συνδιατίθημι: Difference between revisions

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Undo revision 3145151 by Spiros (talk))
Tag: Undo
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνδιατίθημι:'''<br /><b class="num">1</b> [[совместно устраивать]], [[помогать устроить]] (τινὶ τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[одновременно располагать]], [[приводить в]] (известное) [[состояние]] lut.: συνδιατίθεσθαι [[ἴσα]] καὶ μὴ ἀκοῦσαι Diog. L. притворяться ничего не слышавшим; δακτύλου τεμνομένου τὸ [[ὅλον]] συνδιατίθεται [[σῶμα]] Sext. при порезе пальца реагирует все тело.
|elrutext='''συνδιατίθημι:'''<br /><b class="num">1</b> [[совместно устраивать]], [[помогать устроить]] (τινὶ τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[одновременно располагать]], [[приводить в]] (известное) [[состояние]] Plut.: συνδιατίθεσθαι [[ἴσα]] καὶ μὴ ἀκοῦσαι Diog. L. притворяться ничего не слышавшим; δακτύλου τεμνομένου τὸ [[ὅλον]] συνδιατίθεται [[σῶμα]] Sext. при порезе пальца реагирует все тело.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:10, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιατίθημι Medium diacritics: συνδιατίθημι Low diacritics: συνδιατίθημι Capitals: ΣΥΝΔΙΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: syndiatíthēmi Transliteration B: syndiatithēmi Transliteration C: syndiatithimi Beta Code: sundiati/qhmi

English (LSJ)

A help in arranging, Ἰφίτῳ σ. τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Arist.Fr.533, cf. Plu.Tim.24:—Med., Hierocl. Prov.p.171 B.
2 compose, put together, ἐν τῇ ψυχῇ Porph.Plot. 8.
II help in disposing, τὴν ψυχὴν πρός τι Longin.7.3, cf. 39.3; cause a sympathetic affection of, τὴν καρδίαν Diocl.Fr.59:—Pass., to be sympathetically affected together, Plu.2.443b, D.L.4.18, Jul.Ep.89b, Chor.29.75F.-R., Cod.Just.1.4.34.3; Medic., = συμπάσχω, Diocl.Fr. 38, Sor.1.50, Gal.15.88,793.
2 Gramm., of the verb, to be affected in voice, A.D.Synt.205.2.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. τίθημι), mit oder zugleich anordnen, in einen Zustand od. eine Stimmung versetzen; Plut. Timol. 24 u. öfter; S. Emp. adv. phys. 1, 80.

French (Bailly abrégé)

1 disposer, arranger avec : τινί τι qch avec qqn;
2 aider à mettre dans telle ou elle disposition ; Pass. être disposé ou affecté ensemble.
Étymologie: σύν, διατίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διατίθημι samen (met...) regelen of organiseren of op orde brengen, met acc. en dat. ιets met iem.

Russian (Dvoretsky)

συνδιατίθημι:
1 совместно устраивать, помогать устроить (τινὶ τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Plut.);
2 одновременно располагать, приводить в (известное) состояние Plut.: συνδιατίθεσθαι ἴσα καὶ μὴ ἀκοῦσαι Diog. L. притворяться ничего не слышавшим; δακτύλου τεμνομένου τὸ ὅλον συνδιατίθεται σῶμα Sext. при порезе пальца реагирует все тело.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατίθημι: βοηθῶ εἰς τακτοποίησιν, διευθετῶ ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ, Ἰφίτῳ συνακμάσαι καὶ συνδιαθεῖναι τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 490, πρβλ. Πλουτ. Τιμολ. 24. ― Μέσ., Ἱεροκλ. π. Προνοίας ἐν ἀρχ. ΙΙ. συντελῶ ὅπως διατεθῇ τις κατά τινα τρόπον, τὴν ψυχὴν κατά τι Λογγῖν. 7, πρβλ. 39. ― Παθ., διατίθεμαι ὁμοῦ, συμπάσχω, Πλούτ. 2. 443Β, Διογ. Λ. 4. 18, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ διατίθημι
διευθετώ κάτι μαζί με κάτι άλλο ή από κοινού με άλλον, βοηθώ στη διευθέτηση, στην τακτοποίηση
αρχ.
1. τοποθετώ μαζί, συντάσσω
2. συντελώ στο να τοποθετηθεί κάποιος ή κάτι με ορισμένο τρόπο («πρὸς μεγαλοφροσύνην τὴν ψυχὴν μὴ συνδιατιθῇ», Λογγίν.)
3. προκαλώ σε κάποιον συμπαθητική διάθεση
4. παθ. συνδιατίθεμαι
α) διατίθεμαι, διάκειμαι ομοίως, έχω την ίδια με άλλον διάθεση απέναντι σε έναν τρίτο
β) ιατρ. είμαι άρρωστος και εγώ ταυτόχρονα με άλλον
γ) γραμμ. (για ρήμα) υφίσταμαι επίδραση, επηρεάζομαι ως προς τη φωνή.