κεραμῖτις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α κεραμῑτις, -ιδος) [[κέραμος]]<br /><b>φρ.</b> «[[κεραμίτις]] γη» ή «[[κεραμίτις]]» — [[χώμα]] κατάλληλο για την κεραμευτική, [[κεραμιδόχωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]] με [[χρώμα]] κεράμου.
|mltxt=η (Α κεραμῖτις, -ιδος) [[κέραμος]]<br /><b>φρ.</b> «[[κεραμίτις]] γη» ή «[[κεραμίτις]]» — [[χώμα]] κατάλληλο για την κεραμευτική, [[κεραμιδόχωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]] με [[χρώμα]] κεράμου.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεραμῖτις, -ίτιδος [κέραμος] [[pottenbakkers]]-:. [[κεραμῖτις γῆ]] = [[pottenbakkersaarde]] [[Hp]].
|elnltext=κεραμῖτις, -ίτιδος [κέραμος] [[pottenbakkers]]-:. [[κεραμῖτις γῆ]] = [[pottenbakkersaarde]] [[Hp]].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμῖτις Medium diacritics: κεραμῖτις Low diacritics: κεραμίτις Capitals: ΚΕΡΑΜΙΤΙΣ
Transliteration A: keramîtis Transliteration B: keramitis Transliteration C: keramitis Beta Code: kerami=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, of or for pottery, κεραμῖτις γῆ = potter's earth, Hp. Morb.1.17, 3.1, Plu.2.827e, Gal.2.137; κεραμῖτις, ἡ, a gem of the colour of potsherds, Plin.HN37.152 (acc. κεραμῖτην, nisi leg. κεραμῖτιν, Cat.Cod.Astr. 8(2).169, cf. 8(1).190).

German (Pape)

[Seite 1420] ιδος, ἡ, γῆ, Töpfererde; Plat. Legg. VIII, 844 b, v.l. κεραμίς; Hippocr.; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
d'argile : γῆ terre de potier.
Étymologie: κέραμος.

Russian (Dvoretsky)

κεραμῖτις: ῐδος (ῑτ) adj. f горшечная, гончарная (γῆ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμῖτις: -ιδος, ἡ, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κεραμευτικήν, κ. γῆ, κεραμευτικὸς πηλός, ὡς τὸ κεραμὶς ΙΙΙ, Ἱππ. 453. 23., 488 7, Πλούτ. 2. 827D· καλεῖται καὶ παρθένιος γῆ παρὰ τῷ Κλήμ. Ἀλ. 321, ἄργιλλα παρὰ τῷ Γαλην.

Greek Monolingual

η (Α κεραμῖτις, -ιδος) κέραμος
φρ. «κεραμίτις γη» ή «κεραμίτις» — χώμα κατάλληλο για την κεραμευτική, κεραμιδόχωμα
αρχ.
πολύτιμος λίθος με χρώμα κεράμου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμῖτις, -ίτιδος [κέραμος] pottenbakkers-:. κεραμῖτις γῆ = pottenbakkersaarde Hp.