ἐπίσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epistathmos
|Transliteration C=epistathmos
|Beta Code=e)pi/staqmos
|Beta Code=e)pi/staqmos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">quartered</b> <b class="b2">on another</b>, PPetr.3p.41 (iii B.C.); στρατιῶται <span class="title">SIG</span>880.61 (Pizus, iii A.D.): neut. pl. as Subst., <b class="b3">ἐπίσταθμα, τά</b>, <b class="b2">quarters</b>, <span class="bibl">Poll.4.173</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. as Subst., <b class="b3">ἐπίσταθμος, ὁ</b>, <b class="b2">quartermaster, satrap</b>, <span class="bibl">Isoc.4.120</span>; <b class="b3">ἐ. Καρίας</b> ib.162, cf. <span class="title">AB</span>253. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span>. <b class="b2">image placed at a door</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>26</span>, dub. in <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2146.9</span> (iii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. = [[συμποσίαρχος]], Plu.2.612c.</span>
|Definition=ἐπίσταθμον,<br><span class="bld">A</span> [[quartered]] [[on another]], PPetr.3p.41 (iii B.C.); στρατιῶται ''SIG''880.61 (Pizus, iii A.D.): neut. pl. as [[substantive]], [[ἐπίσταθμα]], τά, [[quarters]], Poll.4.173.<br><span class="bld">II</span>. as [[substantive]], [[ἐπίσταθμος]], ὁ, [[quartermaster]], [[satrap]], Isoc.4.120; <b class="b3">ἐ. Καρίας</b> ib.162, cf. ''AB''253.<br><span class="bld">b</span>. [[image placed at a door]], Call.''Epigr.''26, dub. in ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2146.9 (iii A.D.).<br><span class="bld">2</span>. = [[συμποσίαρχος]], Plu.2.612c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0982.png Seite 982]] ὁ, der einem Quartier vorsteht, Quartiermeister, übh. Aufseher, ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστάς Isocr. 4, 120; Καρίας 162, der Satrap von Karien, vgl. B. A. 253. Nach Plut. Sympos. 1 prooem. hieß in Sicilien der Vorsitzende beim Gastmahl so; – [[ἥρως]] [[ἐπίσταθμος]] ἵδρυμαι μικρῷ μικρὸς ἐπὶ προθύρῳ Callim. ep. 32 (IX, 336), an der Thür; od., wie Polyaen. 7, 40, 1, der sein Quartier bei Einem hat, bei ihm wohnt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0982.png Seite 982]] ὁ, der einem Quartier vorsteht, Quartiermeister, übh. Aufseher, ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστάς Isocr. 4, 120; Καρίας 162, der Satrap von Karien, vgl. B. A. 253. Nach Plut. Sympos. 1 prooem. hieß in Sicilien der Vorsitzende beim Gastmahl so; – [[ἥρως]] [[ἐπίσταθμος]] ἵδρυμαι μικρῷ μικρὸς ἐπὶ προθύρῳ Callim. ep. 32 (IX, 336), an der Thür; od., wie Polyaen. 7, 40, 1, der sein Quartier bei Einem hat, bei ihm wohnt.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui séjourne ; ὁ [[ἐπίσταθμος]] :<br /><b>1</b> [[officier chargé de faire préparer des logements]];<br /><b>2</b> [[gouverneur]] ; <i>p. anal.</i> [[ἐπίσταθμος]] συμποσίου PLUT président d'un festin.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἵστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσταθμος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[правитель]], [[наместник]] (Καρίας Isocr.): ἐ. συμποσίου (= [[συμποσίαρχος]]) Plut. председатель пира.