κρεμαστός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kremastos
|Transliteration C=kremastos
|Beta Code=kremasto/s
|Beta Code=kremasto/s
|Definition=κρεμαστή, κρεμαστόν, [[hung]], [[suspended]], [[γυνή]] [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1263; <b class="b3">κρεμαστὸς αὐχένος</b> [[hung by]] the [[neck]], Id.''Ant.''1221: c. gen., [[hung from]] or [[hung on]] a thing, παραστάδος κρεμαστὰ τεύχη E.''Andr.''1122; <b class="b3">κρεμαστὴ ἀρτάνη</b>, i.e. a [[halter]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1266; βρόχοι κρεμαστοί E.''Hipp.''779; <b class="b3">σκεύη κρεμαστά</b> the [[rigging]] of ships, opp. <b class="b3">ξύλινα σκεύη</b>, X.''Oec.''8.12; τὰ κρεμαστὰ ἱστία Hermipp.63.12; <b class="b3">κλινίδιον κρεμαστόν</b> [[hammock]], Plu.''Per.''27; κ. ποτιστρέα ''PTeb.''527 (ii A. D.); <b class="b3">κρεμαστὴ σταφυλή</b>, i.e. dried grapes, Alex.Trall.8.1; <b class="b3">οἱ κρεμαστοὶ κῆποι</b> [[hanging]] [[garden]]s, Plu.2.342b; κρεμαστὸς [[παράδεισος]] Beros. ap. J.''AJ''10.11.1; [[κρεμαστά]], τά, [[fortress]]es, [[LXX]] ''Jd.''6.2.
|Definition=κρεμαστή, κρεμαστόν, [[hung]], [[suspended]], [[γυνή]] [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1263; <b class="b3">κρεμαστὸς αὐχένος</b> [[hung by]] the [[neck]], Id.''Ant.''1221: c. gen., [[hung from]] or [[hung on]] a thing, παραστάδος κρεμαστὰ τεύχη [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1122; <b class="b3">κρεμαστὴ ἀρτάνη</b>, i.e. a [[halter]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1266; βρόχοι κρεμαστοί E.''Hipp.''779; <b class="b3">σκεύη κρεμαστά</b> the [[rigging]] of ships, opp. <b class="b3">ξύλινα σκεύη</b>, X.''Oec.''8.12; τὰ κρεμαστὰ ἱστία Hermipp.63.12; <b class="b3">κλινίδιον κρεμαστόν</b> [[hammock]], Plu.''Per.''27; κ. ποτιστρέα ''PTeb.''527 (ii A. D.); <b class="b3">κρεμαστὴ σταφυλή</b>, i.e. dried grapes, Alex.Trall.8.1; <b class="b3">οἱ κρεμαστοὶ κῆποι</b> [[hanging]] [[garden]]s, Plu.2.342b; κρεμαστὸς [[παράδεισος]] Beros. ap. J.''AJ''10.11.1; [[κρεμαστά]], τά, [[fortress]]es, [[LXX]] ''Jd.''6.2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:33, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεμαστός Medium diacritics: κρεμαστός Low diacritics: κρεμαστός Capitals: ΚΡΕΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kremastós Transliteration B: kremastos Transliteration C: kremastos Beta Code: kremasto/s

English (LSJ)

κρεμαστή, κρεμαστόν, hung, suspended, γυνή S.OT1263; κρεμαστὸς αὐχένος hung by the neck, Id.Ant.1221: c. gen., hung from or hung on a thing, παραστάδος κρεμαστὰ τεύχη E.Andr.1122; κρεμαστὴ ἀρτάνη, i.e. a halter, S.OT1266; βρόχοι κρεμαστοί E.Hipp.779; σκεύη κρεμαστά the rigging of ships, opp. ξύλινα σκεύη, X.Oec.8.12; τὰ κρεμαστὰ ἱστία Hermipp.63.12; κλινίδιον κρεμαστόν hammock, Plu.Per.27; κ. ποτιστρέα PTeb.527 (ii A. D.); κρεμαστὴ σταφυλή, i.e. dried grapes, Alex.Trall.8.1; οἱ κρεμαστοὶ κῆποι hanging gardens, Plu.2.342b; κρεμαστὸς παράδεισος Beros. ap. J.AJ10.11.1; κρεμαστά, τά, fortresses, LXX Jd.6.2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
suspendu ; τὰ κρεμαστὰ σκεύη les agrès d'un bateau (voiles et cordages).
Étymologie: adj. verb. de κρεμάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεμαστός -ή -όν [κρεμάννυμι] hangend, opgehangen:. τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν we zagen haar hangen aan haar hals Soph. Ant. 1221; ἐν κλινιδίῳ κρεμαστῷ παρὰ τὴν γῆν αὐτὴν in een hangmat die vlak boven de grond hing Plut. Per. 27.4.

