χερσόνησος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 33: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί ἀττ. [[χερρόνησος]] (=[[ξηρά]] πού εἶναι [[σχεδόν]] νησί). Ἀπό τό [[χέρσος]] + [[νῆσος]] τοῦ [[νέω]] (=[[πλέω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[χέρσος]].
|mantxt=καί ἀττ. [[χερρόνησος]] (=[[ξηρά]] πού εἶναι [[σχεδόν]] νησί). Ἀπό τό [[χέρσος]] + [[νῆσος]] τοῦ [[νέω]] (=[[πλέω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[χέρσος]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[paeninsula]]'', [[peninsula]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.97.1/ 6.97.1] (<i>de Thapso</i> <i>concerning Thapsus</i>),<br>''[[Chersonesus Thraciae]]'', [[Thracian Chersonese]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.11.1/ 1.11.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> χερρ.] [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.62.2/ 8.62.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.99.1/ 8.99.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.102.1/ 8.102.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.104.2/ 8.104.2].<br>''[[Corinthiorum]]'', [[of the Corinthians]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.42.2/ 4.42.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.43.2/ 4.43.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.45.2/ 4.45.2].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 15:31, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσόνησος Medium diacritics: χερσόνησος Low diacritics: χερσόνησος Capitals: ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ
Transliteration A: chersónēsos Transliteration B: chersonēsos Transliteration C: chersonisos Beta Code: xerso/nhsos

English (LSJ)

ἡ, later χερρόνησος, poet. χερόνησος (q.v.), Dor. χερσόνασος SIG709.52 (ii B. C.), χέρνασος (q.v.):—
A peninsula, Hdt. 4.12, Th.6.97, Str.16.2.10, Plu.Pyrrh.6, etc.
2 island with a bridge to it, Paus.5.24.1.
II as pr. n., of various peninsulas, esp.
1 the Chersonese, i.e. the peninsula of Thrace that runs along the Hellespont, Hdt.6.33.
2 the Tauric Chersonese or Crimea, Id.4.99, etc.
3 the peninsula between Epidaurus and Troezen, Th.4.42.

German (Pape)

[Seite 1351] att. χεῤῥόνησος, poet. auch χερόνησος, ἡ, Landinsel, d. i. Halbinsel, Her. 4, 12. S. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) ; néo-att. χερρόνησος;
I. presqu'île, péninsule;
II. n. géogr.
1 la Chersonèse de Thrace (auj. péninsule de Gallipoli);
2 la Chersonèse Taurique (auj. Crimée);
3 abs. la Chersonèse, presqu'île entre Épidaure et Trézène (Méthana);
4χερσόνησος τῆς Βυβασσίης la Chersonèse de Bybassie.
Étymologie: χέρσος, νῆσος.

Russian (Dvoretsky)

χερσόνησος: новоатт. χερρόνησοςполуостров Her. etc.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόνησος: νεώτερ. Ἀττ. χερρόνησος, ποιητ. χερόνησος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 925· ὡς καὶ νῦν, ἡ χέρσος ἅμα καὶ νῆσος, σχεδὸν νῆσος, peninsula, Ἡρόδ. 4. 12, Πλούτ., κλπ. 2) νῆσος συνδεδεμένη μετὰ γεφύρας πρὸς τὴν ξηράν, Παυσ. 5. 24, 1. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Θρᾳκικὴ Χερσόνησος ἡ ἐκτεινομένη κατὰ μῆκος τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 6. 33, κἑξ. - ὡσαύτως, ἡ Ταυρικὴ Χερσόνησος, δηλ. ἡ Κριμαία, Ἡρόδ. 4. 99, κλπ.· ἡ μεταξὺ Ἐπιδαύρου καὶ Τροιζῆνος χερσόνησος, Θουκ. 4. 42. κἑξ. (ἴδε Arnold)· καὶ πολλαὶ ἄλλαι.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αττ. τ. χερρόνησος και χερόνησος και δωρ. τ. χερσόνασος και κυρην. τ. χέρνασος Α
τμήμα ξηράς που περιβρέχεται από θάλασσα και συνδέεται με την ηπειρωτική ακτή σε μια μόνο πλευρά
αρχ.
1. ως κύριο όν. ἡ Χερσόνησος και Χερρόνησος
ονομασία διαφόρων περιοχών, όπως της Θρακικής Χερσονήσου, της Ταυρικής, δηλαδή της Κριμαίας, της περιοχής μεταξύ Επιδαύρου και Τροιζήνας κ.ά., καθώς και πολλών πόλεων, όπως λ.χ. της Κρήτης, τών ακτών του Ευξείνου, της Σαρδηνίας, της Σικελίας, τών νήσων του Αιγαίου κ.ά.
2. νησί που συνδέεται με γέφυρα με την ηπειρωτική ακτή («ἡ δὲ καλουμένη χερσόνησός ἐστιν ἐπὶ τῇ ἠπείρῳ κειμένῃ νῆσος, γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος/χέρρος + νῆσος.

