διάκενος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diakenos
|Transliteration C=diakenos
|Beta Code=dia/kenos
|Beta Code=dia/kenos
|Definition=διάκενον,<br><span class="bld">A</span> [[empty]], [[hollow]], [[σφαῖρα]] Sor. 1.93; τὸ [[διάκενον]] [[gap]], [[breach]], Th.4.135,5.71; τὸ διάκενον τοῦ ὀδόντος Antyll. ap. Orib.10.36.3; [[interval]], Aristox.''Harm.''p.26 M.; τὰ δ. [[hollows]], Pl.''Ti.'' 58b, 60e; [[διάκενον δεδορκότα]] = with a [[vacant]] [[stare]], of [[skeleton]]s, Luc. ''Nec.''15.<br><span class="bld">II</span> [[empty]] or [[vain]], Pl.''Lg.''820e; δ. [[ἑλκυσμός]], of [[idle]] fancies, Chrysipp.Stoic.2.22. Adv. [[διακένως]], [[ἕλκειν]] τὴν διάνοιαν Iamb. ''Myst.''2.10; κοπιᾶν Macar.1.99.<br><span class="bld">III</span> [[thin]], [[lank]], Plu.''Lyc.''17; δ. καὶ λαγαροί Id.''Publ.''15; δ. τοὺς βουβῶνας Philostr.''Gym.''37.<br><span class="bld">IV</span> [[porous]], Gal.8.672; δ. ἄρτοι = [[light]] [[bread]], [[LXX]] ''Nu.''21.5.<br><span class="bld">V</span> Adv. [[διακένως]], ζώνη διακένως ὑφασμένη of a [[gauzy]] [[texture]], J.''AJ''3.7.2.
|Definition=διάκενον,<br><span class="bld">A</span> [[empty]], [[hollow]], [[σφαῖρα]] Sor. 1.93; τὸ [[διάκενον]] [[gap]], [[breach]], Th.4.135,5.71; τὸ διάκενον τοῦ ὀδόντος Antyll. ap. Orib.10.36.3; [[interval]], Aristox.''Harm.''p.26 M.; τὰ δ. [[hollows]], Pl.''Ti.'' 58b, 60e; [[διάκενον δεδορκότα]] = with a [[vacant]] [[stare]], of [[skeleton]]s, Luc. ''Nec.''15.<br><span class="bld">II</span> [[empty]] or [[vain]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''820e; δ. [[ἑλκυσμός]], of [[idle]] fancies, Chrysipp.Stoic.2.22. Adv. [[διακένως]], [[ἕλκειν]] τὴν διάνοιαν Iamb. ''Myst.''2.10; κοπιᾶν Macar.1.99.<br><span class="bld">III</span> [[thin]], [[lank]], Plu.''Lyc.''17; δ. καὶ λαγαροί Id.''Publ.''15; δ. τοὺς βουβῶνας Philostr.''Gym.''37.<br><span class="bld">IV</span> [[porous]], Gal.8.672; δ. ἄρτοι = [[light]] [[bread]], [[LXX]] ''Nu.''21.5.<br><span class="bld">V</span> Adv. [[διακένως]], ζώνη διακένως ὑφασμένη of a [[gauzy]] [[texture]], J.''AJ''3.7.2.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 13:05, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκενος Medium diacritics: διάκενος Low diacritics: διάκενος Capitals: ΔΙΑΚΕΝΟΣ
Transliteration A: diákenos Transliteration B: diakenos Transliteration C: diakenos Beta Code: dia/kenos

English (LSJ)

διάκενον,
A empty, hollow, σφαῖρα Sor. 1.93; τὸ διάκενον gap, breach, Th.4.135,5.71; τὸ διάκενον τοῦ ὀδόντος Antyll. ap. Orib.10.36.3; interval, Aristox.Harm.p.26 M.; τὰ δ. hollows, Pl.Ti. 58b, 60e; διάκενον δεδορκότα = with a vacant stare, of skeletons, Luc. Nec.15.
II empty or vain, Pl.Lg.820e; δ. ἑλκυσμός, of idle fancies, Chrysipp.Stoic.2.22. Adv. διακένως, ἕλκειν τὴν διάνοιαν Iamb. Myst.2.10; κοπιᾶν Macar.1.99.
III thin, lank, Plu.Lyc.17; δ. καὶ λαγαροί Id.Publ.15; δ. τοὺς βουβῶνας Philostr.Gym.37.
IV porous, Gal.8.672; δ. ἄρτοι = light bread, LXX Nu.21.5.
V Adv. διακένως, ζώνη διακένως ὑφασμένη of a gauzy texture, J.AJ3.7.2.

