πραϋμενής: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
mNo edit summary
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=praymenis
|Transliteration C=praymenis
|Beta Code=prau+menh/s
|Beta Code=prau+menh/s
|Definition=ές, [[of gentle spirit]], Hsch., in Adv. [[πραϋμενῶς]]; in form [[πρηϋμενῶς]], <span class="title">IG</span>14.2012<span class="hiitalic">A</span>40 (Sulp.Max.); more freq. in the contr. form [[πρευμενής]] ([[quod vide|q.v.]]).
|Definition=πραϋμενές, [[of gentle spirit]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], in Adv. [[πραϋμενῶς]]; in form [[πρηϋμενῶς]], ''IG''14.2012A40 (Sulp.Max.); more freq. in the contr. form [[πρευμενής]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0696.png Seite 696]] ές, sanftmüthig, ursprüngliche Form von [[πρευμενής]]; Hesych. hat πραϋμένως, προθύμως.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0696.png Seite 696]] ές, sanftmütig, ursprüngliche Form von [[πρευμενής]]; Hesych. hat πραϋμένως, [[προθύμως]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>βλ.</b> <i>πρεϋμενής</i>.
|mltxt=και [[πραϋμενής]], πραϋμενές, Α<br /><b>1.</b> ο [[ήπιος]], [[φιλικός]] [[απέναντι]] σε κάποιον, [[πράος]] («δοκοῦντας [[εἶναι]] [[κάρτα]] πρευμενεῖς [[ἐμοί]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα, συμβάντα) [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], [[καλός]] («πρευμενοῦς.,. νόστου τυχόντας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εξευμενίζει, [[εξιλαστήριος]], [[εξιλαστικός]] («πρευμενεῖς χοάς», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b>..<br />[[πρευμενῶς]] και [[πραϋμενῶς]] και ιων. τ. [[πρηϋμενῶς]], Α<br />με πρευμενή τρόπο, με ήπια [[διάθεση]], με φιλικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πρευμενής]], [[κατά]] μία [[άποψη]], ανάγεται σε αμάρτυρο τ. πρηυμενής, ο [[οποίος]] προήλθε, με διφθογγισμό τών -ηϋ-, από το επίθ. [[πρᾶος]] / [[πρηΰς]] και τη λ. [[μένος]] «[[πάθος]], ψυχική [[ορμή]], ψυχική [[διάθεση]]» (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[πραϋμενῶς]]<br />[[προθύμως]], πράῳ τῷ μένει χρώμενος). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, ο τ. [[πρευμενής]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ως ιων. τ. της τραγωδίας που έχει προέλθει από το πρηυμενής με [[βράχυνση]] της μακράς διφθόγγου προ του ημιφώνου -μ- [[κατά]] τον νόμο του Osthoff (<b>πρβλ.</b> [[βασιλεύς]] <span style="color: red;"><</span> βασιληύς). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[πρευμενής]] έχει χρησιμοποιηθεί για μετρικούς λόγους [[αντί]] του απλού [[εὐμενής]] και [[επομένως]] έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. [[προευμενής]] με [[έκθλιψη]] του -ο- του πρώτου συνθετικού πρό (<b>πρβλ.</b> [[πρηγορεών]] <span style="color: red;"><</span> προη-γορεών)].
}}
}}

Latest revision as of 05:40, 14 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱϋμενής Medium diacritics: πραϋμενής Low diacritics: πραϋμενής Capitals: ΠΡΑΫΜΕΝΗΣ
Transliteration A: praümenḗs Transliteration B: praumenēs Transliteration C: praymenis Beta Code: prau+menh/s

English (LSJ)

πραϋμενές, of gentle spirit, Hsch., in Adv. πραϋμενῶς; in form πρηϋμενῶς, IG14.2012A40 (Sulp.Max.); more freq. in the contr. form πρευμενής (q.v.).

German (Pape)

[Seite 696] ές, sanftmütig, ursprüngliche Form von πρευμενής; Hesych. hat πραϋμένως, προθύμως.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱϋμενής: -ές, «ὁ πράῳ τῷ μένει χρώμενος» Ἡσύχ. ἐν τῷ ἐπιρρ. -νῶς.

Greek Monolingual

και πραϋμενής, πραϋμενές, Α
1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῦντας εἶναι κάρτα πρευμενεῖς ἐμοί», Αισχύλ.)
2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῦς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.)
3. αυτός που εξευμενίζει, εξιλαστήριος, εξιλαστικός («πρευμενεῖς χοάς», Αισχύλ.).
επίρρ...
πρευμενῶς και πραϋμενῶς και ιων. τ. πρηϋμενῶς, Α
με πρευμενή τρόπο, με ήπια διάθεση, με φιλικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρευμενής, κατά μία άποψη, ανάγεται σε αμάρτυρο τ. πρηυμενής, ο οποίος προήλθε, με διφθογγισμό τών -ηϋ-, από το επίθ. πρᾶος / πρηΰς και τη λ. μένος «πάθος, ψυχική ορμή, ψυχική διάθεση» (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πραϋμενῶς
προθύμως, πράῳ τῷ μένει χρώμενος). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο τ. πρευμενής πρέπει να θεωρηθεί ως ιων. τ. της τραγωδίας που έχει προέλθει από το πρηυμενής με βράχυνση της μακράς διφθόγγου προ του ημιφώνου -μ- κατά τον νόμο του Osthoff (πρβλ. βασιλεύς < βασιληύς). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. πρευμενής έχει χρησιμοποιηθεί για μετρικούς λόγους αντί του απλού εὐμενής και επομένως έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. προευμενής με έκθλιψη του -ο- του πρώτου συνθετικού πρό (πρβλ. πρηγορεών < προη-γορεών)].