<br />находящийся у дверей, стоящий на пороге (ἐπὶ προθύρῳ Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίσταθμος''': -ον, ὁ παρὰ τὸν σταθμὸν θύρας, Ἀνθ. Π. 9. 336. 2) σταθμεύων, καταλύων [[παρά]] τινι, [[ἕκαστος]] τῶν σταθμούχων τὸν [[ἴδιον]] ἐπίσταθμον εὖ [[μάλα]] μεθύσας ἀπέκτεινε Πολύαιν. 7. 40, 1: ― ἐπίσταθμα, τά, πρόσθετα σταθμά, «τὰ δὲ ὀνομαζόμενα σταθμία, σταθμά, ἐπίσταθμα καὶ στάσιμα ὠνόμασε Κηφισόδωρος» [[Πολυδ]]. Δ΄, 173. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἐπίσταθμος]], ὁ, [[διοικητής]], [[σατράπης]], καὶ μόνον οὐκ ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστὰς Ἰσοκρ. 65Ε· Ἑκατόμνως δ’ ὁ Καρίας [[ἐπίσταθμος]] ὁ αὐτ. 74D, ― «ἐπίσταθμοι: οἱ ἄρχοντες καὶ σατράπαι οἱ κατέχοντες βασιλεῖ τὰς ὑπηκόους πόλεις· παρὰ τὸ ἐπὶ τοῖς σταθμοῖς [[εἶναι]]· σταθμοὶ δὲ αἱ καταγωγαί, οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι τοὺς τοιούτους ἁρμοστὰς ἐκάλουν» Α. Β. 253. 22, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ. 2) = [[συμποσίαρχος]], Πλούτ. 2. 612C.
|lstext='''ἐπίσταθμος''': -ον, ὁ παρὰ τὸν σταθμὸν θύρας, Ἀνθ. Π. 9. 336. 2) σταθμεύων, καταλύων [[παρά]] τινι, [[ἕκαστος]] τῶν σταθμούχων τὸν [[ἴδιον]] ἐπίσταθμον εὖ [[μάλα]] μεθύσας ἀπέκτεινε Πολύαιν. 7. 40, 1: ― ἐπίσταθμα, τά, πρόσθετα σταθμά, «τὰ δὲ ὀνομαζόμενα σταθμία, σταθμά, ἐπίσταθμα καὶ στάσιμα ὠνόμασε Κηφισόδωρος» Πολυδ. Δ΄, 173. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἐπίσταθμος]], ὁ, [[διοικητής]], [[σατράπης]], καὶ μόνον οὐκ ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστὰς Ἰσοκρ. 65Ε· Ἑκατόμνως δ’ ὁ Καρίας [[ἐπίσταθμος]] ὁ αὐτ. 74D, ― «ἐπίσταθμοι: οἱ ἄρχοντες καὶ σατράπαι οἱ κατέχοντες βασιλεῖ τὰς ὑπηκόους πόλεις· παρὰ τὸ ἐπὶ τοῖς σταθμοῖς [[εἶναι]]· σταθμοὶ δὲ αἱ καταγωγαί, οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι τοὺς τοιούτους ἁρμοστὰς ἐκάλουν» Α. Β. 253. 22, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ. 2) = [[συμποσίαρχος]], Πλούτ. 2. 612C.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίσταθμος]], -ον) [[σταθμός]]<br />αυτός που σταθμεύει σε έναν [[τόπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επίσταθμος]]<br />ο [[επιμελητής]] της επισταθμίας, αυτός που πήρε [[εντολή]] να προετοιμάσει [[επισταθμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[φρουρός]] στην είσοδο σταθμού<br /><b>2.</b> ο [[υπεύθυνος]] του συμποσίου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπίσταθμος]]<br />[[επόπτης]] της διοίκησης<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[ἐπίσταθμα]]<br />πρόσθετα [[σταθμά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσταθμος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στην πόρτα, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπί-σταθμος, ον<br />at the [[door]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσταθμος Medium diacritics: ἐπίσταθμος Low diacritics: επίσταθμος Capitals: ΕΠΙΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: epístathmos Transliteration B: epistathmos Transliteration C: epistathmos Beta Code: e)pi/staqmos

