τιθασεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tithaseyo
|Transliteration C=tithaseyo
|Beta Code=tiqaseu/w
|Beta Code=tiqaseu/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tame]], [[domesticate]], <b class="b3">τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>589b</span>; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.3.10</span>:—Pass., τ. ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>610a29</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">GA</span>756b22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες <span class="bibl">D.3.31</span>; τ. ἀνθρώπους εἰς φιλότητας <span class="bibl">Phld.<span class="title">Lib.</span>p.40</span> O.; <b class="b3">τὰ νοσήματα ἐλαφρύνει τε καὶ τ</b>. Gal.19.211:—Pass., [ἡ γυνὴ] ἐτετιθάσευτο <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.10</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>264a</span>; of a disease, [[become milder]], Ruf. ap. <span class="bibl">Aët.11.29</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> of trees, [[cultivate]], [<b class="b3">κοτίνους] εἰς ἐλαίας ἐξημεροῦντες καὶ τ</b>. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>20</span>. Cf. [[τιθασός]] fin.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[tame]], [[domesticate]], <b class="b3">τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ.</b> [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 589b; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.3.10:—Pass., τ. ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''610a29, cf. ''GA''756b22.<br><span class="bld">2</span> metaph., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες D.3.31; τ. ἀνθρώπους εἰς φιλότητας Phld.''Lib.''p.40 O.; <b class="b3">τὰ νοσήματα ἐλαφρύνει τε καὶ τ.</b> Gal.19.211:—Pass., [ἡ γυνὴ] ἐτετιθάσευτο X.''Oec.''7.10, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 264a; of a disease, [[become milder]], Ruf. ap. Aët.11.29.<br><span class="bld">3</span> of trees, [[cultivate]], [κοτίνους] εἰς ἐλαίας ἐξημεροῦντες καὶ τ. Plu.''Fab.''20. Cf. [[τιθασός]] fin.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1109.png Seite 1109]] [[zähmen]], bes. Thiere zu Hausthieren machen; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζώων, Xen. Mem. 4, 3, 10; τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τιθασεύων, Plat. Rep. IX, 589 b; Polit. 264 b; auch von Gewächsen, sie im Garten ziehen, veredlen, Plut. Fab. Max. 20; übertr. τιθασεύουσι χειροήθεις αὑτοῖς ποιοῦντες, Dem. 3, 31; Sp., wie Plut. Dem. 17, χάρισι τὸν ὄχλον, Cat. min. 33; τὸν τοὺς χειροήθεις κόρακας τιθασεύοντα, Alciphr. 3, 66.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1109.png Seite 1109]] [[zähmen]], bes. Tiere zu Hausthieren machen; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζώων, Xen. Mem. 4, 3, 10; τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τιθασεύων, Plat. Rep. IX, 589 b; Polit. 264 b; auch von Gewächsen, sie im Garten ziehen, veredlen, Plut. Fab. Max. 20; übertr. τιθασεύουσι χειροήθεις αὑτοῖς ποιοῦντες, Dem. 3, 31; Sp., wie Plut. Dem. 17, χάρισι τὸν ὄχλον, Cat. min. 33; τὸν τοὺς χειροήθεις κόρακας τιθασεύοντα, Alciphr. 3, 66.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 22:05, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθᾰσεύω Medium diacritics: τιθασεύω Low diacritics: τιθασεύω Capitals: ΤΙΘΑΣΕΥΩ
Transliteration A: tithaseúō Transliteration B: tithaseuō Transliteration C: tithaseyo Beta Code: tiqaseu/w

English (LSJ)

A tame, domesticate, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Pl.R. 589b; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων X.Mem.4.3.10:—Pass., τ. ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ Arist.HA610a29, cf. GA756b22.
2 metaph., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες D.3.31; τ. ἀνθρώπους εἰς φιλότητας Phld.Lib.p.40 O.; τὰ νοσήματα ἐλαφρύνει τε καὶ τ. Gal.19.211:—Pass., [ἡ γυνὴ] ἐτετιθάσευτο X.Oec.7.10, cf. Pl.Plt. 264a; of a disease, become milder, Ruf. ap. Aët.11.29.
3 of trees, cultivate, [κοτίνους] εἰς ἐλαίας ἐξημεροῦντες καὶ τ. Plu.Fab.20. Cf. τιθασός fin.

German (Pape)

[Seite 1109] zähmen, bes. Tiere zu Hausthieren machen; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζώων, Xen. Mem. 4, 3, 10; τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τιθασεύων, Plat. Rep. IX, 589 b; Polit. 264 b; auch von Gewächsen, sie im Garten ziehen, veredlen, Plut. Fab. Max. 20; übertr. τιθασεύουσι χειροήθεις αὑτοῖς ποιοῦντες, Dem. 3, 31; Sp., wie Plut. Dem. 17, χάρισι τὸν ὄχλον, Cat. min. 33; τὸν τοὺς χειροήθεις κόρακας τιθασεύοντα, Alciphr. 3, 66.

French (Bailly abrégé)

I. apprivoiser ; en parl. d'une plante faire passer de l'état sauvage à l'état cultivé, cultiver ; en parl. de l'homme rendre sociable, civiliser, polir;
II. p. ext.
1 gagner, se concilier;
2 adoucir, calmer.
Étymologie: τιθασός.

Russian (Dvoretsky)

τῐθᾰσεύω:
1 приручать, одомашнивать (sc. τὰ ζῷα Xen.);
2 делать смирным, послушным, успокаивать, умиротворять (τινὰ χάρισι Plut.);
3 с.-х. делать культурным, облагораживать (κοτίνους Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τῐθᾰσεύω: καθιστῶ τιθασόν, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Πλάτ. Πολ. 589Β· τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10. - Παθ., τιθασεύεται ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 3, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 2. 2) μεταφορ., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες Δημ. 37. 9. - Παθ., ἡ γυνὴ ἐτιθασεύετο Ξεν. Οἰκ. 7, 10, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 264Α. 3) ἐπὶ δένδρων, καθιστῶ αὐτὸ τιθασόν, καλλιεργῶ αὐτό, κοτίνους εἰς συκᾶς ἐξημεροῦντες καὶ τ. Πλουτ. Φάβ. 20. Πρβλ. τιθασὸς ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τιθασός
1. (σχετικά με ζώα, ιδίως άγρια) εξημερώνω, δαμάζω
2. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) υποτάσσω κάποιον στη θέλησή μου, τον κάνω υποχείριό μου («ἐπεὶ ἤδη μοι χειροήθης ἦν καὶ ἐτετιθάσευτο», Ξεν.)
αρχ.
1. (σχετικά με φυτά) καλλιεργώ
2. παθ. τιθασεύομαι
(για νόσημα) καθίσταμαι ηπιότερος.

Greek Monotonic

τῐθᾰσεύω:1. μόνο στον ενεστ., δαμάζω, εξημερώνω, σε Πλάτ., Ξεν.
2. λέγεται για δέντρα, βελτιώνω τη γη, την καλλιεργώ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

τῐθᾰσεύω, only in pres.]
1. to tame, domesticate, Plat., Xen.
2. of trees, to reclaim, cultivate, Plut.

Mantoulidis Etymological

(=ἐξημερώνω, δαμάζω). Ἀπό τό ἐπίθ. τιθασός (=ἥμερος) πού ἴσως παράγεται Ἀπό ρίζα θα- τοῦ θάω (=θηλάζω) μέ ἀναδιπλασιασμό. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τιθασεία, τιθάσευμα, τιθάσευσις, τιθασευτής, τιθασευτικός, τιθασευτός, ἀτιθάσευτος.