μύχιος: Difference between revisions

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mychios
|Transliteration C=mychios
|Beta Code=mu/xios
|Beta Code=mu/xios
|Definition=[ῠ], α, ον (also [[μύχιος]], [[ον]] Arist.''Mu.''395b31), ([[μυχός]])<br><span class="bld">A</span> [[inward]], [[inmost]], Hes.''Op.''523, [[varia lectio|v.l.]] in ''Th.''991; <b class="b3">μυχία Προποντίς</b> [[embayed]], A.''Pers.'' 876 (lyr.); πνοιαί A.R.2.742; μύχιόν τι ὑποκρώζειν Luc.''DMort.''6.4.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">οἱ μ. θεοί</b>, = Lat. ''Penates'', D.H.1.67; also <b class="b3">θεοὶ μ.</b> coupled with Aphrodite [[μυχία]], Ael.''NA''10.34; [[Μύχιος]] and [[Μυχία]] divinities at Hiera, ''IG''12(2).484.13.—To this Adj. belong various irreg. Sups. (formed from the Subst. [[μυχός]]), μυχοίτατος, μυχαίτατος, μυχέστατος, μυχώτατος, and [[μύχατος]] ([[quod vide|qq.v.]]).
|Definition=[ῠ], α, ον (also [[μύχιος]], [[ον]] Arist.''Mu.''395b31), ([[μυχός]])<br><span class="bld">A</span> [[inward]], [[inmost]], Hes.''Op.''523, [[varia lectio|v.l.]] in ''Th.''991; <b class="b3">μυχία Προποντίς</b> [[embayed]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]'' 876 (lyr.); πνοιαί A.R.2.742; μύχιόν τι ὑποκρώζειν Luc.''DMort.''6.4.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">οἱ μ. θεοί</b>, = Lat. ''Penates'', D.H.1.67; also <b class="b3">θεοὶ μ.</b> coupled with Aphrodite [[μυχία]], Ael.''NA''10.34; [[Μύχιος]] and [[Μυχία]] divinities at Hiera, ''IG''12(2).484.13.—To this Adj. belong various irreg. Sups. (formed from the Subst. [[μυχός]]), μυχοίτατος, μυχαίτατος, μυχέστατος, μυχώτατος, and [[μύχατος]] ([[quod vide|qq.v.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:35, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύχιος Medium diacritics: μύχιος Low diacritics: μύχιος Capitals: ΜΥΧΙΟΣ
Transliteration A: mýchios Transliteration B: mychios Transliteration C: mychios Beta Code: mu/xios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον (also μύχιος, ον Arist.Mu.395b31), (μυχός)
A inward, inmost, Hes.Op.523, v.l. in Th.991; μυχία Προποντίς embayed, A.Pers. 876 (lyr.); πνοιαί A.R.2.742; μύχιόν τι ὑποκρώζειν Luc.DMort.6.4.
II οἱ μ. θεοί, = Lat. Penates, D.H.1.67; also θεοὶ μ. coupled with Aphrodite μυχία, Ael.NA10.34; Μύχιος and Μυχία divinities at Hiera, IG12(2).484.13.—To this Adj. belong various irreg. Sups. (formed from the Subst. μυχός), μυχοίτατος, μυχαίτατος, μυχέστατος, μυχώτατος, and μύχατος (qq.v.).

German (Pape)

[Seite 224] innerlich, im Innersten gelegen; als v.l. bei Hes. O. 521 Th. 991; μυχία τε Προποντίς, die eine Bucht bildet, Aesch. Pers. 854; sp. D., πνοιῇσι μυχίῃσι Ap. Rh. 2, 742, u. Anth. Auch Luc., ἐχρέμπτετο μύχιόν τι Gall. 10, μύχιόν τι ὑποκρώζειν, tief herauf, d. mort. 6, 4. – Als unregelmäßige superl. gehören dazu μύχατος, μυχαίτατος, μυχέστατος, μυχοίτατος u. μυχώτατος, die einzeln aufgeführt u. alle auf μυχός zurückzuführen sind.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est au fond, profond, intérieur.
Étymologie: μυχός.

Russian (Dvoretsky)

μύχιος: (ῠ) глубокий, внутренний: μυχία Προποντίς Aesch. образующая глубокую бухту Пропонтида; μ. Ἀΐδης Anth. глубоко (под землей) находящийся Аид; μύχιόν τι ὑποκρώζειν Luc. издавать гортанный звук (о птице).

Greek (Liddell-Scott)

μύχιος: -α, -ον, (μῠχός), ἐσωτερικός, ἐσώτατος, Λατ. intimus, διάφ. γραφ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 521, Θ. 991· μυχία Προποντίς, ἡ σχηματίζουσα βαθὺν κόλπον, (μυχὸς 3), Αἰσχύλ. Πέρσ. 876· πνοιαὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 742· Ἀΐδης Ἀνθ. Π. παράρτ. 355· μύχιόν τι ὑποκρώζειν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6.4. ΙΙ. οἱ μ. θεοὶ = τῷ Ρωμ. Penates, ἕρκιοι, πατρῷοι, κτλ., Διον. Ἁλ. 1. 67. ― Εἰς τὸ ἐπίθ. τοῦτο ἀνήκουσι πολλὰ ἀνώμαλα ὑπερθετ. (ἐσχηματισμένα ἐκ τοῦ οὐσιαστ. μυχός), μῠχοίτατος, -αίτατος,-έστατος,-ώτατος, καὶ μύχατος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α μύχιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος) μυχός
αυτός που βρίσκεται στο βάθος, εσωτερικός, εσώτατος, βαθύς, κρυφός, απόκρυφος (α. μύχια σκέψη» β. «μυχίη καταλέξεται ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ.)
αρχ.
1. αυτός που σχηματίζει βαθύ κόλπο, μυχό, βαθύκολπος («μυχία, Προποντίς», Αισχύλ.)
2. φρ. α) «οἱ μύχιοι θεοί» — οι έρκιοι, οι πατρώοι θεοί τών Ρωμαίων
β) «θεοί μύχιοι» — θεοί που συνευρίσκονται ερωτικά με την θεά Αφροδίτη
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ονόμ.) Μύχιος και Μυχία
θεότητες στην Ιέρα.
επίρρ...
μυχίως (Α μυχίως)
ενδόμυχα.

Greek Monotonic

μύχιος: -α, -ον (μῠχός), εσωτερικός, εσώτατος, αποσυρμένος, αποκλεισμένος, σε Αισχύλ., Λουκ.

Middle Liddell

μύχιος, η, ον [μῠχός]
inward, inmost, retired, embayed, Aesch., Luc.

Mantoulidis Etymological

(=πολύ βαθύς). Ἀπό το μυχός (=βάθος) τοῦ μύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.