ὀξίνης: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
m (elru replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksinis | |Transliteration C=oksinis | ||
|Beta Code=o)ci/nhs | |Beta Code=o)ci/nhs | ||
|Definition=[ῐ], ου, ὁ, < | |Definition=[ῐ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[sharp]], [[sour]], χυμός Plu.2.913b (codd. Wyttenb., [[ὀξὺν]] codd. Bernardak.); [[ὀξίνης]] (''[[sc.]]'' [[οἶνος]]), ὁ, [[sour wine]], Hermipp.91, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.11.1; ὀ. οἶνος Hp.''Vict.''2.52 (in pl. [[ὀξίναι]]), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.20.4, Diph.82: distinguished from [[ὄξος]], Plu.2.732b,1047e.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[sour-tempered]], [[tart]], πολίτης [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1304; θυμός Id.''V.''1082.—In ''Gp.'' 6.4.2 and Phryn. ''PS''p.92 B., we find [[ὄξινος]]:—also [[ὄξυνος]] [[varia lectio|v.l.]] in ''Gp.'' [[l.c.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀξίνης:''' ου (ῐ) adj. m<br /><b class="num">1</b> | |elrutext='''ὀξίνης:''' ου (ῐ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> кислый, терпкий или острый ([[χυμός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> угрюмый, брюзгливый ([[θυμός]] Arph.).<br />ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> (sc. οἷνος) прокисшее или кислое вино Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[ἀνήρ]]) брюзга, ворчун Arph. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 22:13, 21 March 2024
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A sharp, sour, χυμός Plu.2.913b (codd. Wyttenb., ὀξὺν codd. Bernardak.); ὀξίνης (sc. οἶνος), ὁ, sour wine, Hermipp.91, Thphr. HP 9.11.1; ὀ. οἶνος Hp.Vict.2.52 (in pl. ὀξίναι), Thphr. HP 9.20.4, Diph.82: distinguished from ὄξος, Plu.2.732b,1047e.
2 metaph., sour-tempered, tart, πολίτης Ar.Eq.1304; θυμός Id.V.1082.—In Gp. 6.4.2 and Phryn. PSp.92 B., we find ὄξινος:—also ὄξυνος v.l. in Gp. l.c.
German (Pape)
[Seite 351] ὁ, οἶνος, saurer Wein, Krätzer, dem χρηστὸς οἶνος entgeggstzt, Plut. de tranq. anim. 8; und adjectiv., χυμός, herb, als eigenthümlicher Geschmack des unreifen Weines bezeichnet, der nachher in den οἰνώδης übergeht, doch auch den ῥοιαί u. μῆλα beigelegt, Qu. nat. 5, während πικρός von der Olive gilt. – Übertr., θυμός, Ar. Vesp. 1082, u. von Menschen ὁ ὀξ., der Sauertopf, mürrisch, grämlich, Equ. 1301.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
aigre, sur.
Étymologie: ὀξύς.
Russian (Dvoretsky)
ὀξίνης: ου (ῐ) adj. m
1) кислый, терпкий или острый (χυμός Plut.);
2) угрюмый, брюзгливый (θυμός Arph.).
ου ὁ
1) (sc. οἷνος) прокисшее или кислое вино Plut.;
2) (sc. ἀνήρ) брюзга, ворчун Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξίνης: [ῐ], -ου, «ξινός», χυμὸς Πλούτ. 2. 913Β· - ὀξίνης (ἐξυπ. οἶνος), ὁ, ξινὸν κρασί, Ἕρμιππ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1· ὀξ. οἶνος αὐτόθι 9. 20, 4, Δίφιλος ἐν «Φιλαδέλφοις» 2· - διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὄξους, Πλούτ. 2. 732Β, 1047Ε. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων δυσάρεστον χαρακτῆρα, δύστροπος, πολίτης Ἀριστοφ. Ἱππ. 1304· θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1082. - Ἐν Γεωπ. 6. 4, 5, ἔχομεν τὸν τύπον ὄξινος.
Greek Monolingual
ὀξίνης, ὁ (Α)
1. ως επίθ., (για κρασί) αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξίνης οἶνος», Ιπποκρ.)
2. ως ουσ. κρασί με όξινη γεύση, που διακρίνεται από το ξίδι
3. μτφ. κακός χαρακτήρας, δύστροπος, ενοχλητικός, δυσάρεστος («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην, ὀξίνην ὑπέρβολον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + επίθημα -ίνης (πρβλ. ελαφίνης, κεγχρίνης)].
Greek Monotonic
ὀξίνης: [ῐ], -ου, ὁ, οξύς, ξινός, δριμύς, σε Αριστοφ.