ἐπιτελής: Difference between revisions
(13_6a) |
(CSV import) |
||
(27 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitelis | |Transliteration C=epitelis | ||
|Beta Code=e)pitelh/s | |Beta Code=e)pitelh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιτελές, ([[τέλος]])<br><span class="bld">A</span> [[brought to an end]], [[completed]], [[accomplished]], <b class="b3">ποιεῖν τι ἐπιτελές</b>, = [[ἐπιτελεῖν]], [[Herodotus|Hdt.]]1.117, 3.141, Hp.''Jusj.'', etc.; ἐπιτελῆ ποιῆσαι ἐντολάν τινος ''Test.Epict.''1.18; ἐ. ἐγίνετό τι [[Herodotus|Hdt.]]1.124, Th.1.141; εὐχαὶ ἐ. γενόμεναι [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''931e, cf. ''SIG''581.5 (ii B.C.); κρίσιν λαμβάνει ὁ πόλεμος ἐπιτελῆ D.H.10.46; of persons, [[adult]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] Ion. Adv. [[ἐπιτελέως]] = [[at last]], Aret.''SA''2.8.<br><span class="bld">II</span> Act., [[effective]], Ant.Lib. 19.3.<br><span class="bld">III</span> [[subject to taxation]], ἔλαιον ἐ. τελῶν ''Milet.''3.149.19 (ii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0990.png Seite 990]] ές, vollendet, ausgeführt, ἐπιτελέα ἐγένετο Her. 3, 16, wie Thuc. 1, 141; Plut. Nic. 14; ἐπιτελέα ποιεῖν, ausführen, Her. 3, 141 u. oft; ἐπ. δ' εἴη ἡ [[εὐχή]] Plat. Ep. VIII, 353 a; Legg. XI, 931 e; ἐπίνοιαι Pol. 6, 15, 6; κρίσιν λαμβάνει ὁ [[πόλεμος]] ἐπιτελῆ, eine vollständige Entscheidung, ein entschiedenes Ende, D. Hal. 10, 46; – [[παρθένος]], mannbar, Hesych. – Aber ὄρνιθες, Ant. Lib. 19, = [[ἐπιτελεστικός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0990.png Seite 990]] ές, vollendet, ausgeführt, ἐπιτελέα ἐγένετο Her. 3, 16, wie Thuc. 1, 141; Plut. Nic. 14; ἐπιτελέα ποιεῖν, ausführen, Her. 3, 141 u. oft; ἐπ. δ' εἴη ἡ [[εὐχή]] Plat. Ep. VIII, 353 a; Legg. XI, 931 e; ἐπίνοιαι Pol. 6, 15, 6; κρίσιν λαμβάνει ὁ [[πόλεμος]] ἐπιτελῆ, eine vollständige Entscheidung, ein entschiedenes Ende, D. Hal. 10, 46; – [[παρθένος]], mannbar, Hesych. – Aber ὄρνιθες, Ant. Lib. 19, = [[ἐπιτελεστικός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[mis à exécution]], [[achevé]], [[accompli]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τέλος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτελής:'''<br /><b class="num">1</b> [[доведенный до конца]], [[законченный]], [[выполненный]]: ἐπιτελὲς ποιεῖν τι Her. совершить (закончить) что-л.; ἐπιτελὲς [[γενέσθαι]] Her., Thuc., Plut. быть выполненным;<br /><b class="num">2</b> [[исполнившийся]] (εὐχαί Plat.; ἐπίνοιαι Polyb.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιτελής''': -ές, ([[τέλος]]) [[τέλειος]], ποιεῖν τι ἐπιτελές, = ἐπιτελεῖν, ἀπειλήσας παντοῖα τῷδε, ἢν μὴ τάδε ἐπιτελέα ποιήσῃ Ἡρόδ. 1. 117., 3. 141, Ἱππ. Ὅρκ. κτλ.· ταῦτά τε δὴ ὦν ἐπιτελέα ἐγίνετο = ἐπετελοῦντο, Ἡρόδ. 1. 124, Θουκ. 1. 141· εὐχὴ ἐπ. Πλάτ. Νόμοι 931Ε· κρίσιν λαμβάνειν ἐπιτελῆ Διον. Ἁλ. 10. 46· ― «ἐπιτελῆ, εἰς [[πέρας]] ἀγόμενα» Σουΐδ.: ― ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐν ὥρᾳ γάμου, «[[ἐπιτελής]]· [[ὡραία]] γαμεῖσθαι» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -έως, ἐπὶ τέλους, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 8. II. ἐνεργ., [[ἀποτελεσματικός]], Ἀντ. Λιβ. 19. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ἐπιτελής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] που [[είναι]] [[μέλος]] του επιτελείου<br /><b>2.</b> [[βοηθός]] ταγματάρχη του πεζικού ή μοιράρχου του ιππικού<br /><b>3.</b> αυτός που συγκαταλέγεται στα βασικά στελέχη [[κόμματος]], οργανισμού ή κινήσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέλειος]] («[[ἐπιτελής]] δ’ εἴη ἡ [[εὐχή]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) η ώριμη για γάμο<br /><b>3.</b> αυτός που οδηγεί στην [[εκπλήρωση]], στην [[ολοκλήρωση]]<br /><b>4.