φωνήεις: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
mNo edit summary |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fonieis | |Transliteration C=fonieis | ||
|Beta Code=fwnh/eis | |Beta Code=fwnh/eis | ||
|Definition= | |Definition=[[φωνήεσσα]], [[φωνῆεν]], contr. [[φωνῆς]], φωνῆντος Cratin. in PSI11.1212.13, cf. Hdn.Gr.2.618; Aeol. and Dor. [[φωνάεις]] [ᾱ], also in later Prose, as Zeno Stoic.1.41, Plu.Sull.7, S.E.M.1.100, etc.; contr. in plural [[φωνᾶντα]], Pi.O.2.85:—<br><span class="bld">A</span> [[endowed with speech]], [[vocal]], ζῴοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν Hes. Th.584; τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει Pi.I.4(3).40(58), cf. E.Tr. 440; [[βέλος|βέλη]] (i.e. [[ἔπος|ἔπη]]) φωνᾶντα συνετοῖσι Pi.O.2.85; φ. [[θέατρον|θέατρα]] Pl.Lg. 701a; [[ὄχλος]] Plu.l.c.; φ. ζῷα [[endowed with speech]], X.Mem.2.7.13; opp. [[ζῷα ψοφητικά]], Arist.HA488a32; [[epithet]] of certain signs of the Zodiac, Vett.Val.10.19, Cat.Cod.Astr.1.166; [[τὸ φωνᾶεν]] the [[power of speech]], Zeno [[l.c.]]<br><span class="bld">2</span> [[musical]], of the lyre, Sapph.45.<br><span class="bld">3</span> of a [[song]], [[sounding]], Pi.O.9.2.<br><span class="bld">4</span> [[clear]], λόγος B.14.31.<br><span class="bld">5</span> [[τὰ φωνήεντα]] ([[φωνάοντα]] Mélanges Beyrouth 15.71 (Syria, gem)) [[vowels]], τοῖς ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις Pl.Cra.393e, cf. IG22.2783.4,17, Phld.Rh.1.163 S., etc.; in full, τὰ φωνήεντα γράμματα Aen.Tact.31.30; στοιχεῖα φωνήεντα S.E.M.1.100.<br><span class="bld">b</span> [[consisting of vowels only]], of a [[spell]], PMag.Par.1.2634. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1322.png Seite 1322]] ήεσσα, ῆεν, dor. [[φωνάεις]], w. m. vgl., lautend, tönend, redend, mit Sprache begabt; Pind. I. 3, 58; [[μέλος]] Ol. 9, 2; φωνᾶντα βέλη 2, 93; übh. eine Stimme, Sprache habend, ertönen lassend, Hes. Th. 584; σάρκα φωνήεσσαν Eur. Troad. 440; [[ὅθεν]] τὰ θέατρα ἐξ ἀφώνων φωνήεντα ἐγένοντο Plat. Legg. III, 700 e. – Τὰ φωνήεντα, mit u. ohne γράμματα, sind die Selbstlauter oder Vocale im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1322.png Seite 1322]] ήεσσα, ῆεν, dor. [[φωνάεις]], w. m. vgl., lautend, tönend, redend, mit Sprache begabt; Pind. I. 3, 58; [[μέλος]] Ol. 9, 2; φωνᾶντα βέλη 2, 93; übh. eine Stimme, Sprache habend, ertönen lassend, Hes. Th. 584; σάρκα φωνήεσσαν Eur. Troad. 440; [[ὅθεν]] τὰ θέατρα ἐξ ἀφώνων φωνήεντα ἐγένοντο Plat. Legg. III, 700 e. – Τὰ φωνήεντα, mit u. ohne γράμματα, sind die Selbstlauter oder Vocale im <span class="ggns">Gegensatz</span> der ἄφωνα, Consonanten, Plat. Soph. 253 a Crat. 393 d u. Sp., wie Luc. Iud. voc. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />qui rend des sons, sonore ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> qui parle, doué de la parole;<br /><b>2</b> qui résonne par soi-même, qui rend un son ; <i>t. de gramm.</i> τὰ φωνήεντα γράμματα <i>ou simpl.</i> τὰ φωνήεντα les lettres qui ont un son par elles-mêmes, <i>càd</i> les voyelles ; τὸ προτακτικὸν φωνῆεν la 1ᵉ voyelle de la diphtongue, τὸ ὑποτακτικὸν φωνῆεν la 2ᵉ voyelle de la diphtongue.<br />'''Étymologie:''' [[φωνή]]. | |btext=ήεσσα, ῆεν;<br />qui rend des sons, sonore ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[qui parle]], [[doué de la parole]];<br /><b>2</b> qui résonne par soi-même, qui rend un son ; <i>t. de gramm.</i> τὰ φωνήεντα γράμματα <i>ou simpl.</i> τὰ φωνήεντα les lettres qui ont un son par elles-mêmes, <i>càd</i> les voyelles ; τὸ προτακτικὸν φωνῆεν la 1ᵉ voyelle de la diphtongue, τὸ ὑποτακτικὸν φωνῆεν la 2ᵉ voyelle de la diphtongue.<br />'''Étymologie:''' [[φωνή]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φωνήεις:''' | |elrutext='''φωνήεις:''' φωνήεσσα, φωνῆεν, дор. [[φωνάεις]] (ᾱ)<br /><b class="num">1</b> [[одаренный речью]], [[говорящий]] (ζῷα Hes., Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[звучащий]], [[раздающийся]] ([[μέλος]] Pind.): τὰ φωνήεντα (γράμματα) Plat., Plut., Luc. гласные звуки или буквы;<br /><b class="num">3</b> [[оглашаемый криками]], [[шумный]] (θέατρα Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωνήεις''': | |lstext='''φωνήεις''': φωνήεσσα, φωνῆεν, Δωρ. [[φωνάεις]] [ᾱ], ἀλλ’ ἐν χρήσει οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, [[οἷον]] Πλουτ., Σέξτ. Ἐμπ., κλπ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 639· συνῃρ. ἐν τῷ πληθ. φωνᾶντα, Πινδ. Ο. 2. 152· ― ὁ ἐκπέμπων φωνήν, πεπροικισμένος μὲ λόγον ἢ μὲ φωνήν, ζῴοισιν ἐοικότα φωνήεσσι Ἡσ. Θεογ. 584·, τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει Πινδ. Ι. 4. 68 (3. 58), πρβλ. Σαπφ. 24, Εὐρ. Τρῳ. 440· βέλη (δηλ. ἔπη) φωνᾶντα συνετοῖσι Πινδ. Ο. 2. 152· φ. θέατρα Πλάτ. Νόμ. 700Ε· φ. ζῷα, πεπροικισμένα μὲ φωνήν, μὲ λόγον, Ξεν. Ἀπομν. 2, 7, 13· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ζῷα ψοφητικά, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 1. 1, 29. 2) ἐπὶ μέλους, τὸ τῇ φωνῇ μόνον φωνηθέν, [[ἄνευ]] δηλ. μουσικοῦ ὀργάνου, ἢ τὸ «πολυθρύλητον» κατὰ τὸν Σχολ. Πιν. Ο. 9. 2. 3) τὰ φωνήεντα (μετὰ τοῦ γράμματα ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), τὰ καθ’ ἑαυτὰ ἀποτελοῦντα φωνήν, τὰ φωνήεντα, ἴδε ἐν λ. [[ἄφωνος]]· στοιχεῖα φ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 100· πρβλ. φωνὴ Ι. 3. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αιολ. και δωρ. τ. [[φωνάεις]], | |mltxt=και αιολ. και δωρ. τ. [[φωνάεις]], φωνάεσσα, φωνᾶεν, και συνηρ. τ. φωνῆς, -ῆντος, Α<br /><b>1.