εὐσύνοπτος: Difference between revisions
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efsynoptos | |Transliteration C=efsynoptos | ||
|Beta Code=eu)su/noptos | |Beta Code=eu)su/noptos | ||
|Definition= | |Definition=εὐσύνοπτον,<br><span class="bld">A</span> [[easily taken in at a glance]], [[seen at once]], Isoc.15.172, Aeschin.3.118, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.9.5; μέγεθος Arist.''Po.''1451a4; [[πλῆθος]], [[χώρα]], Id.''Pol.''1327a1; <b class="b3">τάφοι ἀλλήλοις εὐσύνοπτοι</b> [[within easy sight of]] each other, ib.1274a37; δύναμις εὐ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Plb.5.24.6.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[easily taken in by the mind]], of a poem, Arist.''Po.''1459a33; <b class="b3">λέγω δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν… μέγεθος εὐσύνοπτον</b> Id.''Rh.''1409b1; of the facts of a case, ib.1414a12, cf. ''Pol.''1323b7; of a [[falsity]] or [[error]], [[easily seen]] or [[easily detected]], Id.''Sens.''441a10. Adv. [[εὐσυνόπτως]] Id.''Mir.''838b10. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à embrasser d'un coup d'œil.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συνόψομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />[[facile à embrasser d'un coup d'œil]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συνόψομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐσύνοπτον,
A easily taken in at a glance, seen at once, Isoc.15.172, Aeschin.3.118, Thphr. HP 1.9.5; μέγεθος Arist.Po.1451a4; πλῆθος, χώρα, Id.Pol.1327a1; τάφοι ἀλλήλοις εὐσύνοπτοι within easy sight of each other, ib.1274a37; δύναμις εὐ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Plb.5.24.6.
II metaph., easily taken in by the mind, of a poem, Arist.Po.1459a33; λέγω δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν… μέγεθος εὐσύνοπτον Id.Rh.1409b1; of the facts of a case, ib.1414a12, cf. Pol.1323b7; of a falsity or error, easily seen or easily detected, Id.Sens.441a10. Adv. εὐσυνόπτως Id.Mir.838b10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à embrasser d'un coup d'œil.
Étymologie: εὖ, συνόψομαι.
German (Pape)
leicht zu übersehen, τὸ πεδίον Aesch. 3.118; Arist. Pol. 7.4; deutlich, καὶ ἀκριβής Isocr. 15.172, öfter; übertragen, Arist. rhet. 3.12 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
εὐσύνοπτος:
1 удобообозримый, охватываемый одним взглядом (τὸ πεδίον Aeschin.; μέγεθος Arst.): ἀλλήλοις εὐσύνοπτοι Arst. находящиеся друг у друга на виду;
2 легко усваиваемый, понятный (μῦθος Arst.);
3 легко усматриваемый, сразу обнаруживаемый, заметный (τὸ ψεῦδος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσύνοπτος: -ον, εὐκόλως δι᾿ ἑνὸς βλέμματος ὁρώμενος, ἀμέσως βλεπόμενος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 172 (= 183), Αἰσχίν. 70. 21· μέγεθος εὐσ. Ἀριστ. Ποιητ. 7. 10· πλῆθος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 5, 3· τάφοις ἀλλήλοις εὐσ., πλησίον ἀλλήλων, εὐκόλως ὁρώμενοι ἀπ᾿ ἀλλήλων, αὐτόθι 2. 12, 9· δύναμις εὐσ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 5. 14, 6. ΙΙ. μεταφ., εὐκόλως συναρπαζόμενος ὑπὸ τῆς διανοίας, ἐπί ποιήματος, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 5· λέγω δὲ περίοδον λέξιν… ἔχουσαν μέγεθος εὐσ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 3· ἐπὶ τῶν γεγονότων ὑποθέσεώς τινος, αὐτόθι 3. 12, 5, πρβλ. Πολιτικ. 7. 1, 6· ἐπὶ ψεύδους, εὐκόλως ὁρώμενος ἢ ἀποκαλυπτόμενος, ὁ αὐτ. περὶ Αἰσθ. 4. 4· - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 99· - Ὑπερθετ. -οτατα, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 73Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐσύνοπτος, -ον)
αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται καθαρά και το σύνολο και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῦτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι», Αριστοτ.)
Greek Monotonic
εὐσύνοπτος: -ον (συνόψομαι), αυτός που συλλαμβάνεται αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, αυτός που διαπιστώνεται μεμιάς, σε Αισχίν. κ.λπ.
Middle Liddell
εὐ-σύνοπτος, ον συνόψομαι
easily taken in at a glance, seen at once, Aeschin., etc.
Mantoulidis Etymological
(=πού φαίνεται εὔκολα μ' ἕνα βλέμμα). Ἀπό τό εὖ + συν + ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.