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φορολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτελῶς</i> και -<i>έως</i> (Α)<br />επιτέλους, τελικά, τελειωτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[σκοπός]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[ατελής]], [[νομοτελής]]). Ο νεοελλ. τ. με τη [[σημασία]] «[[αξιωματικός]], [[στρατιωτικός]]» [[είναι]] [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] από το ρ. <i>επι</i>-[[τέλλω]] / -<i>ομαι</i> «[[διατάσσω]], [[παραγγέλλω]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιτελής:''' -ές ([[τέλος]]), αυτός που έχει οδηγηθεί σε ένα [[τέλος]], [[πλήρης]], [[τέλειος]], [[ολοκληρωμένος]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπι-τελής, ές [[τέλος]]<br />brought to an end, completed, [[accomplished]], Hdt., etc. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[complete]], [[fulfilled]], [[perfect]] | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[effectus]], [[peractus]]'', [[accomplished]], [[completed]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.141.6/ 1.141.6]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 16 November 2024
English (LSJ)
ἐπιτελές, (τέλος)
A brought to an end, completed, accomplished, ποιεῖν τι ἐπιτελές, = ἐπιτελεῖν, Hdt.1.117, 3.141, Hp.Jusj., etc.; ἐπιτελῆ ποιῆσαι ἐντολάν τινος Test.Epict.1.18; ἐ. ἐγίνετό τι Hdt.1.124, Th.1.141; εὐχαὶ ἐ. γενόμεναι Pl.Lg.931e, cf. SIG581.5 (ii B.C.); κρίσιν λαμβάνει ὁ πόλεμος ἐπιτελῆ D.H.10.46; of persons, adult, Hsch. Ion. Adv. ἐπιτελέως = at last, Aret.SA2.8.
II Act., effective, Ant.Lib. 19.3.
III subject to taxation, ἔλαιον ἐ. τελῶν Milet.3.149.19 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 990] ές, vollendet, ausgeführt, ἐπιτελέα ἐγένετο Her. 3, 16, wie Thuc. 1, 141; Plut. Nic. 14; ἐπιτελέα ποιεῖν, ausführen, Her. 3, 141 u. oft; ἐπ. δ' εἴη ἡ εὐχή Plat. Ep. VIII, 353 a; Legg. XI, 931 e; ἐπίνοιαι Pol. 6, 15, 6; κρίσιν λαμβάνει ὁ πόλεμος ἐπιτελῆ, eine vollständige Entscheidung, ein entschiedenes Ende, D. Hal. 10, 46; – παρθένος, mannbar, Hesych. – Aber ὄρνιθες, Ant. Lib. 19, = ἐπιτελεστικός.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
mis à exécution, achevé, accompli.
Étymologie: ἐπί, τέλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτελής:
1 доведенный до конца, законченный, выполненный: ἐπιτελὲς ποιεῖν τι Her. совершить (закончить) что-л.; ἐπιτελὲς γενέσθαι Her., Thuc., Plut. быть выполненным;
2 исполнившийся (εὐχαί Plat.; ἐπίνοιαι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτελής: -ές, (τέλος) τέλειος, ποιεῖν τι ἐπιτελές, = ἐπιτελεῖν, ἀπειλήσας παντοῖα τῷδε, ἢν μὴ τάδε ἐπιτελέα ποιήσῃ Ἡρόδ. 1. 117., 3. 141, Ἱππ. Ὅρκ. κτλ.· ταῦτά τε δὴ ὦν ἐπιτελέα ἐγίνετο = ἐπετελοῦντο, Ἡρόδ. 1. 124, Θουκ. 1. 141· εὐχὴ ἐπ. Πλάτ. Νόμοι 931Ε· κρίσιν λαμβάνειν ἐπιτελῆ Διον. Ἁλ. 10. 46· ― «ἐπιτελῆ, εἰς πέρας ἀγόμενα» Σουΐδ.: ― ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐν ὥρᾳ γάμου, «ἐπιτελής· ὡραία γαμεῖσθαι» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -έως, ἐπὶ τέλους, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 8. II. ἐνεργ., ἀποτελεσματικός, Ἀντ. Λιβ. 19.
Greek Monolingual
-ές (Α ἐπιτελής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. στρατιωτικός που είναι μέλος του επιτελείου
2. βοηθός ταγματάρχη του πεζικού ή μοιράρχου του ιππικού
3. αυτός που συγκαταλέγεται στα βασικά στελέχη κόμματος, οργανισμού ή κινήσεως
αρχ.
1. τέλειος («ἐπιτελής δ’ εἴη ἡ εὐχή», Πλάτ.)
2. (για γυναίκα) η ώριμη για γάμο
3. αυτός που οδηγεί στην εκπλήρωση, στην ολοκλήρωση
4. αυτός που υπόκειται σε φορολογία.
επίρρ...
ἐπιτελῶς και -έως (Α)
επιτέλους, τελικά, τελειωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -τελής (< τέλος «σκοπός»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ατελής, νομοτελής). Ο νεοελλ. τ. με τη σημασία «αξιωματικός, στρατιωτικός» είναι υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. επι-τέλλω / -ομαι «διατάσσω, παραγγέλλω»].
Greek Monotonic
ἐπιτελής: -ές (τέλος), αυτός που έχει οδηγηθεί σε ένα τέλος, πλήρης, τέλειος, ολοκληρωμένος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἐπι-τελής, ές τέλος
brought to an end, completed, accomplished, Hdt., etc.