=a(brodi/aitos
|Definition=ον, [[living delicately]], ἁβροδιαίτων Λυδῶν [[ὄχλος]] <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>41</span>, cf. Epigr.ap <span class="bibl">Clearch.4</span>: [[τὸ ἁβροδίαιτον]] = [[effeminacy]] <span class="bibl">Th.1.6</span>, <span class="bibl">Ath.12.513c</span>; ἁβροδίαιτος [[βίος]], [[luxurious]] [[life]], <span class="bibl">Diog.Oen.23</span>. Adv. [[ἁβροδιαίτως]] = [[luxuriously]] <span class="bibl">Ph.1.324</span>.
|Definition=ἁβροδίαιτον, [[living delicately]], ἁβροδιαίτων Λυδῶν [[ὄχλος]] [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''41, cf. Epigr.ap Clearch.4: [[τὸ ἁβροδίαιτον]] = [[effeminacy]] Th.1.6, Ath.12.513c; ἁβροδίαιτος [[βίος]], [[luxurious]] [[life]], Diog.Oen.23. Adv. [[ἁβροδιαίτως]] = [[luxuriously]] Ph.1.324.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 33: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού ζεῖ μέ [[πολυτέλεια]]). Ἀπό τό [[ἁβρός]] (=[[κομψός]], [[λεπτός]], [[τρυφερός]]) + [[δίαιτα]] (=[[τρόπος]] ζωῆς). Ἁβροδίαιτα (=πολυδάπανη [[ζωή]]), [[ἁβροδιαιτάομαι]] -ῶμαι (=ζῶ μέ [[πολυτέλεια]]).
|mantxt=(=αὐτός πού ζεῖ μέ [[πολυτέλεια]]). Ἀπό τό [[ἁβρός]] (=[[κομψός]], [[λεπτός]], [[τρυφερός]]) + [[δίαιτα]] (=[[τρόπος]] ζωῆς). Ἁβροδίαιτα (=πολυδάπανη [[ζωή]]), [[ἁβροδιαιτάομαι]] -ῶμαι (=ζῶ μέ [[πολυτέλεια]]).
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[delicatus victus]]'', [[luxurious living]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.6.3/ 1.6.3].
}}
}}

Latest revision as of 13:29, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβροδίαιτος Medium diacritics: ἁβροδίαιτος Low diacritics: αβροδίαιτος Capitals: ΑΒΡΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: habrodíaitos Transliteration B: habrodiaitos Transliteration C: avrodiaitos Beta Code: a(brodi/aitos

English (LSJ)

ἁβροδίαιτον, living delicately, ἁβροδιαίτων Λυδῶν ὄχλος A.Pers.41, cf. Epigr.ap Clearch.4: τὸ ἁβροδίαιτον = effeminacy Th.1.6, Ath.12.513c; ἁβροδίαιτος βίος, luxurious life, Diog.Oen.23. Adv. ἁβροδιαίτως = luxuriously Ph.1.324.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que vive con regalo o refinamiento ἁβροδιαίτων Λυδῶν ὄχλος A.Pers.41, ἀνήρ Parrhas.1, ἔθνος D.H.9.16
subst. τὸ ἁβροδίαιτον = molicie, refinamiento Th.1.6, Ath.513b, D.C.62.1 (p.286), περὶ τὸν βίον Zen.1.68.
2 regalado, de molicie βίος Ph.1.37, Diog.Oen.29.2.8, ἀπόλαυσις Gr.Nyss.M.46.424C, τράπεζα Gr.Nyss.Paup.1.105.10.
II adv. ἁβροδιαίτως = regaladamente, muellemente ζῶντες Ph.1.324.

German (Pape)

[Seite 4] üppig lebend (VLL. τρυφητής, περὶ τὴν δίαιταν δαψιλής), Λυδοί Aesch. Pers. 41; διὰ τὸτον Thuc. 1, 6, von den alten Athenern, vorher steht ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν. So τὸ τῶν Φαιάκωντον Ath. XII, 513 c; D. Hal. 9, 16; Hdn. 2, 7, 1. – Adv., Philo.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
efféminé : τὸ ἁβροδίαιτον, vie molle et efféminée.
Étymologie: ἁβρός, δίαιτα.

Russian (Dvoretsky)

ἁβροδίαιτος: ведущий утонченный образ жизни, утопающий в неге (Λυδοί Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁβροδίαιτος: -ον, = ζῶν μαλθακῶς, ὁ περὶ τὴν δίαιταν δαψιλής· ἁβροδιαίτων Λυδῶν ὄχλος. Αἰσχύλ. Πέρσ. 41. Πρβ. Ἀνθ. Π. παραρτ. 59: τὸ ἁβρ. = ἐκθήλυνσις, Θουκ. 1. 6. Ἀθ. 513C. Ἐπίρρ. -τως, Φίλων 1, 324.

Greek Monotonic

ἁβροδίαιτος: -ον (δίαιτα), αυτός που ζει με κομψότητα, αβρότητα, σε Αισχύλ.· τὸ ἁβροδίαιτον, εκθηλυσμός, μαλθακότητα, θηλυπρέπεια, σε Θουκ.

Middle Liddell

δίαιτα
living delicately, Aesch.; τὸ ἁβροδίαιτον effeminacy, Thuc.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ζεῖ μέ πολυτέλεια). Ἀπό τό ἁβρός (=κομψός, λεπτός, τρυφερός) + δίαιτα (=τρόπος ζωῆς). Ἁβροδίαιτα (=πολυδάπανη ζωή), ἁβροδιαιτάομαι -ῶμαι (=ζῶ μέ πολυτέλεια).

Lexicon Thucydideum

delicatus victus, luxurious living, 1.6.3.