παλίρροια: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palirroia
|Transliteration C=palirroia
|Beta Code=pali/rroia
|Beta Code=pali/rroia
|Definition=(also [[παλιροία]] S.''Fr.''832), Ion. [[παλιρροίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[flowing back]], [[backwater]], δίνας τινὰς… ἰσχυρὰς καὶ παλιρροίην Hdt. 2.28; <b class="b3">παλιρροία βυθοῦ</b>, of the tide, S. [[l.c.]]; <b class="b3">παλιρροίῃ ἐπινήχεται</b>, of Delos, Call.''Del.''193: in plural, Agathem.5.22.<br><span class="bld">2</span> generally, [[reflux]], <b class="b3">ἡ π. τῆς ὑγρότητος</b>, in the spleen, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''670b8; τοῦ θερμοῦ Id.''Insomn.''461a6; ἐς π. ἰέναι Aret. ''CA''1.7.<br><span class="bld">3</span> metaph., <b class="b3">παράδοξος π. τῶν πραγμάτων</b>, of fortune, Plb. 1.82.3; ἡ ἐπ' ἀμφότερα τὰ μέρη τῆς τύχης π. D. S.18.59; also of [[ἀνάμνησις]], Ph.1.593.
|Definition=(also [[παλιροία]] [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''832), Ion. [[παλιρροίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[flowing back]], [[backwater]], δίνας τινὰς… ἰσχυρὰς καὶ παλιρροίην [[Herodotus|Hdt.]] 2.28; <b class="b3">παλιρροία βυθοῦ</b>, of the tide, S. [[l.c.]]; <b class="b3">παλιρροίῃ ἐπινήχεται</b>, of Delos, Call.''Del.''193: in plural, Agathem.5.22.<br><span class="bld">2</span> generally, [[reflux]], <b class="b3">ἡ π. τῆς ὑγρότητος</b>, in the spleen, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''670b8; τοῦ θερμοῦ Id.''Insomn.''461a6; ἐς π. ἰέναι Aret. ''CA''1.7.<br><span class="bld">3</span> metaph., <b class="b3">παράδοξος π. τῶν πραγμάτων</b>, of fortune, Plb. 1.82.3; ἡ ἐπ' ἀμφότερα τὰ μέρη τῆς τύχης π. D. S.18.59; also of [[ἀνάμνησις]], Ph.1.593.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 09:47, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίρροια Medium diacritics: παλίρροια Low diacritics: παλίρροια Capitals: ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ
Transliteration A: palírroia Transliteration B: palirroia Transliteration C: palirroia Beta Code: pali/rroia

English (LSJ)

(also παλιροία S.Fr.832), Ion. παλιρροίη, ἡ,
A flowing back, backwater, δίνας τινὰς… ἰσχυρὰς καὶ παλιρροίην Hdt. 2.28; παλιρροία βυθοῦ, of the tide, S. l.c.; παλιρροίῃ ἐπινήχεται, of Delos, Call.Del.193: in plural, Agathem.5.22.
2 generally, reflux, ἡ π. τῆς ὑγρότητος, in the spleen, Arist.PA670b8; τοῦ θερμοῦ Id.Insomn.461a6; ἐς π. ἰέναι Aret. CA1.7.
3 metaph., παράδοξος π. τῶν πραγμάτων, of fortune, Plb. 1.82.3; ἡ ἐπ' ἀμφότερα τὰ μέρη τῆς τύχης π. D. S.18.59; also of ἀνάμνησις, Ph.1.593.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le flux et le reflux.
Étymologie: παλίρροος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίρροια -ας, ἡ, Ion. παλιρροίη [παλίρροος] teruglopend water; overdr. het keren van het tij.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρροια: ион. πᾰλιρροίη ἡ
1 прилив и отлив (δῖναι καὶ π. Her.; перен. τῆς ὁρμῆς Plut.);
2 колебание, смена (τοῦ θερμοῦ Arst.);
3 изменчивость, превратность (τῶν πραγμάτων Polyb.; τῆς τύχης Diod.).

Greek Monolingual

η (ΑΜ παλίρροια, Α και παλίρροια και ιων. τ. παλιρροίη) παλίρρους
το φαινόμενο της ταλάντωσης της στάθμης της θάλασσας λόγω της έλξης που ασκούν πάνω στην υδρόσφαιρα η Σελήνη και ο Ήλιος, ενιαία ονομασία για την πλημμυρίδα και την άμπωτη
αρχ.
1. η προς τα πίσω ροή του ύδατος
2. ανάρρους, αναρροή («διὰ τὴν... παλίρροιαν τῆς ὑγρότητος... αἱ κοιλίαι σκληραὶ γίνονται σπληνίωσιν», Αριστοτ.)
3. μτφ. ταλάντευση, αβεβαιότητα («ἡ παλίρροια τῶν πραγμάτων» — η τύχη, Πολ.).

Greek Monotonic

παλίρροια: ἡ, παλινδρομικό ρεύμα του νερού, παλίρροια, σε Ηρόδ.· μεταφ., λέγεται για την τύχη, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

παλίρροια: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ῥοὴ τοῦ ὕδατος, δίνας τινὰς..ἰσχυρὰς καὶ παλιρροίην Ἡρόδ. 2. 28· παλιρροία (παροξυτόνως) βυθοῦ, ἐπὶ τῆς πλημμυρίδος καὶ ἀμπώτιδος ὡς καὶ νῦν, Σοφ. Ἀποσπ. 716· παλιρροίη ἐπινήχεται, ἐπὶ τῆς Δήλου, Καλλ. εἰς Δῆλ. 193· ἡ π. τῆς ὑγρότητος, ἐν τῷ σπληνί, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 15· τοῦ θερμοῦ ὁ αὐτ. π. Ἐνυπν. 3, 2. 2) μεταφορ., παράδοξος π. τῶν πραγμάτων, ἐπὶ τῆς τύχης, Πολύβ. 1. 82, 3· ἡ τῆς τύχης π. Διόδ. 18. 59. [Παρὰ τοῖς Παλαιοῖς Ἀττ. ποιηταῖς ὡσαύτως παλιρροίᾱ, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ἄγνοια.]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 73-77, Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. Α΄, σ. 197.

Middle Liddell

παλίρροια, ἡ,
the reflux of water, back-water, Hdt.:— metaph. of fortune, Polyb. [from πᾰλίρρους]

English (Woodhouse)

ebb

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=τό τρέξιμο τοῦ νεροῦ πρός τά πίσω). Ἀπό τό παλίρρουςπάλιν + ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη πάλιν.