στραγγαλίς: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=straggalis | |Transliteration C=straggalis | ||
|Beta Code=straggali/s | |Beta Code=straggali/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, < | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[intricate knot]], Stratt.48; <b class="b3">ὑμεῖς.. ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε</b> tied [[knots]] fast (cf. [[στραγγαλιάω]]), Pherecr.21: hence Aristocreon called Chrysippus <b class="b3">τῶν Ἀκαδημιακῶν στραγγαλίδων κοπίδα</b>, a knife to cut Academic [[knots]], ap.Plu.2.1033e.<br><span class="bld">2</span> [[knot]] or [[induration]] in the breast or other parts, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''587b22; cf. [[στραγγαλιά]].<br><span class="bld">3</span> some kind of ornament, [[LXX]] ''Jd.''8.26; <b class="b3">σ. ἀργυρᾶ, σ. χρυσᾶ κεκολλημένη</b>, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1449.18,23 (iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-ίδος, ἡ, ΜΑ<br />[[πολύπλοκος]] [[κόμπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σοφιστική, παγιδευτική [[ερώτηση]]<br /><b>2.</b> [[σκλήρωμα]] σε κάποιο [[σημείο]] του σώματος<br /><b>3.</b> [[είδος]] κοσμήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στραγγάλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[πινακίς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:16, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A intricate knot, Stratt.48; ὑμεῖς.. ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε tied knots fast (cf. στραγγαλιάω), Pherecr.21: hence Aristocreon called Chrysippus τῶν Ἀκαδημιακῶν στραγγαλίδων κοπίδα, a knife to cut Academic knots, ap.Plu.2.1033e.
2 knot or induration in the breast or other parts, Arist.HA587b22; cf. στραγγαλιά.
3 some kind of ornament, LXX Jd.8.26; σ. ἀργυρᾶ, σ. χρυσᾶ κεκολλημένη, POxy.1449.18,23 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 950] ίδος, ἡ, = στραγγαλιά; στραγγαλίδας σφίγγειν, Pherecrat. bei Phot., verfängliche Fragen; Ἀκαδημαϊκῶν στραγγαλίδων κοπίδα nennt den Chrysippus ein Epigr. bei Plut. de stoic. repugn. 2. – Verhärtungen, Arist. H. A. 7, 11. S. Vor.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
question captieuse et inextricable.
Étymologie: στραγγάλη.
Russian (Dvoretsky)
στραγγᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 запутанный вопрос, замысловатость (στραγγαλίδες Ἀκαδημαϊκαί Aristocreon ap. Plut.);
2 анат. узелок, затвердение Arst.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγᾰλίς: -ίδος, ἡ, κόμβος πολύπλοκος, Στράττις ἐν «Φοιν.» 5· ὑμεῖς .. ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε, ἐδένετε, ἐσφίγγετε τοὺς κόμβους (πρβλ. στραγγαλιάω), Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 12· ἐντεῦθεν τὸν Χρύσιππον ἐκάλει ὁ Ἀριστοκρέων στραγγαλίδων Ἀκαδημαϊκῶν κοπίδα, μάχαιρν κόπτουσαν τὰς Ἀκαδημαϊκὰς δυσκολίας, παρὰ Πλουτ. 2. 1033Ε. 2) σκίρρωμα, σκλήρωμα κατὰ τὸ στῆθος ἢ εἰς ἄλλα μέρη τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· πρβλ. στραγγάλια. 3) εἶδός τι κοσμήματος, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Η΄, 29).
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
πολύπλοκος κόμπος
αρχ.
1. σοφιστική, παγιδευτική ερώτηση
2. σκλήρωμα σε κάποιο σημείο του σώματος
3. είδος κοσμήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].