δροσώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=drosodis
|Transliteration C=drosodis
|Beta Code=drosw/dhs
|Beta Code=drosw/dhs
|Definition=δροσώδες, [[dewy]], [[moist]], [[κύπειρος]] Pherecr.109; [[λιβάς]] Antiph. 52.13; [[κρεάδιον|κρεάδια]] Alex.124.12; [[ἱδρώς]] Plu.2.695c; δροσώδης ὕδατος [[νοτίς]] a [[spring]] of [[fresh]] [[water]], E.''Ba.''705.
|Definition=δροσῶδες, [[dewy]], [[moist]], [[κύπειρος]] Pherecr.109; [[λιβάς]] Antiph. 52.13; [[κρεάδιον|κρεάδια]] Alex.124.12; [[ἱδρώς]] Plu.2.695c; δροσώδης ὕδατος [[νοτίς]] a [[spring]] of [[fresh]] [[water]], E.''Ba.''705.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δροσώδης Medium diacritics: δροσώδης Low diacritics: δροσώδης Capitals: ΔΡΟΣΩΔΗΣ
Transliteration A: drosṓdēs Transliteration B: drosōdēs Transliteration C: drosodis Beta Code: drosw/dhs

English (LSJ)

δροσῶδες, dewy, moist, κύπειρος Pherecr.109; λιβάς Antiph. 52.13; κρεάδια Alex.124.12; ἱδρώς Plu.2.695c; δροσώδης ὕδατος νοτίς a spring of fresh water, E.Ba.705.

Spanish (DGE)

-ες
• Morfología: [plu. ac. δροσώδεας Gr.Naz.M.37.1492]
I 1cubierto de rocío κύπειρος Pherecr.114.2, πέτραι Gal.12.57, ταρσός ... ὀρνίθων Babr.124.18, fig. de un guiso de carne jugosa τὰ κρεᾴδια ... ἔγχυλα ... καὶ δροσώδη Alex.129.12.
2 en forma de rocío, consistente en rocío τὸ δροσῶδες ὑγρόν Plu.2.913e, ἀτμὶς ἀναχεῖται τῷ περιέχοντι δ. op. νεφελώδης, ὁμιχλώδης, ὀρφνώδης Adam.Vent.33.13, ψεκάδες Gr.Nyss.Hom.in Cant.326.10
como rocío, que forma gotas ἱδρώς Plu.2.695c.
3 fresco, cristalino δροσώδης ὕδατος ἐκπηδᾶι νοτίς E.Ba.705
cristalino, consistente en agua λιβάς Antiph.55.13.
II fig.
1 refrescante γίνεται ἡμῖν ... δροσώδης ὁ βίος διὰ τῶν τῆς ἀρετῆς σκιαδείων Gr.Nyss.Hom.in Cant.53.2.
2 tierno, joven ἁπαλὸν ... καὶ δροσῶδες ... μέτωπον Anacreont.17.9
subst. ὁ δροσώδης = niño, niña θρέψας ἐν θαλάμοισι δροσώδεας = criando en la casa a las niñas Gr.Naz.l.c.

German (Pape)

[Seite 668] ες, = δροσοειδής; κύπειρος Phereer. bei Ath. XV, 685 a; μέτωπον Anacr. 16, 9; in Prosa öfter, = δροσερός, z. B. Plut. Qu. nat. 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à de la rosée.
Étymologie: δρόσος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

δροσώδης:
1 похожий на росу (ὕδατος νοτίς Eur.; ἱδρώς Plut.);
2 свежий, нежный (μέτωπον Anacr.).

Greek (Liddell-Scott)

δροσώδης: -ες, ὅμοιος δρόσῳ, δροσερός, ὑγρός, Φερεκρ. Μεταλλ. 2, κτλ.· δ. ὕδατος νοτίς, πηγή, Εὐρ. Βάκχ. 704.

Greek Monolingual

-ες (Α δροσώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με δροσιά, δροσερός, υγρός.

Greek Monotonic

δροσώδης: -ες (εἶδος), δροσερός, υγρός, νοτισμένος, βρεγμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

δροσ-ώδης, ες adj εἶδος
like dew, moist, Eur.