German (Pape)

hangend, schwebend; κρεμαστὴν τὴν γυναῖκ' ἐσείδομεν Soph. O.R. 1263, wie Ant. 1906, – der Strick zum Erhenken heißt κρεμαστὴ ἀρτάνη O.R. 1266, wie βρόχοι κρεμαστοί Eur. Hipp. 778, – Folgde, κλινίδιον Plut. Pericl. 27. – Im Schiffe sind τὰ κρεμαστά das hangende Gerät, Tauwerk und Segel, Xen. Oec. 8.12, Att. Seew., ἱστία Ath. I.27f.

Russian (Dvoretsky)

κρεμαστός:
1 подвешенныи, висящий (ἀρτάνη Soph.; βρόχοι Eur.);
2 висячий: κλινίδιον κρεμαστόν Plut. подвесная койка; σκεύη κρεμαστά Xen. висячие веревочные снасти, т. е. канаты и паруса; οἱ κρεμαστοὶ κῆποι Plut. висячие сады;
3 (тж. κ. αὐχένος Soph.) повесившийся: κρεμαστὴ γυνή Soph. = Ἰοκάστη.

Greek (Liddell-Scott)

κρεμαστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, «κρεμασμένος», ἀπηγχονισμένος, γυνὴ Σοφ. Ο. Τ. 1263· κρ. αὐχένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1221, μετὰ γεν., κρεμάμενος ἔκ τινος, κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καθαρπάσας Εὐρ. Ἀνδρ. 1122· ― κρ. ἀρτάνη, δηλ. σχοινίον ἀγχόνης, βρόχος, Σοφ. Ο. Τ. 1266· βρόχοι κρ. Εὐρ. Ἱππ. 779· ― σκεύη κρ., ὁ ἐκ σχοινίων καὶ ἱστίων ὁπλισμὸς τοῦ πλοίου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ξύλινα κρ., Ξεν. Οἰκ. 8. 12· τὰ κρεμαστὰ ἱστία Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 12· κλινίδιον κρ., κρεμαστὴ κλίνη, Πλουτ. Περικλ. 27· οἱ κρ. κῆποι ὁ αὐτ. 2. 342Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κρεμαστός, -ή, -όν) κρεμάννυμι
1. αυτός που κρέμεται, κρεμασμένος, αναρτημένος (α. «κρεμαστό ρολόι» β. «χαλᾷ κρεμαστήν ἀρτάνην», Σοφ.)
2. αυτός που αιωρείται, μετέωρος
3. φρ. «κρεμαστοί κήποι» — βλ. κήπος
νεοελλ.
φρ. «κρεμαστή γέφυρα» — η γέφυρα της οποίας το κατάστρωμα συγκρατείται με αλυσίδες ή καλώδια μέσω κατακόρυφων αναρτήρων οι οποίοι φέρονται σε δύο συνήθως κατακόρυφους πύργους από σκυρόδεμα ή μέταλλο
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ.) το θηλ. ως ουσ. η κρεμαστή
ένα από τα 14 σημεία του «εκφωνητικού συστήματος» ή «είδους» της αρχαίας βυζαντινής μουσικής, το οποίο απαντά στα Ευαγγελιστάρια και σε άλλα παρόμοια κείμενα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κρεμαστόν
ο εξώστης
μσν.-αρχ.
απαγχονισμένος («τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν», Σοφ.)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρεμαστά
οχυρώματα, φρούρια
2. φρ. «κρεμαστὰ σκεύη» — τα σχοινιά και τα ιστία του πλοίου.

Greek Monotonic

κρεμαστός: -ή, -όν, κρεμασμένος, μετέωρος, απαγχονισμένος, κρ. αὐχένος, κρεμασμένος από το λαιμό, σε Σοφ.· με γεν., επίσης κρεμασμένος από ή σε κάτι, σε Ευρ.· κρεμαστὴ ἀρτάνη, δηλ. θηλιά, βρόχος, σε Σοφ.· ομοίως, βρόχοι κ., σε Ευρ.

Middle Liddell

κρεμαστός, ή, όν κρεμάννυμι
hung, hung up, hanging, κρ. αὐχένος hung by the neck, Soph.; c. gen., also, hung from or on a thing, Eur.: —κρεμαστὴ ἀρτάνη, i. e. a halter, Soph.; so, βρόχοι κρ. Eur.

English (Woodhouse)

hanging, suspended in air, suspended

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)