χρυσόκολλα: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
mNo edit summary
 
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[λεπτό]] [[φύλλο]] χρυσού<br /><b>2.</b> <b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] του χαλκού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταλλική ύλη για τη [[συγκόλληση]] του χρυσού<br /><b>2.</b> [[είδος]] φαγητού από λιναρόσπορο και [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόλλα]] ([[πρβλ]]. [[ταυρόκολλα]]). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>chrysocolla</i>].
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[λεπτό]] [[φύλλο]] χρυσού<br /><b>2.</b> <b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] του χαλκού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταλλική ύλη για τη [[συγκόλληση]] του χρυσού<br /><b>2.</b> [[είδος]] φαγητού από λιναρόσπορο και [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόλλα]] ([[πρβλ]]. [[ταυρόκολλα]]). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>chrysocolla</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[malachite]]===
Arabic: ⁧دَهْنَج⁩; Armenian: մալախիտ, դահանակ, մոլոշաքար; Asturian: malaquita; Catalan: malaquita; Chinese Mandarin: 孔雀石; Crimean Tatar: baqırtaş, min; Czech: malachit; Danish: malakit; Dutch: [[malachiet]]; Esperanto: malakito; Estonian: malahhiit; Finnish: malakiitti; French: [[malachite]]; Galician: malaquita; German: [[Malachit]]; Greek: [[μαλαχίτης]]; Ancient Greek: [[βατράχιον]], [[ὁροβῖτις]], [[σμάραγδος]], [[χαλκοσμάραγδος]], [[χρυσοκόλλα]]; Hindi: दाना फ़िरंग; Ido: malakito; Irish: malaicít; Italian: [[malachite]]; Japanese: 孔雀石, くじゃく石; Korean: 공작석; Latin: [[molochitis]], [[molochites]]; Ottoman Turkish: ⁧باقر طاشی⁩, ⁧دهنج⁩; Persian: ⁧مالاکیت⁩, ⁧دهنج⁩; Polish: malachit; Portuguese: [[malaquite]], [[malaquita]]; Romanian: malahit; Russian: [[малахит]]; Spanish: [[malaquita]]; Swedish: malakit; Tagalog: malakita, tansong lungti, tansong lunti; Turkish: bakır taşı, bakırtaşı, malakit; Turkmen: ýaşyldaş
}}
}}

Latest revision as of 18:29, 17 February 2024

German (Pape)

[Seite 1381] ἡ, 1) Goldloth, ein Kupferoker, mit dem man das Gold löthete, Sp. – 2) ein Gericht von Leinsaamen u. Honig, Ath. III, 111, aus Alcman.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόκολλα:золотая пайка, припой для золота (предполож. бура) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόκολλα: ἡ, ὕλη μεταλική, δι’ ἧς ἐκόλλων τὸν χρυσόν, Ἀριστοτ. περὶ Θαυμ. 58, Θεοφρ. περὶ Λίθ. 26 καὶ 40, Διοσκ. 5. 84, Plin. N. H. 33. 26 κἑξ.· - κατὰ τὸν King, Antique Gems 15, μαλαχίτης ἢ ἀνθρακοῦχος χαλκός· ἢ κατ’ ἄλλους, βόραξ τῆς σόδας, δι’ οὗ ἔτι καὶ νῦν κολλᾶται ὁ χρυσός, ὥρα Λάνδερερ ἐν Schliemann’ s, Mycenae, σ. 231. ΙΙ. ἔδεσμά τι ἐκ λινοσπόρου καὶ μέλιτος, Ἀλκμὰν 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χρυσοκόλλα (παροξυτ.)· βρῶμά τι ἐκ λινοσπέρμου καὶ μέλιτος, καὶ χρῶμά τι χλωρόν».

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
1. πολύ λεπτό φύλλο χρυσού
2. (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό του χαλκού
αρχ.
1. μεταλλική ύλη για τη συγκόλληση του χρυσού
2. είδος φαγητού από λιναρόσπορο και μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κόλλα (πρβλ. ταυρόκολλα). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysocolla].

Translations

malachite

Arabic: ⁧دَهْنَج⁩; Armenian: մալախիտ, դահանակ, մոլոշաքար; Asturian: malaquita; Catalan: malaquita; Chinese Mandarin: 孔雀石; Crimean Tatar: baqırtaş, min; Czech: malachit; Danish: malakit; Dutch: malachiet; Esperanto: malakito; Estonian: malahhiit; Finnish: malakiitti; French: malachite; Galician: malaquita; German: Malachit; Greek: μαλαχίτης; Ancient Greek: βατράχιον, ὁροβῖτις, σμάραγδος, χαλκοσμάραγδος, χρυσοκόλλα; Hindi: दाना फ़िरंग; Ido: malakito; Irish: malaicít; Italian: malachite; Japanese: 孔雀石, くじゃく石; Korean: 공작석; Latin: molochitis, molochites; Ottoman Turkish: ⁧باقر طاشی⁩, ⁧دهنج⁩; Persian: ⁧مالاکیت⁩, ⁧دهنج⁩; Polish: malachit; Portuguese: malaquite, malaquita; Romanian: malahit; Russian: малахит; Spanish: malaquita; Swedish: malakit; Tagalog: malakita, tansong lungti, tansong lunti; Turkish: bakır taşı, bakırtaşı, malakit; Turkmen: ýaşyldaş