ἑτερότροπος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(13_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eterotropos
|Transliteration C=eterotropos
|Beta Code=e(tero/tropos
|Beta Code=e(tero/tropos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of different sort</b> or <b class="b2">fashion</b>, κακόν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>724</span>; γαλεῶν ἑ. φῦλα <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.379</span>; <b class="b2">various</b>, τύχης ἑ. ὁρμή <span class="title">AP</span>9.768 (Agath.), cf. <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>2.669</span>, <span class="bibl">7.7</span>.</span>
|Definition=ἑτερότροπον, [[of different sort]] or [[fashion]], κακόν Ar.''Th.''724; γαλεῶν ἑ. φῦλα Opp.''H.''1.379; [[various]], τύχης ἑ. ὁρμή ''AP''9.768 (Agath.), cf. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 2.669, 7.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] von anderer Art u. Weise, ἐπὶ κακὸν ἑτερότροπον ἐπέχει τις [[τύχη]] Ar. Th. 725; übh. verschieden, sp. D., bes. Nonn., z. B. τύχης ἑτερότροπα κύματα D. 2, 670; ähnl. τύχης [[ἑτερότροπος]] [[ὁρμή]] Paul. Sil. 69 (IX, 768), was auch "sich auf die andere Seite hin wendend" erklärt wird.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] von anderer Art u. Weise, ἐπὶ κακὸν ἑτερότροπον ἐπέχει τις [[τύχη]] Ar. Th. 725; übh. verschieden, sp. D., bes. Nonn., z. B. τύχης ἑτερότροπα κύματα D. 2, 670; ähnl. τύχης [[ἑτερότροπος]] [[ὁρμή]] Paul. Sil. 69 (IX, 768), was auch "sich auf die andere Seite hin wendend" erklärt wird.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d'une manière différente, d'autre sorte ; différent.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[τρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτερότροπος:'''<br /><b class="num">1</b> [[преобразившийся]], [[изменившийся]], [[иной]]: μεταβαλοῦσα ἑπὶ κακὸν ἑτερότροπον [[τύχη]] Arph. судьба, которая повернется в сторону другой беды, т. е. новая беда;<br /><b class="num">2</b> [[повернувшийся другой стороной]], [[переменивший направление]] (τύχης [[ὁρμή]] Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''ἑτερότροπος''': -ον, διαφόρου τρόπου, διαφόρου εἴδους, κακόν ἑτερότροπον Ἀριστοφ. Θεσμ. 724· γαλεῶν ἑτ. φῦλα Ὀππ. Ἁλ. 1. 379. ΙΙ. ὁ κατ’ [[ἄλλην]] διεύθυνσιν, τρεπόμενος, [[ἀβέβαιος]], τύχης ἑτ. [[ὁρμή]] Ἀνθ. Π. 9. 768, πρβλ. Νόνν. Δ. 2. 669., 7. 7. - Ἐπίρρ. ἑτεροτρόπως, ἑτέρῳ τρόπῳ, Καισάρ. 1149, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 201Β.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο<br /><b>2.</b> [[αλλόκοτος]], [[παράδοξος]], [[παράξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερότροπα</i><br />τα έμβρυα μερικών [[φυτών]] τα οποία [[είναι]] τοποθετημένα [[λοξά]] [[προς]] τον άξονα του σπέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέπεται [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[παλίντροπος]], [[άστατος]], [[παλίμβουλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο [[ιδιότροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροτρόπως</i> (ΑΜ ἑτεροτρόπως)<br />αλλιώτικα, [[αλλιώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] ενώ ο τ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] [[είναι]] αντιδάνειο<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>heterotropous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hetero</i>- ([[πρβλ]]. <i>ετερο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>tropous</i> ([[πρβλ]]. [[τρόπος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑτερότροπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει διαφορετικό είδος ή είναι [[καμωμένος]] με άλλον τρόπο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αλλάζει [[κατεύθυνση]], [[αβέβαιος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑτερό-τροπος, ον<br /><b class="num">I.</b> of [[different]] [[sort]] or [[fashion]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[turning]] the [[other]] way, [[uncertain]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερότροπος Medium diacritics: ἑτερότροπος Low diacritics: ετερότροπος Capitals: ΕΤΕΡΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: heterótropos Transliteration B: heterotropos Transliteration C: eterotropos Beta Code: e(tero/tropos

English (LSJ)

ἑτερότροπον, of different sort or fashion, κακόν Ar.Th.724; γαλεῶν ἑ. φῦλα Opp.H.1.379; various, τύχης ἑ. ὁρμή AP9.768 (Agath.), cf. Nonn. D. 2.669, 7.7.

German (Pape)

[Seite 1051] von anderer Art u. Weise, ἐπὶ κακὸν ἑτερότροπον ἐπέχει τις τύχη Ar. Th. 725; übh. verschieden, sp. D., bes. Nonn., z. B. τύχης ἑτερότροπα κύματα D. 2, 670; ähnl. τύχης ἑτερότροπος ὁρμή Paul. Sil. 69 (IX, 768), was auch "sich auf die andere Seite hin wendend" erklärt wird.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une manière différente, d'autre sorte ; différent.
Étymologie: ἕτερος, τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερότροπος:
1 преобразившийся, изменившийся, иной: μεταβαλοῦσα ἑπὶ κακὸν ἑτερότροπον τύχη Arph. судьба, которая повернется в сторону другой беды, т. е. новая беда;
2 повернувшийся другой стороной, переменивший направление (τύχης ὁρμή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερότροπος: -ον, διαφόρου τρόπου, διαφόρου εἴδους, κακόν ἑτερότροπον Ἀριστοφ. Θεσμ. 724· γαλεῶν ἑτ. φῦλα Ὀππ. Ἁλ. 1. 379. ΙΙ. ὁ κατ’ ἄλλην διεύθυνσιν, τρεπόμενος, ἀβέβαιος, τύχης ἑτ. ὁρμή Ἀνθ. Π. 9. 768, πρβλ. Νόνν. Δ. 2. 669., 7. 7. - Ἐπίρρ. ἑτεροτρόπως, ἑτέρῳ τρόπῳ, Καισάρ. 1149, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 201Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερότροπος, -ον)
1. αυτός που είναι διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο
2. αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερότροπα
τα έμβρυα μερικών φυτών τα οποία είναι τοποθετημένα λοξά προς τον άξονα του σπέρματος
αρχ.
1. αυτός που τρέπεται προς άλλη κατεύθυνση, παλίντροπος, άστατος, παλίμβουλος
2. αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο ιδιότροπος.
επίρρ...
ετεροτρόπως (ΑΜ ἑτεροτρόπως)
αλλιώτικα, αλλιώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από ετερο- + τρόπος ενώ ο τ. με τη νεοελλ. σημασία είναι αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterotropous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -tropous (πρβλ. τρόπος)].

Greek Monotonic

ἑτερότροπος: -ον, I. αυτός που έχει διαφορετικό είδος ή είναι καμωμένος με άλλον τρόπο, σε Αριστοφ.
II. αυτός που αλλάζει κατεύθυνση, αβέβαιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἑτερό-τροπος, ον
I. of different sort or fashion, Ar.
II. turning the other way, uncertain, Anth.