Greek Monotonic

χερσόνησος: μεταγεν., Αττ. χερρό-, ἡ,
I. γη που μοιάζει με νησί, δηλ. χερσόνησος σε Ηρόδ.
II. 1. ως κύριο όνομα, η Θρακική χερσόνησος, δηλ. η χερσόνησος της Θράκης που βρίσκεται κατά μήκος του Ελλησπόντου, σε Ηρόδ.· επίσης, η χερσόνησος του Ταύρου, η Κριμαία, σε Ηρόδ.· η χερσόνησος ανάμεσα στην Επίδαυρο και την Τροιζήνα, σε Θουκ.

Middle Liddell

I. a land-island, i. e. a peninsula, Hdt.
II. as pr. n. the Chersonese, i. e. the peninsula of Thrace that runs along the Hellespont, Hdt.:—also the Tauric Chersonese, Crimea, Hdt.; the peninsula between Epidaurus and Troezen, Thuc.

Mantoulidis Etymological

καί ἀττ. χερρόνησος (=ξηρά πού εἶναι σχεδόν νησί). Ἀπό τό χέρσος + νῆσος τοῦ νέω (=πλέω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χέρσος.

Lexicon Thucydideum

paeninsula, peninsula, 6.97.1 (de Thapso concerning Thapsus),
Chersonesus Thraciae, Thracian Chersonese, 1.11.1, [vulgo commonly χερρ.] 8.62.2, 8.99.1. 8.102.1. 8.104.2.
Corinthiorum, of the Corinthians, 4.42.2. 4.43.2. 4.45.2.

Translations

peninsula

Afrikaans: skiereiland; Albanian: gadishull; Arabic: شِبْه جَزِيرَة‎; Armenian: թերակղզի; Asturian: península; Azerbaijani: yarımada; Bashkir: ярымутрау; Basque: penintsula; Belarusian: паўвостраў, паўвыспа; Bengali: উপদ্বীপ; Bikol Central: rawis; Breton: ledenez; Bulgarian: полуостров; Burmese: ကျွန်းဆွယ်; Catalan: península; Chinese Cantonese: 半島/半岛, 半岛; Dungan: банҗядо, банхэдо; Mandarin: 半島/半岛; Min Nan: 半島/半岛, 半岛; Chuvash: ҫурутрав; Crimean Tatar: yarımada; Czech: poloostrov; Danish: halvø; Dutch: schiereiland; Esperanto: duoninsulo; Estonian: poolsaar; Faroese: hálvoyggj, nes; Finnish: niemimaa; French: péninsule, presqu'île; Galician: península; Georgian: ნახევარკუნძული; German: Halbinsel; Greek: χερσόνησος; Ancient Greek: ἀκτά, ἀκτή, ἡ χερσαῖος, πρών, χέρνασος, χερόνησος, χερρόνησος, χεῤῥόνησος, χερσόνασος, χερσόνησος; Gujarati: દ્વીપકલ્પ; Hebrew: חֲצִי אִי‎; Hindi: प्रायद्वीप; Hungarian: félsziget; Icelandic: skagi; Ido: peninsulo; Indonesian: semenanjung; Irish: leithinis, glasoileán; Italian: penisola; Japanese: 半島; Kalmyk: тоха арл; Kannada: ಅರೆತೆವರು; Karachay-Balkar: джарымайрымкан; Kazakh: түбек, жарты арал; Khmer: ទៀបកោះ, ស្ទើរកោះ, ឧបទ្វីប; Korean: 반도(半島); Kurdish Northern Kurdish: nîvgirav; Kyrgyz: жарым арал, түбөк; Lao: ຄາບສມຸດ; Latin: paeninsula; Latvian: pussala; Ligurian: penisoa; Lithuanian: pusiasalis; Low German: Halfinsel; Macedonian: полуостров; Malay: semenanjung, tanah menanjung, penanjung, jazirah; Malayalam: ഉപദ്വീപ്; Maltese: penizola; Maori: raenga kūiti; Marathi: द्वीपकल्प; Mongolian Cyrillic: хойг; Mongolian: ᠬᠣᠶᠢᠭ; Norwegian Bokmål: halvøy; Nynorsk: halvøy; Ottoman Turkish: آطه‎; Pashto: جزيره نما‎, شبه جزيره‎, ټاپو وزمه‎; Persian: شبه‌جزیره‎; Plautdietsch: Launtenj; Polish: półwysep; Portuguese: península; Romanian: peninsulă; Russian: полуостров; Scots: peninsula; Scottish Gaelic: leth-eilean; Serbo-Croatian Cyrillic: по̏луоток, полуострво; Roman: pȍluotok, poluostrvo; Slovak: polostrov; Slovene: polotok; Southern Altai: јарым ортолык; Spanish: península; Swedish: halvö; Tagalog: tangway; Tajik: нимҷазира; Tamil: மூவலந்தீவு; Tatar: ярымутрау; Telugu: ద్వీపకల్పము; Thai: คาบสมุทร; Tibetan: གྲིང་ཟུར; Turkish: yarımada; Turkmen: ýarymada; Ukrainian: півострів; Urdu: جزیرہ نما‎; Uyghur: يېرىم ئارال‎; Uzbek: yarim orol; Vietnamese: bán đảo; Volapük: tinisul, lafanisul; Walloon: cåziyon, cåziyea; Welsh: penrhyn; West Frisian: skiereilân; Yakut: тумул арыы; Yiddish: האַלבאינדזל‎; Yoruba: larubawa