</b> ο [[προικισμένος]] με [[φωνή]], αυτός που έχει και εκπέμπει [[φωνή]] («ζώοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[καθαρός]], [[σαφής]]<br /><b>3.</b> (για τη [[λύρα]]) αυτός που παράγει μουσικό ήχο<br /><b>4.</b> (για [[τραγούδι]]) αυτός που εκτελείται μόνο με τη [[φωνή]], [[χωρίς]] τη [[συνοδεία]] μουσικού οργάνου<br /><b>5.</b> η [[προσωνυμία]] ορισμένων σημείων του ζωδιακού κύκλου<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[φωνήεν]].<br />ΕΤΥΜΟΛ. <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>βλ.</b> και -<i>όεις</i>), <b>πρβλ.</b> [[τολμήεις]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 18:20, 28 November 2022
English (LSJ)
φωνήεσσα, φωνῆεν, contr. φωνῆς, φωνῆντος Cratin. in PSI11.1212.13, cf. Hdn.Gr.2.618; Aeol. and Dor. φωνάεις [ᾱ], also in later Prose, as Zeno Stoic.1.41, Plu.Sull.7, S.E.M.1.100, etc.; contr. in plural φωνᾶντα, Pi.O.2.85:—
A endowed with speech, vocal, ζῴοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν Hes. Th.584; τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει Pi.I.4(3).40(58), cf. E.Tr. 440; βέλη (i.e. ἔπη) φωνᾶντα συνετοῖσι Pi.O.2.85; φ. θέατρα Pl.Lg. 701a; ὄχλος Plu.l.c.; φ. ζῷα endowed with speech, X.Mem.2.7.13; opp. ζῷα ψοφητικά, Arist.HA488a32; epithet of certain signs of the Zodiac, Vett.Val.10.19, Cat.Cod.Astr.1.166; τὸ φωνᾶεν the power of speech, Zeno l.c.
2 musical, of the lyre, Sapph.45.
3 of a song, sounding, Pi.O.9.2.
4 clear, λόγος B.14.31.
5 τὰ φωνήεντα (φωνάοντα Mélanges Beyrouth 15.71 (Syria, gem)) vowels, τοῖς ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις Pl.Cra.393e, cf. IG22.2783.4,17, Phld.Rh.1.163 S., etc.; in full, τὰ φωνήεντα γράμματα Aen.Tact.31.30; στοιχεῖα φωνήεντα S.E.M.1.100.
b consisting of vowels only, of a spell, PMag.Par.1.2634.
German (Pape)
[Seite 1322] ήεσσα, ῆεν, dor. φωνάεις, w. m. vgl., lautend, tönend, redend, mit Sprache begabt; Pind. I. 3, 58; μέλος Ol. 9, 2; φωνᾶντα βέλη 2, 93; übh. eine Stimme, Sprache habend, ertönen lassend, Hes. Th. 584; σάρκα φωνήεσσαν Eur. Troad. 440; ὅθεν τὰ θέατρα ἐξ ἀφώνων φωνήεντα ἐγένοντο Plat. Legg. III, 700 e. – Τὰ φωνήεντα, mit u. ohne γράμματα, sind die Selbstlauter oder Vocale im Gegensatz der ἄφωνα, Consonanten, Plat. Soph. 253 a Crat. 393 d u. Sp., wie Luc. Iud. voc.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
qui rend des sons, sonore ; particul. :
1 qui parle, doué de la parole;
2 qui résonne par soi-même, qui rend un son ; t. de gramm. τὰ φωνήεντα γράμματα ou simpl. τὰ φωνήεντα les lettres qui ont un son par elles-mêmes, càd les voyelles ; τὸ προτακτικὸν φωνῆεν la 1ᵉ voyelle de la diphtongue, τὸ ὑποτακτικὸν φωνῆεν la 2ᵉ voyelle de la diphtongue.
Étymologie: φωνή.