English (LSJ)

ἐπίσταθμον,
A quartered on another, PPetr.3p.41 (iii B.C.); στρατιῶται SIG880.61 (Pizus, iii A.D.): neut. pl. as substantive, ἐπίσταθμα, τά, quarters, Poll.4.173.
II. as substantive, ἐπίσταθμος, ὁ, quartermaster, satrap, Isoc.4.120; ἐ. Καρίας ib.162, cf. AB253.
b. image placed at a door, Call.Epigr.26, dub. in POxy.2146.9 (iii A.D.).
2. = συμποσίαρχος, Plu.2.612c.

German (Pape)

[Seite 982] ὁ, der einem Quartier vorsteht, Quartiermeister, übh. Aufseher, ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστάς Isocr. 4, 120; Καρίας 162, der Satrap von Karien, vgl. B. A. 253. Nach Plut. Sympos. 1 prooem. hieß in Sicilien der Vorsitzende beim Gastmahl so; – ἥρως ἐπίσταθμος ἵδρυμαι μικρῷ μικρὸς ἐπὶ προθύρῳ Callim. ep. 32 (IX, 336), an der Thür; od., wie Polyaen. 7, 40, 1, der sein Quartier bei Einem hat, bei ihm wohnt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui séjourne ; ὁ ἐπίσταθμος :
1 officier chargé de faire préparer des logements;
2 gouverneur ; p. anal. ἐπίσταθμος συμποσίου PLUT président d'un festin.
Étymologie: ἐπί, ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσταθμος: IIправитель, наместник (Καρίας Isocr.): ἐ. συμποσίου (= συμποσίαρχος) Plut. председатель пира.
находящийся у дверей, стоящий на пороге (ἐπὶ προθύρῳ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσταθμος: -ον, ὁ παρὰ τὸν σταθμὸν θύρας, Ἀνθ. Π. 9. 336. 2) σταθμεύων, καταλύων παρά τινι, ἕκαστος τῶν σταθμούχων τὸν ἴδιον ἐπίσταθμον εὖ μάλα μεθύσας ἀπέκτεινε Πολύαιν. 7. 40, 1: ― ἐπίσταθμα, τά, πρόσθετα σταθμά, «τὰ δὲ ὀνομαζόμενα σταθμία, σταθμά, ἐπίσταθμα καὶ στάσιμα ὠνόμασε Κηφισόδωρος» Πολυδ. Δ΄, 173. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐπίσταθμος, ὁ, διοικητής, σατράπης, καὶ μόνον οὐκ ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστὰς Ἰσοκρ. 65Ε· Ἑκατόμνως δ’ ὁ Καρίας ἐπίσταθμος ὁ αὐτ. 74D, ― «ἐπίσταθμοι: οἱ ἄρχοντες καὶ σατράπαι οἱ κατέχοντες βασιλεῖ τὰς ὑπηκόους πόλεις· παρὰ τὸ ἐπὶ τοῖς σταθμοῖς εἶναι· σταθμοὶ δὲ αἱ καταγωγαί, οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι τοὺς τοιούτους ἁρμοστὰς ἐκάλουν» Α. Β. 253. 22, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ. 2) = συμποσίαρχος, Πλούτ. 2. 612C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίσταθμος, -ον) σταθμός
αυτός που σταθμεύει σε έναν τόπο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίσταθμος
ο επιμελητής της επισταθμίας, αυτός που πήρε εντολή να προετοιμάσει επισταθμία
αρχ.
1. ο φρουρός στην είσοδο σταθμού
2. ο υπεύθυνος του συμποσίου
3. το αρσ. ως ουσ.ἐπίσταθμος
επόπτης της διοίκησης
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίσταθμα
πρόσθετα σταθμά.

Greek Monotonic

ἐπίσταθμος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην πόρτα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐπί-σταθμος, ον
at the door, Anth.