Spanish (DGE)

-ον
I 1vacío, hueco κρίκοι Democr.B 130, λυχνία I.AI 3.144, σφαῖρα Sor.71.25, κύαμοι Luc.Herm.61
subst. τὸ δ. espacio vacío, sin vigilancia de una muralla, Th.4.135, cf. 5.72, D.C.49.37.4, ref. a una cámara de aire, D.C.68.25.3, τὸ δ. τοῦ ὀδόντος el intersticio del diente Antyll. en Orib.10.36.3
plu. τὰ διάκενα los espacios vacíos, los intersticios en la unión de los elementos, Pl.Ti.58b, τὸ δὲ ἁλμυρὸν μεγάλα ἔχει τὰ διάκενα Arist.Pr.932b12, τὰ διάκενα τῆς τέφρας Arist.Pr.938b27, cf. 36, τὰ διάκενα τῶν κλάδων las cavidades de las ramas Plot.3.3.7
neutr. como adv. διάκενον δεδορκέναι mirar con las cuencas vacías de los esqueletos, Luc.Nec.15.
2 fig. vacío, vano, inútil ἵνα μὴ διάκενα ἡμῖν ᾖ τὰ τῶν νόμων Pl.Lg.820e, δ. ἑλκυσμός tracción vana, e.e. trabajo inútil Chrysipp.Stoic.2.22, ἡδονή Plu.2.1089c, δ. λόγος discurso vacío, e.e. sin contenido Plu.2.803e, cf. D.H.Imit.2.11, Origenes en Cat.Ps.118 Pal.140a.8.
3 delgado, flaco ref. a pers. αἱ γὰρ ἰσχναὶ καὶ διάκενοι ... ἕξεις Plu.Lyc.17, cf. Publ.15, 2.237f, Philostr.Gym.37.
4 poroso σώματα διάκενα λέγουσιν Gal.8.672
del maná ligero, de poca consistencia LXX Nu.21.5.
5 libre, sin trabajo αἱ διάκενοι ἡμέραι PBremen 15.19 (II d.C.).
6 mús. intervalo δ. δ' οὐδέν ἐστιν τοῦ λιχανοειδοῦς τόπου Aristox.Harm.34.6.
II adv. διακένως
1 en vano, inútilmente οὕτω δ. ἕλκει τὴν διάνοιαν Iambl.Myst.2.10.
2 con calados ζώνη ... δ. ὑφασμένη I.AI 3.154.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. (διά dans l'intervalle) qui laisse un vide au milieu : τὸ διάκενον THC espace vide au milieu, intervalle;
II. (διά à travers);
1 profondément creux : διάκενον δεδορκέναι LUC avoir des yeux caves;
2 vide ; grêle, maigre.
Étymologie: διά, κενός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάκενος -ον [διά, κενός] leeg:; ἵνα μὴ διάκενα ἡμῖν ᾖ τὰ τῶν νόμων opdat er in onze wetgeving geen lacunes zitten Plat. Lg. 820e; subst.. τὸ διάκενον de tussenruimte Thuc. 4.135.1. mager.

German (Pape)

ον,
1 ganz leer, hohl; Plat. Tim. 60 ef; τὸ διάκενον, der leere Zwischenraum, Thuc. 5.71; unbewachte Stelle, 4.135; Arist. Probl. 23.8; Luc. sagt διάκενον δεδορκέναι, hohl blicken, von Hungernden und Kranken, Necyom. 15.
2 dünn; κίονες, πέρα τοῦ καλοῦ, Plut. Popl. 15; ἕξις, mager, Lyc. 17.
3 dahernichtig; ἵνα μὴ διάκενα ᾖ τὰ τῶν νόμων Plat. Legg. VII.820e.

Russian (Dvoretsky)

διάκενος:
1 досл. пустой, перен. тощий, худой (ἕξεις Plut.);
2 тонкий (κίονες Plut.);
3 перен. призрачный (δύναμις Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάκενος, -ον) κενός
1. ο εντελώς κενός, άδειος, κούφιος
2. αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους
3. το ουδ. ως ουσ. διάκενο (ν)
κενός ή ελεύθερος ενδιάμεσος χώρος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. διάκενο
το μέρος ενός μαγνητικού κυκλώματος στο οποίο η μαγνητική ροή δεν κυκλοφορεί μέσα στον σίδηρο
αρχ.
1. ανώφελος, μάταιος
2. αραιός, πορώδης
3. ισχνός, λεπτός
4. (για πρόσωπα) κενόδοξος, ματαιόδοξος
5. άτονος, αδύνατος.

Greek Monotonic

διάκενος: -ον, I. αυτός που είναι εντελώς άδειος ή κοίλος, κούφιος· τὸ δ., κενό, χάσμα, Λατ. vacuum, σε Θουκ.
II. λεπτός, ισχνός, σε Πλούτ., Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διάκενος: -ον, ἐντελῶς κενὸς ἢ κοῖλος «κούφιος», «ἄδειος», τὸ δ., κενόν, χάσμα, vacuum, Θουκ. 4. 135., 5. 71· τὰ δ., κενὰ διαστήματα, κοιλότητες, Πλάτ. Τιμ. 58Β, 60Ε. ― Ἐπίρρ. διακένως Ἰώσηπ. Ι. Λ. 3. 7, 2. ΙΙ. ὅλως κενός, ἤτοι μάταιος, ματαιόφρων, ὁ αὐτ. Νόμ. 820Ε. ΙΙΙ. κοῖλος, δ. δεδορκέναι, μὲ ὀφθαλμοὺς κοίλους, ἐπὶ λιμωττόντων καὶ νοσούντων, Λουκ. Νεκυομ. 15. 2) λεπτός, ἰσχνός, Πλούτ. Λυκ. 17, Ποπλικ. 15.

Middle Liddell

διά-κενος, ον
I. quite empty or hollow; τὸ δ. the gap, vacuum, Thuc.
II. thin, lank, Plut., Luc.

English (Woodhouse)

empty, vain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)