Russian (Dvoretsky)
φωνήεις: φωνήεσσα, φωνῆεν, дор. φωνάεις (ᾱ)
1 одаренный речью, говорящий (ζῷα Hes., Xen.);
2 звучащий, раздающийся (μέλος Pind.): τὰ φωνήεντα (γράμματα) Plat., Plut., Luc. гласные звуки или буквы;
3 оглашаемый криками, шумный (θέατρα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
φωνήεις: φωνήεσσα, φωνῆεν, Δωρ. φωνάεις [ᾱ], ἀλλ’ ἐν χρήσει οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Πλουτ., Σέξτ. Ἐμπ., κλπ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 639· συνῃρ. ἐν τῷ πληθ. φωνᾶντα, Πινδ. Ο. 2. 152· ― ὁ ἐκπέμπων φωνήν, πεπροικισμένος μὲ λόγον ἢ μὲ φωνήν, ζῴοισιν ἐοικότα φωνήεσσι Ἡσ. Θεογ. 584·, τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει Πινδ. Ι. 4. 68 (3. 58), πρβλ. Σαπφ. 24, Εὐρ. Τρῳ. 440· βέλη (δηλ. ἔπη) φωνᾶντα συνετοῖσι Πινδ. Ο. 2. 152· φ. θέατρα Πλάτ. Νόμ. 700Ε· φ. ζῷα, πεπροικισμένα μὲ φωνήν, μὲ λόγον, Ξεν. Ἀπομν. 2, 7, 13· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ζῷα ψοφητικά, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 1. 1, 29. 2) ἐπὶ μέλους, τὸ τῇ φωνῇ μόνον φωνηθέν, ἄνευ δηλ. μουσικοῦ ὀργάνου, ἢ τὸ «πολυθρύλητον» κατὰ τὸν Σχολ. Πιν. Ο. 9. 2. 3) τὰ φωνήεντα (μετὰ τοῦ γράμματα ἢ ἄνευ αὐτοῦ), τὰ καθ’ ἑαυτὰ ἀποτελοῦντα φωνήν, τὰ φωνήεντα, ἴδε ἐν λ. ἄφωνος· στοιχεῖα φ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 100· πρβλ. φωνὴ Ι. 3.
Spanish
Greek Monolingual
και αιολ. και δωρ. τ. φωνάεις, φωνάεσσα, φωνᾶεν, και συνηρ. τ. φωνῆς, -ῆντος, Α
1. ο προικισμένος με φωνή, αυτός που έχει και εκπέμπει φωνή («ζώοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν», Ησίοδ.)
2. (για λόγο) καθαρός, σαφής
3. (για τη λύρα) αυτός που παράγει μουσικό ήχο
4. (για τραγούδι) αυτός που εκτελείται μόνο με τη φωνή, χωρίς τη συνοδεία μουσικού οργάνου
5. η προσωνυμία ορισμένων σημείων του ζωδιακού κύκλου
6. το ουδ. ως ουσ. βλ. φωνήεν.
ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κατάλ. -ήεις (βλ. και -όεις), πρβλ. τολμήεις.
Greek Monotonic
φωνήεις: Δωρ. -άεις [ᾱ], -εσσα, -εν· ουδ. πληθ. συνηρ. φωνᾱντα:
1. αυτός που βγάζει φωνή ή λόγο, προικισμένος με το λόγο, φωνητικός, σε Ησίοδ., Ευρ.· βέλη (δηλ. ἔπη) φωνᾶντα συνετοῖσι, ομιλία προς τους σοφούς, σε Πίνδ.· λέγεται για ζώα, προικισμένα με το λόγο, σε Ξεν.
2. λέγεται για τραγούδι, αυτό που ηχεί, σε Πίνδ.
3. τὰ φωνήεντα (με ή χωρίς γράμματα), φωνήεντα.
Middle Liddell
[from φωνή
1. uttering a voice or speech, endowed with speech, vocal, Hes., Eur.; βέλη (i. e. ἔπἠ φωνᾶντα συνετοῖσι speaking to the wise, Pind.: of animals, endowed with speech, Xen.
2. of a song, sounding, Pind.
3. τὰ φωνήεντα (with and without γράμματἀ vowels.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-εν consistente en vocales de un nombre εἶτα τὸ εἰκοσαγράμματον τὸ φωνᾶεν χάραξον luego graba el (nombre) de veinte letras, el que tiene sólo vocales P IV 2634